Σε μια πρώτη φάση ο ιατρός θα ρωτήσει τον ασθενή σχετικά με τα συμπτώματα του, για παράδειγμα πόσο καιρό τα έχει και ποια ήταν εξέλιξή τους. Στη συνέχεια θα γίνει και η κλινική εξέταση. Αν η κάμψη του πέους του ασθενούς δεν χειροτερεύει, αν δεν υπάρχει πόνος και εάν τα συμπτώματα του ασθενούς δεν εμποδίζουν τη σεξουαλική πράξη, είναι πολύ πιθανό ο ιατρός να συστήσει παρακολούθηση της κατάστασης για ένα διάστημα χωρίς να παρέμβει.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις ο ιατρός θα συστήσει είτε φαρμακευτική αγωγή είτε χειρουργική αντιμετώπιση.
Πιο συγκεκριμένα, η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να περιλαμβάνει:
• Πεϊκές ενέσεις. Η κάμψη μπορεί να μειωθεί με ενέσεις απευθείας στο πέος. Η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει για μήνες. Η δραστική ουσία στις ενέσεις μπορεί να είναι είτε η ιντερφερόνη, η οποία βοηθά στην αποδόμηση του ινώδους ιστού, ενώ παράλληλα αναστέλλει την παραγωγή του, είτε η ουσία που υπάρχει σε αντιυπερτασικά φάρμακα η οποία μειώνει την παραγωγή κολλαγόνου, βασικού συστατικού στο σχηματισμό ουλώδους ιστού. Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των ενέσεων αυτών όμως έχει εξεταστεί σε περιορισμένο αριθμό μελετών.
• Η βιταμίνη Ε και το αμινοβενζοικό κάλιο. Τα φάρμακα αυτά έχουν βρεθεί να μειώνουν τον πόνο στο 30% -60% των ασθενών, παρόλα αυτά δεν έχουν καμία επίδραση στην κάμψη του πέους.
• Ταμοξιφένη. Μια μελέτη έδειξε ότι η ταμοξιφένη μείωσε τον πόνο στο 80% των ασθενών και μείωσε την κάμψη του πέους στο 1/3. Οι ειδικοί όμως υποστηρίζουν πως το συγκεκριμένο φάρμακο είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση της νόσου σε αρχικό στάδιο.
• Κολλαγενάση. Πρόκειται για ένα ένζυμο που μειώνει το μέγεθος των πλακών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τις εξαλείφει. Η χρήση της κολλαγενάσης στη νόσο Peyronie βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο.
Πολλοί ουρολόγοι υποστηρίζουν πως σε γενικές γραμμές το χειρουργείο είναι πιο αποτελεσματικό από τη φαρμακευτική αγωγή, ιδιαίτερα εάν η κάμψη είναι μεγάλη κι εμποδίζει την σεξουαλική πράξη. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν πως για να γίνει χειρουργείο θα πρέπει η κάμψη να έχει σταθεροποιηθεί και να μη χειροτερεύει, ενώ ο πόνος θα πρέπει να έχει υποχωρήσει τελείως. Οι χειρουργικές εναλλακτικές που υπάρχουν είναι:
• Η μείωση του μήκους της πλευράς του πέους που δεν έχει ανάπτυξη πλακών. Η εναλλακτική αυτή προϋποθέτει τη μείωση του πεϊκού μήκους και γι αυτό ενδείκνυται μόνο σε περίπτωση που το πέος του ασθενή έχει σοβαρή κάμψη και μεγάλο μήκος.
• Η αύξηση της πλευράς του πέους που έχει ανάπτυξη πλακών. Η διαδικασία αυτή συστήνεται σε άνδρες που το πέος τους δεν έχει μεγάλο μήκος αλλά έχει μεγάλη κάμψη. Υπάρχει όμως σε αυτή την εναλλακτική μεγαλύτερος κίνδυνος να προκληθεί στυτική δυσλειτουργία, σε σύγκριση με το χειρουργείο μείωσης της υγιούς πλευράς του πέους.
• Εμφυτεύματα που μπορούν να προστεθούν στον σπογγώδη ιστό που γεμίζει με αίμα κατά τη σεξουαλική διέγερση και προκαλεί στύση. Υπάρχουν δύο είδη εμφυτευμάτων που χρησιμοποιούνται, τα μόνιμα και αυτά που φουσκώνουν με τη λειτουργία μιας αντλίας που τοποθετείται στο όσχεο. Το μόνιμο εμφύτευμα θα έχει ως αποτέλεσμα ένα ημίσκληρο πέος, ικανό για τη σεξουαλική πράξη, ενώ το εμφύτευμα με την αντλία μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα πιο ικανοποιητικές στύσεις. Παράλληλα μπορεί να αφαιρεθεί ένα μέρος του ινώδους ιστού, έτσι ώστε να περιορισθεί η κάμψη.
Οι πιο σημαντικές επιπλοκές της νόσου Peyronie είναι η στυτική δυσλειτουργία, καθώς και η αδυναμία του άνδρα να προχωρήσει στη σεξουαλική πράξη, εξαιτίας του πόνου ή/και της παραμόρφωσης του πέους.
Πηγή: medicalnewstoday
Το άρθρο επιμελήθηκε η επιστημονική ομάδα του Ανδρολογικού Ινστιτούτου, www.andrologia.gr