Δύο στους δέκα νέους άνδρες που κατοικούν στη Νοτιοανατολική Ισπανία έχουν φτωχή πυκνότητα σπέρματος, με αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να επιτύχουν γονιμοποίηση.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του πανεπιστημίου της Γρανάδα, ο χαμηλός αριθμός σπερματοζωαρίων σε άνδρες της περιοχής, σε επίπεδα μάλιστα που σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μπορεί να καθυστερήσουν τη γονιμοποίηση, φαίνεται να σχετίζεται με την έκθεση σε οργανικά παρασιτοκτόνα που έχουν σαν βάση μόρια χλωρίου.
Στη μελέτη συμμετείχαν 280 εθελοντές, ηλικίας 18-23 ετών. Η ερευνητική υπόθεση ήταν ότι τα συγκεκριμένα παρασιτοκτόνα διαφοροποιούν την ποιότητα του σπέρματος, καθώς επίσης διαταράσσουν την ομοιόσταση του υποθάλαμου-υπόφυση-επινεφριδιακού άξονα. Ο κίνδυνος αυξάνεται με την έκθεση σε διαφορετικά παρασιτοκτόνα, ακόμα κι αν η συγκέντρωσή τους είναι χαμηλή. Παράλληλα, έχει βρεθεί πως η ποιότητα του σπέρματος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, η εργασία, η παχυσαρκία, τα επίπεδα των ορμονών φύλου και άλλες παραμέτρους που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και το περιβάλλον έκθεσης.
Οι πιο κοινοί τρόποι έκθεσης στα παρασιτοκτόνα είναι η τροφή και τα προϊόντα οικιακής χρήσης. Από τα 18 παρασιτοκτόνα που ανιχνεύτηκαν στο αίμα των συμμετεχόντων στη μελέτη, η κυκλοφορία κάποιων, όπως για παράδειγμα του DDT, έχει απαγορευτεί στην Ισπανία, ενώ άλλα χρησιμοποιούνται ευρέως. Όλα τα δείγματα που αναλύθηκαν είχαν τουλάχιστον 1 παρασιτοκτόνο, ενώ ο μέσος όρος των διαφορετικών ουσιών που ανιχνεύτηκαν κατά άτομο ήταν 11.
Ενώ κάποιες ουσίες βρέθηκαν να αυξάνουν τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, κάποιες άλλες φαίνεται να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποια παρασιτοκτόνα έχουν μια ελαφρά οιστρογονική δράση, ενώ άλλα έχουν ξεκάθαρη αντιανδρογονική δράση που έχει σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη οιστρογονική δραστηριότητα. Η μελέτη επίσης ανέδειξε την ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη παρασιτοκτόνο ουσία και τις συχνότερες διαταραχές στη μορφολογία των σπερματοζωαρίων.
Τα στοιχεία που παρέχει η συγκεκριμένη μελέτη έχουν μεγάλο επιδημιολογικό ενδιαφέρον. Αδιαφιλονίκητα, η διευκρίνιση της συνολικής επίπτωσης των παρασιτοκτόνων στην υγεία δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί, εξαιτίας της πολλαπλότητας των περιβαλλοντικών ρύπων, οι οποίοι διαντιδρούν ποικιλοτρόπως.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ο μόνος τρόπος να μειώσει κανείς τα κατάλοιπα των παρασιτοκτόνων στα τρόφιμα παραμένει το καλό πλύσιμο των φρούτων και των λαχανικών με νερό και σαπούνι.
Πηγή: Medicalnewstoday
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr