Τα ευρήματα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό δείχνουν πως είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες που έχουν χαμηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού να υποφέρουν από σεξουαλική δυσλειτουργία.

Ο όρος μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού αναφέρεται στις διαφορές που παρατηρούνται στο χρονικό διάστημα μεταξύ δυο διαδοχικών καρδιακών χτύπων. Είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα και αντικειμενικά μέτρα της διάδρασης ανάμεσα στο συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό σύστημα. Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι αυτό που πυροδοτεί τη γνωστή αντίδραση της πάλης/φυγής και το παρασυμπαθητικό ρυθμίζει τις μη συνειδητές δράσεις του σώματος όπως είναι η καρδιακή λειτουργία και η αναπνοή. Μαζί αποτελούν το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Εάν η διάδραση τους είναι ισορροπημένη, το σύστημα λειτουργεί καλά και το άτομο μπορεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές που συμβαίνουν στον οργανισμό ή το περιβάλλον και να διαχειριστεί τους στρεσογόνους παράγοντες όταν χρειαστεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μεταβλητότητα της καρδιακής λειτουργίας είναι ένας δείκτης της υγιούς καρδιάς και της ικανότητας του σώματος να τροποποιεί την πίεση του αίματος ανάλογα με τις ανάγκες, ο οποίος φαίνεται να παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη λειτουργία της γυναικείας σεξουαλικής διέγερσης. Αυτό συμβαίνει γιατί η σεξουαλική διέγερση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τροποποίηση της πίεσης του αίματος στα γεννητικά όργανα. Η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού επίσης σχετίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου και συχνά η μειωμένη μεταβλητότητα μπορεί να αντανακλά μια κακή συναισθηματική υγεία ή και το αντίστροφο.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 72 γυναίκες ηλικίας 18-39 ετών που είχαν προηγουμένως συμμετάσχει σε τρεις πειραματικές συνθήκες που διεξήχθησαν στο πανεπιστήμιο του Τέξας εκ των όποιων η μία έχει δημοσιευτεί. Κατά τη διάρκεια της μελέτης αξιολογήθηκε η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού των γυναικών και η σεξουαλική τους λειτουργία, ενώ παρακολουθούσαν ένα φιλμ ουδέτερου περιεχομένου και στη συνέχεια ένα φιλμ σεξουαλικού περιεχομένου. Πιο συγκεκριμένα, μετρήθηκαν η φυσιολογική διέγερση των γεννητικών οργάνων και η συνολική σεξουαλική λειτουργία που περιλαμβάνει την εκτίμηση παραμέτρων, όπως είναι η λίπανση του κόλπου, η ύπαρξη πόνου κατά την επαφή και η ικανοποίηση.

Βρέθηκε ότι οι γυναίκες με χαμηλότερη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού από τη μέση ήταν σημαντικά πιθανότερο να αναφέρουν δυσλειτουργία στη σεξουαλική διέγερση καθώς και γενική σεξουαλική δυσλειτουργία σε σύγκριση με τις άλλες. Υπάρχει ήδη μια τεκμηριωμένη σχέση ανάμεσα στην μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού και τη στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μελέτη λοιπόν δείχνει ότι η χαμηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σεξουαλικών δυσκολιών στις γυναίκες. Δεδομένου ότι η χαμηλή μεταβλητότητα της καρδιακής λειτουργίας σχετίζεται επίσης με την κατάθλιψη, το άγχος και την εξάρτηση από το αλκοόλ, δεν προκάλεσε έκπληξη στους ερευνητές το ότι επίσης αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η καταγραφή της μεταβλητότητας της καρδιακής λειτουργίας θα μπορούσε να είναι ένας οικονομικός, εύχρηστος και μη παρεμβατικός τρόπος για την αξιολόγηση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας και την καταγραφή της εξέλιξης της θεραπείας. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύτιμο κατά τη θεραπεία ασθενών που υποφέρουν τόσο από σεξουαλική δυσλειτουργία όσο και από καρδιολογικά προβλήματα.

Πηγή : sciencedaily

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης