Ένα ερώτημα που καλείται συχνά να απαντήσει ο ουρολόγος, που αντιμετωπίζει περιπτώσεις στυτικής δυσλειτουργίας, είναι το αν μπορεί ένας ασθενής που έχει καρδιολογικό πρόβλημα να λαμβάνει φάρμακα για στυτική δυσλειτουργία.
Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί ότι το ενδεχόμενο ενός συνυπάρχοντος καρδιολογικού νοσήματος σε τέτοιους ασθενείς θα πρέπει πάντα να εξετάζεται. Ο ασθενής με στυτική δυσλειτουργία, στα πλαίσια της λήψης ενός καλού ιστορικού, θα ερωτηθεί για την ύπαρξη υπερλιπιδαιμίας, σακχαρώδους διαβήτη, υπέρτασης και θα εξεταστεί αν είναι παχύσαρκος.
Όλα αυτά ενδιαφέρουν γιατί συχνά συνυπάρχουν με προβλήματα στύσης, αλλά και γιατί μπορεί να υποψιάσουν το γιατρό ότι ο συγκεκριμένος ασθενής μπορεί να έχει κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα που ενδέχεται να μην γνωρίζει. Είναι επιπλέον γνωστό ότι η στυτική δυσλειτουργία είναι νόσος που αφορά στα αγγεία και, σαν τέτοια, συνυπάρχει συχνά με προβλήματα στην καρδιά.
Ωστόσο, ένα επιπλέον ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει γιατρό και ασθενή είναι το κατά πόσο ο ασθενής μπορεί οργανικά να αντέξει τη σωματική καταπόνηση που συνεπάγεται η ερωτική επαφή.
Υπάρχει περίπτωση ο συγκεκριμένος άνδρας να μην έχει υποβληθεί σε κανενός είδους σωματική άσκηση για αρκετό καιρό και να μην έχει ικανοποιητικές στύσεις για επίσης μακρό χρονικό διάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι οι αντοχές του σε τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι εν πολλοίς άγνωστες.
Σε αυτό μπορεί να βοηθήσουν ερωτήσεις που ελέγχουν αδρά την αντοχή σε καθημερινές δραστηριότητες με τη χρήση των μεταβολικών ισοδυνάμων (metabolic equivalents of task, METs). Με αυτά μετράται η ενέργεια που απαιτούν καθημερινές δραστηριότητες ανάλογα με την έντασή τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το αργό βάδισμα ισοδυναμεί με 3 METs, ενώ το αργό τζόγκινγκ ή η μετακίνηση βαρέων επίπλων ισοδυναμεί με 8 METs. Αντίστοιχα η σεξουαλική δραστηριότητα ισοδυναμεί με 2 έως 6 METs, ανάλογα με τη ενταση της.
Η Ευρωπαϊκή και η Αμερικάνικη Ουρολογική Εταιρεία έχουν προτείνει το διαχωρισμό των ανδρών σε χαμηλού, μέσου και υψηλού καρδιολογικού κινδύνου. Έτσι πχ ασυμπτωματικοί άνδρες ή άνδρες με παλιό έμφραγμα μυοκαρδίου που δεν έχει εμφανίσει επιπλοκές ή με ελεγχόμενη υπέρταση, θεωρείται ότι μπορούν να έχουν ερωτικές επαφές. Οι άνδρες αυτοί συνήθως αναφέρουν στα ερωτηματολόγια καλή αντοχή σε δραστηριότητες από 6 METs και άνω.
Αντίθετα, ασθενείς που έχουν πχ πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου, μη ελεγχόμενη υπέρταση ή σοβαρές αρρυθμίες θεωρείται ότι δεν είναι ασφαλές να ξεκινήσουν ερωτικές επαφές. Αντίθετα, θα πρέπει να λάβουν αγωγή από τον καρδιολόγο τους και να επανεκτιμηθούν αφού σταθεροποιηθεί το καρδιολογικό τους νόσημα. Ασθενείς ενδιάμεσου κινδύνου, όπως πχ με άλλες ενδείξεις αγγειοπάθειας (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ή αγγειοπάθεια των κάτω άκρων) ή με μέτριας βαρύτητας στηθάγχη θα πρέπει να εξεταστούν από καρδιολόγο, ο οποίος θα είναι αυτός που θα κρίνει αν μπορούν να έχουν ερωτικές επαφές.
Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει επίσης να απαντηθεί είναι αν σε καρδιολογικούς ασθενείς είναι ασφαλής η χορήγηση φαρμάκων για τη στυτική δυσλειτουργία. Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 (PDE-5, φάρμακα όπως τα Viagra, Levitra, Cialis) δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιολογικών επιπλοκών ούτε επιδεινώνουν την κατάσταση των καρδιολογικών ασθενών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να χορηγούνται σε όσους λαμβάνουν νιτρώδη, γιατί μπορεί να προκαλέσουν επικίνδυνη υπόταση.
Τέτοια φάρμακα λαμβάνουν συχνά ασθενείς με στεφανιαία νόσο, είτε καθημερινά, είτε όταν έχουν κάποιο στηθαγχικό πόνο. Επίσης, άνδρες που λαμβάνουν α-αναστολείς λόγω υπερπλασίας προστάτη, ενδέχεται να εμφανίσουν υπόταση αν λάβουν συγχρόνως και PDE-5. Υπόταση μπορεί να εμφανιστεί επίσης και όταν ένας ασθενής λαμβάνει αντιυπερτασικά φάρμακα μαζί με PDE-5, αν και αυτό συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό.
Τέλος, η χρήση ενδοπεϊκών ενέσεων δεν απαγορεύεται σε καρδιολογικούς ασθενείς. Ο μόνος περιορισμός για αυτή τη μορφή θεραπείας είναι το αν ο ασθενής είναι υψηλού κινδύνου για καρδιολογικές επιπλοκές μετά από σεξουαλική επαφή, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν.
Όλα αυτά είναι γνώσεις χρήσιμες, που όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να οδηγούν τους καρδιολογικούς ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία να αποφασίζουν μόνοι τους για το αν και πότε μπορούν να παίρνουν την αγωγή που τους έχει συσταθεί. Θα πρέπει πάντα να συμβουλεύονται τους θεράποντες ιατρούς τους, ειδικά αυτοί που λάμβαναν από πριν αγωγή για τη στύση και που τώρα εμφανίζουν και καρδιολογικά προβλήματα, διότι η φαρμακευτική αγωγή τους ίσως χρειαστεί να τροποποιηθεί. Η εντατική ιατρική παρακολούθηση τέτοιων ασθενών είναι αποφασιστικής σημασίας, μέχρι το καρδιολογικό τους πρόβλημα να σταθεροποιηθεί και να επαναπροσδιοριστούν σταδιακά οι ρυθμοί της ζωής τους.
Το άρθρο υπογράφει ο Χ.Κυράτσας, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,