Υποσπαδίας λέγεται η πάθηση στην οποία το έξω στόμιο της ουρήθρας δεν βρίσκεται στη φυσιολογική θέση στο ανδρικό πέος, δηλαδή στην κορυφή της βαλάνου, αλλά σε κάποιο σημείο στην κάτω επιφάνειά του. Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη άποψη όσον αφορά στην αιτιολογία του, πιστεύεται ότι μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές σε μία συγκεκριμένη φάση της εμβρυϊκής ζωής του άρρενος εμβρύου.

Άλλοι παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί κατά καιρούς είναι η χρήση ορμονικών σκευασμάτων από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως και η χρήση παρασιτοκτόνων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο υποσπαδίας είναι μία συχνή συγγενής πάθηση, η δεύτερη συχνότερη ανωμαλία των έξω γεννητικών οργάνων στα αγόρια μετά την κρυψορχία, ενώ φαίνεται ότι υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, αφού άρρενες συγγενείς ασθενών είναι πιο πιθανό να έχουν και αυτοί υποσπαδία.

Η πάθηση μπορεί να διαγνωσθεί από τη γέννηση του αγοριού με απλή επισκόπηση των έξω γεννητικών οργάνων του. Μάλιστα, προκαλεί χαρακτηριστική παραμόρφωση της βαλάνου και της ακροποσθίας ή και ολόκληρου του πέους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συνοδεύεται και από αλλαγές στην κατασκευή του οσχέου.

Ανάλογα με τη θέση που εκβάλλει η ουρήθρα, ο υποσπαδίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

βαλανικός, όταν εκβάλλει στην βάλανο αλλά πιο χαμηλά από το φυσιολογικό
στεφανιαίος, όταν εκβάλλει στη στεφανιαία αύλακα του πέους, δηλαδή ακριβώς κάτω από τη βάλανο
πεϊκός, όταν εκβάλλει στο σώμα του πέους
οσχεϊκός, όταν η εκβολή βρίσκεται στο όσχεο
περινεϊκός, όταν το έξω στόμιο της ουρήθρας εκβάλλει στο περίνεο, δηλαδή στην περιοχή πίσω από το όσχεο.

Οι βαρύτερες μορφές υποσπαδία είναι αυτές στις οποίες η ουρήθρα εκβάλλει κοντά στο όσχεο ή και πίσω από αυτό, και στις μορφές αυτές συνυπάρχει σοβαρή κάμψη του πέους. Ο μικροί ασθενείς με βαριές μορφές υποσπαδία στους οποίους δεν είναι δυνατό να ψηλαφηθούν οι όρχεις, χρειάζεται να υποβάλλονται επιπλέον και σε γενετικό έλεγχο, καθώς μπορεί ο υποσπαδίας τους να αποτελεί έκφραση μίας χρωμοσωμικής ανωμαλίας.

Οι πιο ελαφρές περιπτώσεις υποσπαδία (οι οποίες είναι και οι πιο συχνές) προκαλούν κοσμητικά μόνο προβλήματα, συνήθως λόγω της παραμόρφωσης της βαλάνου, ενώ μπορεί να προκαλούν και μικρές μεταβολές στην ακτίνα της ούρησης. Βαρύτερες περιπτώσεις όμως, πέραν της αλλαγής στη θέση ούρησης που αναγκαστικά προκαλούν («ούρηση σε θέση θήλεος»), οδηγούν και σε προβλήματα στη σεξουαλική δραστηριότητα, λόγω του μικρού μεγέθους και της κάμψης του πέους, καθώς και σε διαταραχή της γονιμότητας, λόγω της ανατομικής ανωμαλίας που εμποδίζει την είσοδο του σπέρματος στον γυναικείο κόλπο.

Η αντιμετώπιση του υποσπαδία είναι πάντα χειρουργική. Η ηλικία στην οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ο υποσπαδίας στα μικρά αγόρια αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, θεωρείται όμως καλύτερο να γίνεται μεταξύ του 6ου και του 18ου μήνα της ζωής. Πριν τη χειρουργική επέμβαση η χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του μήκους του πέους στα μικρά αγόρια, διευκολύνοντας έτσι την επέμβαση.

Σήμερα εφαρμόζονται ποικίλλες τεχνικές, απλές ή περισσότερο σύνθετες, ανάλογα με τη βαρύτητα του υποσπαδία, ενώ στις πιο βαριές περιπτώσεις μπορεί να απαιτούνται περισσότερες από μία χειρουργικές επεμβάσεις για την επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος.

Τελικός στόχος της χειρουργικής θεραπείας είναι να εξασφαλιστεί η φυσιολογική ούρηση του αγοριού, αλλά και να επιτευχθεί ο ευθειασμός του πέους που θα επιτρέψει μετέπειτα τη φυσιολογική σεξουαλική δραστηριότητα. Η επιτυχία των επεμβάσεων αυτών έγκειται κατά πολύ στην εμπειρία του χειρουργού, καθώς πρόκειται για χειρουργεία με ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά και με επιπλοκές, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί υψηλό βαθμό εγρήγορσης και εξατομικευμένη αντιμετώπιση.


Το άρθρο υπογράφει ο Χ. Κυράτσας, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,

www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης