Η παχυσαρκία είναι χωρίς καμία αμφιβολία η σύγχρονη πανδημία με τη μεγαλύτερη εξάπλωση. Οι επιπτώσεις της στη γενική υγεία βρίσκονται στο επίκεντρο της ερευνητικής αναζήτησης εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ευρέως γνωστές. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο αναφορικά με τη σεξουαλική υγεία.

Τα τελευταία χρόνια, ένας ολοένα αυξανόμενος όγκος δεδομένων αναδεικνύει μια ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην παχυσαρκία και τη στυτική δυσλειτουργία. Ωστόσο, λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την επίδραση της παχυσαρκίας στη σεξουαλική ζωή των γυναικών, καθώς και στη διαμόρφωση των σεξουαλικών συμπεριφορών και στα δύο φύλα.

Μια πρόσφατη μελέτη που έγινε στη Γαλλία, σε εθνικό επίπεδο, διερεύνησε τη σχέση του δείκτη μάζας σώματος με τη σεξουαλική συμπεριφορά. Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) υπολογιζόταν αφού πρώτα γίνονταν οι απαραίτητες μετρήσεις του ύψους και του βάρους των συμμετεχόντων.

Στη συνέχεια έπρεπε να απαντηθούν ερωτήσεις για τη διερεύνηση των σεξουαλικών σχέσεων και πρακτικών, την ικανοποίηση από τη σεξουαλική ζωή, τις σχετικές πεποιθήσεις και προσδοκίες, καθώς και το ιστορικό απρογραμμάτιστης κύησης, διακοπής κύησης, ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος.

Στη μελέτη συμμετείχαν 5.535 γυναίκες και 4.635 άνδρες 18-69 ετών. Από αυτούς, οι 1.010 γυναίκες και οι 1.488 άνδρες ήταν υπέρβαροι, είχαν δηλαδή ΔΜΣ από 25 έως 30, ενώ οι 411 γυναίκες και οι 350 άνδρες ήταν παχύσαρκοι, με ΔΜΣ 30 και πάνω. Οι υπόλοιποι είχαν φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος (18-25).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι παχύσαρκες γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν ερωτικό σύντροφο τους τελευταίους 12 μήνες σε σχέση με τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους. Οι παχύσαρκοι άνδρες ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν πάνω από μία σύντροφο σε αυτό το διάστημα, ενώ δήλωναν πιο συχνά προβλήματα στη στυτική λειτουργία σε σχέση με τους άνδρες φυσιολογικού βάρους.

Η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν βρέθηκε να σχετίζεται με τον δείκτη μάζας σώματος στις γυναίκες. Οι γυναίκες δηλαδή με ΔΜΣ πάνω από 30 δυσκολεύονταν να βρουν ερωτικό σύντροφο, αλλά, όταν αυτό συνέβαινε, η ποιότητα της σεξουαλικής τους ζωής δεν είχε διαφορά σε σχέση με αυτή των γυναικών με φυσιολογικό ΔΜΣ. Οι παχύσαρκες γυναίκες όμως βρέθηκε πως χρησιμοποιούσαν λιγότερο συχνά μεθόδους αντισύλληψης και ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν απρογραμμάτιστη κύηση σε σύγκριση με τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους.

Οι παχύσαρκες γυναίκες λοιπόν τείνουν να έχουν πιο συχνά σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις, ενώ φαίνεται να μη ζητούν βοήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης είναι ένα μήνυμα αφύπνισης προς όλους τους επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται ώστε να προσεγγίσουν το ζήτημα της σεξουαλικότητας στα παχύσαρκα άτομα με λεπτότητα και διακριτικότητα.

Η κοινωνική πίεση που δέχεται το παχύσαρκο άτομο και ιδιαίτερα η παχύσαρκη γυναίκα σήμερα είναι πραγματικά δυσβάσταχτη. Σε μια κοινωνία που κατακρίνει την εικόνα της και δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ίδια ως σεξουαλικό ον, είναι πολύ δύσκολο η γυναίκα αυτή να βρει το θάρρος να απευθυνθεί σε ειδικούς για να περιφρουρήσει τη σεξουαλική και την αναπαραγωγική της υγεία. Οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να προσεγγίσουν τις γυναίκες αυτές με σεβασμό τόσο στο πρόβλημα του βάρους όσο και στο δικαίωμά τους για μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή.

Το άρθρο υπογράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, επιστημονική συνεργάτιδα του Ανδρολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών
www.andrologia.gr