Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, καθώς τα επίπεδα των ορμονών αλλάζουν κατά τη μετάβαση των γυναικών στην εμμηνόπαυση, η ποιότητα των φορέων χοληστερόλης μειώνεται, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος.

Πρόκειται για μια πρωτοποριακή μελέτη που χρησιμοποίησε μια προηγμένη μέθοδο καθορισμού των χαρακτηριστικών των φορέων χοληστερόλης στο αίμα.

Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν πως χρειάζεται περεταίρω διερεύνηση της επίδρασης των δυναμικών αλλαγών της εμμηνόπαυσης στο ορμονικό status και στην ποιότητα των φορέων χοληστερόλης. Παράλληλα, είναι σημαντικό να εξεταστεί η έμφαση που δίνεται στην υιοθέτηση της υγιεινής διατροφής και της τακτικής φυσικής άσκησης από τις γυναίκες που περνούν στην εμμηνόπαυση.

Οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι τα υψηλά επίπεδα της HDL, γνωστής και ως καλής χοληστερόλης δεν είναι πάντα προστατευτικά, ενώ παράλληλα τα φυσιολογικά επίπεδα της LDL, της κακής δηλαδή χοληστερόλης, δεν σημαίνουν πάντα φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης για όλα τα άτομα. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, η ποιότητα των φορέων της χοληστερόλης φαίνεται να είναι πιο ακριβής δείκτης του κινδύνου που σχετίζεται με τα επίπεδα της χοληστερόλης.

Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε πως τα χαμηλότερα επίπεδα εστραδιόλης, που είναι μια πολύ συχνή αλλαγή κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση, σχετίζεται με χαμηλή ποιότητα των φορέων χοληστερόλης που έχει βρεθεί να συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν πόσο σημαντική μπορεί να είναι η χρήση προηγμένων μεθόδων αξιολόγησης των αλλαγών στην ποιότητα των φορέων χοληστερόλης στις γυναίκες που αρχίζουν να μπαίνουν σε εμμηνόπαυση, έτσι ώστε οι ιατροί να μπορέσουν να συστήσουν τις απαραίτητες τροποποιήσεις στη διατροφή και τον τρόπο ζωής.

Η χοληστερόλη μετακινείται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος με τη βοήθεια μικρών σωματιδίων που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες ή φορείς χοληστερόλης. Οι συμβατικές εξετάσεις αίματος δείχνουν το ποσό της χοληστερόλης που μεταφέρεται από τις λιποπρωτεΐνες και όχι τα χαρακτηριστικά των ιδίων των λιποπρωτεϊνών. Υπάρχουν δυο είδη λιποπρωτεϊνών, οι πρωτεΐνες υψηλής συχνότητας (HDL) , οι οποίες εμποδίζουν τη συγκέντρωση της χοληστερόλης στα τοιχώματα των αρτηριών και οι λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας, οι οποίες είναι ο βασικός λόγος της άθροισης της χοληστερόλης στα τοιχώματα των αρτηριών και της μείωσης της διαβατότητας των αγγείων. Η ερευνητική διαδικασία έχει δείξει ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των λιποπρωτεϊνών LDL και HDL, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και του μεγέθους τους, αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Προηγούμενες μελέτες που εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στις ορμόνες του φύλου και τα καρδιαγγειακά νοσήματα στις γυναίκες που μεταβαίνουν στην εμμηνόπαυση, αξιολόγησαν μόνο τα επίπεδα χοληστερόλης με τη βοήθεια των συμβατικών αιματολογικών εξετάσεων. Στην παρούσα μελέτη, όμως, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ειδικά εξελιγμένες μεθόδους για να μετρήσουν το μέγεθος, την κατανομή και τη συγκέντρωση των λιποπρωτεϊνών που μεταφέρουν τη χοληστερόλη στο αίμα και βρήκαν ότι οι γυναίκες με υψηλότερες συγκεντρώσεις λιποπρωτεϊνών χαμηλής ποιότητας και μικρότερου μεγέθους ήταν πιο πιθανό να εμφανίσουν κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα. Οι συμβατικές αιματολογικές εξετάσεις δεν μπορούν να εντοπίσουν τις μικρές διαφορές στο μέγεθος των λιποπρωτεϊνών.

Στη μελέτη συμμετείχαν 120 γυναίκες με μέση ηλικία τα 501/2 χρόνια, οι οποίες δε λάμβαναν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Κατά τη μετάβαση μιας γυναίκας στην εμμηνόπαυση λαμβάνουν χώρα πολλές βιολογικές αλλαγές, οι οποίες αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης διάφορων ιατρικών προβλημάτων, όπως είναι η οστεοπόρωση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα νέα ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη που υπάρχει να γνωρίζουν οι κλινικοί τους παράγοντες κινδύνου, έτσι ώστε να κατευθύνουν σωστά τις γυναίκες και να τις βοηθούν στην αποτελεσματική τους διαχείριση..

Πηγή : medicalxpress


Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr