Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, πολλές γυναίκες πιστεύουν ότι το αντισυλληπτικό χάπι και το προφυλακτικό είναι πιο αποτελεσματικά στην πρόληψη μιας εγκυμοσύνης, από ό,τι πράγματι ισχύει.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, από τις 4.100 γυναίκες που χρησιμοποιούσαν κάποια αντισυλληπτική μέθοδο, το 45% υπερεκτιμούσε την αποτελεσματικότητα του χαπιού και του προφυλακτικού. Παράλληλα, βρέθηκε πως είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στα ορμονικά επιθέματα, τις ορμονικές ενέσεις και τους κολπικούς δακτυλίους.

Τα ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη που υπάρχει για καλύτερη εκπαίδευση σχετικά με τη λειτουργία των διαφορετικών μεθόδων αντισύλληψης, σε ένα πρακτικό επίπεδο που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές απορίες και ανάγκες των σύγχρονων γυναικών.

Στις ΗΠΑ τα αντισυλληπτικά δισκία και τα προφυλαχτικά είναι οι πιο δημοφιλείς μέθοδοι αναστρέψιμης αντισύλληψης, δεν είναι όμως και οι πιο αποτελεσματικές.

Την πιο αποτελεσματική αντισυλληπτική προστασία φαίνεται να την προσφέρουν οι ενδομήτριες συσκευές και τα αντισυλληπτικά εμφυτεύματα.

Οι ενδομήτριες συσκευές τοποθετούνται μέσα στη μήτρα, όπου απελευθερώνουν μικρές ποσότητες είτε χαλκού είτε προγεστίνης, έτσι ώστε να εμποδίσουν την εγκυμοσύνη. Οι συσκευές που χρησιμοποιούν ορμόνες παρέχουν αντισυλληπτική προστασία για πέντε χρόνια, ενώ αυτές που χρησιμοποιούν χαλκό είναι αποτελεσματικές για περίπου δέκα έτη. Τα ορμονικά εμφυτεύματα έχουν το μέγεθος ενός σπίρτου και τοποθετούνται κάτω από το δέρμα της εσωτερικής πλευράς του βραχίονα, από όπου απελευθερώνουν ελεγχόμενες ποσότητες προγεστίνης. Η αντισυλληπτική προστασία που παρέχει διαρκεί περίπου τρία χρόνια.

Εκτιμάται ότι το ποσοστό των γυναικών που θα συλλάβουν ενώ χρησιμοποιούν μια ενδομήτρια συσκευή κυμαίνεται από 0,2% έως 0,8%. Στην περίπτωση του ορμονικού εμφυτεύματος, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 0,05%. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα των μεθόδων αυτών είναι ότι τα ποσοστά επιτυχίας τους δεν εξαρτώνται από τον τρόπο χρήσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του χαπιού και του προφυλακτικού.

Το ποσοστό αποτυχίας του χαπιού, όταν λαμβάνεται τυπικά, είναι περίπου 9% ανά έτος, ενώ του προφυλακτικού κυμαίνεται από 18%-21%.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητη η κατάλληλη ενημέρωση κι εκπαίδευση ανδρών και γυναικών σχετικά με τα ποσοστά αποτυχίας και την αποτελεσματικότητα των διάφορων μεθόδων αντισύλληψης. Τονίζουν, παράλληλα, ότι η ολοκληρωμένη ενημέρωση πρέπει να παρέχεται και στους ιατρούς, ώστε να χρησιμοποιούν με ευχέρεια τις ενδομήτριες συσκευές και τα εμφυτεύματα.

Μάλιστα, μια πρόσφατη μελέτη του κέντρου ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων βρήκε πως το 30% των επαγγελματιών υγείας είχε αμφιβολίες σχετικά με την ασφάλεια της τοποθέτησης των ενδομήτριων συσκευών σε γυναίκες που δεν έχουν τεκνοποιήσει. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η εν λόγω μέθοδος, υπήρχαν ανησυχίες αναφορικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης πυελικής λοίμωξης, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τη γονιμότητα, με αποτέλεσμα τότε η ατεκνία να θεωρείται αντένδειξη για τη χρήση της. Σήμερα, όμως, όχι μόνο γνωρίζουμε ότι η τοποθέτηση της ενδομήτριας συσκευής δεν ενέχει τέτοιο κίνδυνο, αλλά οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι οι συσκευές αυτές και τα εμφυτεύματα θα έπρεπε να παρέχονται ως επιλογές «πρώτης γραμμής» χάρη στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους.

Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 5%-6% των γυναικών στις ΗΠΑ που χρησιμοποιούν αντισυλληπτικές μεθόδους τις προτιμά.

Στη μελέτη, όπως προαναφέρθηκε, συμμετείχαν 4.144 γυναίκες, στις οποίες ζητήθηκε να αξιολογήσουν ως προς την αποτελεσματικότητά τους μια σειρά αντισυλληπτικών μεθόδων από μια λίστα που τους δόθηκε. Σε γενικές γραμμές, το 45% υπερεκτίμησε την αποτελεσματικότητα του χαπιού, του προφυλακτικού, του ορμονικού κολπικού δακτυλίου και της ορμονικής ένεσης. Ύστερα από μια συμβουλευτική παρέμβαση όμως, το 71% επέλεξε την ενδομήτρια συσκευή ή το ορμονικό εμφύτευμα.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, είναι πολύ πιθανό περισσότερες γυναίκες να επέλεγαν τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης, εάν είχαν καλύτερη ενημέρωση γύρω από αυτές καθώς και εάν οι ασφαλιστικές κάλυπταν όλο το κόστος.

Πηγή: msnbc

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr