Τα πιο κοινά προβλήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες περιλαμβάνουν διαταραχές επιθυμίας, διέγερσης, οργασμού και πόνου.

Η αναστολή της σεξουαλικής επιθυμίας συνεπάγεται έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας ή ενδιαφέροντος για το σεξ. Πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στην έλλειψη επιθυμίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται ο τρόπος και η ποιότητα ζωής, όπως και το άγχος. Παράλληλα, οι ορμονικές μεταβολές, οι παθολογικές καταστάσεις και κάποιες από τις θεραπείες τους (για παράδειγμα, για τον καρκίνο η χημειοθεραπεία), η κατάθλιψη, η εγκυμοσύνη, το στρες και η κόπωση μπορεί να αποτελούν ικανούς παράγοντες πρόκλησης προβλημάτων σεξουαλικής επιθυμίας. Επίσης, η αίσθηση μονοτονίας και πλήξης που μπορεί να προκληθεί από την επανάληψη των ίδιων σεξουαλικών πρακτικών και συνηθειών μπορεί να συντελέσει στην έλλειψη ενθουσιασμού για το σεξ.

Η αδυναμία ή δυσκολία διέγερσης για τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας συνεπάγεται συχνά ανεπαρκή λίπανση του κόλπου. Αυτή η δυσκολία μπορεί επίσης να σχετίζεται με το άγχος ή την ανεπαρκή διέγερση. Επιπλέον, διεξάγονται έρευνες σχετικά με το πώς προβλήματα αιμάτωσης που επηρεάζουν τον κόλπο και την κλειτορίδα μπορεί να συνεισφέρουν στη διαταραχή της σεξουαλικής διέγερσης.

Η οργασμική διαταραχή που συνεπάγεται δυσκολία ή πλήρη αδυναμία κορύφωσης μπορεί να προκληθεί από τη σεξουαλική αναστολή, την απειρία μιας γυναίκας, την άγνοια και από ψυχικούς παράγοντες, όπως είναι η ενοχή, οι ενδοψυχικές συγκρούσεις αλλά και ψυχικά τραύματα, όπως αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην οργασμική διαταραχή είναι η ανεπαρκής διέγερση, ορισμένα φάρμακα και κάποιες χρόνιες ασθένειες.

Ο πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή μπορεί να προκληθεί από έναν αριθμό προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων της ενδομητρίωσης και της πυελικής μάζας, ενώ οι κύστες ωοθηκών, η κολπίτιδα, η φτωχή λίπανση του κόλπου, η παρουσία ουλώδους ιστού από χειρουργική επέμβαση ή μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια μπορεί επίσης να ευθύνονται για τον πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή.

Ο επαναλαμβανόμενος ή επίμονος πόνος που μπορεί να νιώθει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική επαφή ονομάζεται δυσπαρευνία, ενώ συχνά συνυπάρχει με τον κολπόσπασμο ή κολεόσπασμο, κατά τον οποίο οι κολπικοί μύες κάνουν επώδυνους σπασμούς κατά τη διείσδυση. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια κολπόσπασμου μπορεί να οδηγήσουν σε δυσπαρευνία και αντίστροφα.

Συχνά πόνο κατά την επαφή βιώνουν γυναίκες που φοβούνται ότι η διείσδυση θα είναι επώδυνη, ενώ η αίσθηση πόνου μπορεί επίσης να προέρχεται από μια σεξουαλική φοβία ή από μια προηγούμενη τραυματική εμπειρία.

Η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να θεραπευτεί. Η επιτυχία της θεραπείας εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία του προβλήματος. Οι προοπτικές είναι καλές για τη δυσλειτουργία που σχετίζεται με μια θεραπεύσιμη, αντιμετωπίσιμη ή αναστρέψιμη οργανική κατάσταση. Η δυσλειτουργία που σχετίζεται με το άγχος ή τον φόβο συχνά μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με συμβουλευτική, ψυχοθεραπεία και φυσικά τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των συντρόφων.

Το άρθρο υπογράφει η Ε. Ελευθερίου,
Ψυχοθεραπεύτρια-Κλινική Θεραπεύτρια
Σεξουαλικών Διαταραχών, συνεργάτιδα
του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr