Μία ερευνητική ομάδα από την Καλιφόρνια βρήκε πως οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης ενός νεφρού έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη στην ιατρική βιβλιογραφία που αναδεικνύει αφενός την αρνητική επίδραση της ολικής αφαίρεσης νεφρού στη στυτική λειτουργία και αφετέρου την προστατευτική επίδραση της μερικής αφαίρεσης νεφρού στη σεξουαλική λειτουργία.

Στη μελέτη συμμετείχαν 432 ασθενείς με νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: σε αυτούς που υποβλήθηκαν σε ολική νεφρεκτομή και σε αυτούς που υποβλήθηκαν σε μερική.

Η σεξουαλική λειτουργία εκτιμήθηκε πριν και, κατά διαστήματα, μετά την επέμβαση, με τη χρήση ενός σταθμισμένου εργαλείου για την αξιολόγηση της σεξουαλικής υγείας. Σχεδόν 6 χρόνια μετά το χειρουργείο, βρέθηκε πως οι ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε ολική νεφρεκτομή ήταν 3,5 φορές πιο πιθανό να αναπτύξουν στυτική δυσλειτουργία, σε σύγκριση με αυτούς που είχαν υποβληθεί σε μερική.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι ειδικοί επιλέγουν σε κάποιες περιπτώσεις τη μερική νεφρεκτομή είναι η διατήρηση της νεφρικής λειτουργίας. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης προάγουν την κατανόηση των επιπτώσεων της ολικής νεφρεκτομής, που περιλαμβάνουν την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης μεταβολικών νοσημάτων καθώς και τη σημαντική μείωση της ποιότητας ζωής.

Οι ερευνητές καταλήγουν ότι είναι προτιμότερο ο ειδικός να σώσει το νεφρό, αν είναι δυνατόν, παρά να το αφαιρέσει. Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι η μερική νεφρεκτομή θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία δύναται να οδηγήσει σε καρδιακά επεισόδια και μεταβολικές διαταραχές.

Τονίζεται, μάλιστα, ότι περαιτέρω έρευνα είναι απαραίτητη προκειμένου να προληφθεί η εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας στους ασθενείς αυτούς.

Πηγή: medicalnewstoday

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr