Έλληνες και Βρετανοί επιστήμονες αποκαλύπτουν, για πρώτη φορά, το μοτίβο μετάδοσης της ηπατίτιδας C και αναδεικνύουν την πρώιμη διάγνωση ως τον βασικό τρόπο πρόληψης μιας επιδημίας.

Μια μελέτη, που διεξήχθη στη χώρα μας και στην οποία συμμετείχαν χρήστες ουσιών, έδειξε ότι κάθε φορέας της ηπατίτιδας C μεταφέρει κατά μέσο όρο τον ιό σε 20 άτομα, εκ των οποίων τα 10 προσβάλλονται μέσα στα πρώτα δύο χρόνια από τη μόλυνση του αρχικού φορέα. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω ευρήματα θα βοηθήσουν στον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται πως με τον ιό της ηπατίτιδας C ζουν 180 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι έχουν προσβληθεί, από τη στιγμή που μπορεί να μην αναπτύξουν κανένα σύμπτωμα έως και 20 χρόνια μετά την επαφή τους με τον ιό. Ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί μεταφέρουν τον ιό χωρίς να το γνωρίζουν.

Ακόμα μία δυσκολία που υπάρχει με τον συγκεκριμένο ιό και σχετίζεται με τον μεγάλο χρόνο που διαμεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι και την εκδήλωση των συμπτωμάτων έχει να κάνει με το να εντοπίσει κανείς από πού ξεκίνησε η μετάδοση.

Για να ξεπεράσουν το παραπάνω πρόβλημα, οι ερευνητές επεξεργάστηκαν τα δεδομένα τεσσάρων επιδημιών της ηπατίτιδας C που εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από 943 ασθενείς ανάμεσα στο 1995 και το 2000.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Παράλληλα, για να εξετάσουν ενδελεχώς τον τρόπο μετάδοσης, συμπεριέλαβαν επίσης γενετικές πληροφορίες σχετικά με τον ιό, τις οποίες συνέλεξαν με τη βοήθεια 100 δειγμάτων.

Οι πληροφορίες αναλύθηκαν με τη βοήθεια ενός ειδικού προγράμματος και, όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα, όσοι έκαναν ενδοφλέβια χρήση ουσιών ήταν υπεύθυνοι για μεγαλύτερη εξάπλωση του ιού, από τη στιγμή που ο καθένας τους τον μετέφερε σε άλλα 20 άτομα. Βρέθηκε, μάλιστα, ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μεταδόσεων λάμβανε χώρα μέσα στην πρώτη διετία από τη μόλυνση του ατόμου, αναδεικνύοντας έτσι ότι το ιικό φορτίο είναι υψηλότερο στην αρχή και οι φορείς είναι πιο μολυσματικοί τις πρώτες μέρες μετά την προσβολή τους από τον ιό.

Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν την ανάγκη δημιουργίας προγραμμάτων που θα στοχεύουν στη διάγνωση και τη θεραπεία της ηπατίτιδας C στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όσο πιο έγκαιρα γίνεται, με σκοπό την πρόληψη των νέων κρουσμάτων και τη μείωση του κόστους που σχετίζεται με τις υπηρεσίες υγείας.

Υπολογίζεται ότι το 20% όσων έχουν προσβληθεί θα αναπτύξει καρκίνο ή κίρρωση του ήπατος 20 χρόνια μετά. Στην περίπτωση αυτή, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η μεταμόσχευση του ήπατος, της οποίας το κόστος αγγίζει τα 160.000 δολάρια.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι ερευνητές διαφώτισαν το ζήτημα της εξάπλωσης του ιού της ηπατίτιδας C, το επόμενο βήμα είναι ο σχεδιασμός μιας μελέτης που θα έχει ως σκοπό την ανάδειξη των παρεμβάσεων στον τομέα της δημόσιας υγείας, οι οποίες θα είναι περισσότερο αποτελεσματικές και λιγότερο δαπανηρές.

Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η παραπάνω προσέγγιση μπορεί να είναι εφαρμόσιμη και στην περίπτωση άλλων λοιμώξεων, όπως είναι αυτή που οφείλεται στον ιό HIV. Παράλληλα, τονίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η ηπατίτιδα C να θεωρηθεί ένα νόσημα που απασχολεί μόνο τους χρήστες ουσιών. Από τα 150 εκατομμύρια ατόμων που ζουν με τον ιό, μόνο τα 10 εκατομμύρια κάνουν ενδοφλέβια χρήση ουσιών.

Η συντριπτική πλειονότητα των λοιμώξεων σχετίζεται με την ανεπαρκή κι επισφαλή φροντίδα υγείας και, κατά συνέπεια, εκεί πρέπει να στοχεύσει ο σχεδιασμός των προγραμμάτων παρέμβασης.

Πηγή: bbc

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης