Η στυτική δυσλειτουργία είναι ένα πολύ συχνό νόσημα σε παγκόσμιο επίπεδο και εμφανίζεται κυρίως στους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι το 26% των ανδρών άνω των 60 αναφέρουν στυτικά προβλήματα.
Για τη διάγνωση της ΣΔ συχνά χρησιμοποιούνται ελάχιστα παρεμβατικές πρακτικές,όπως είναι η πρόκληση στύσης με ενδοσηραγγώδη ένεση ή το υπερηχογράφημα πέους για την αξιολόγηση της αιμοδυναμικής των αγγείων του οργάνου. Τονίζεται ωστόσο ότι αν και το υπερηχογράφημα πέους χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πρακτική για τη διάγνωση της ΣΔ, η πραγματική του διαγνωστική αξία δεν είναι γνωστή.
Μια πρόσφατη μελέτη εξέτασε εάν το υπερηχογράφημα πέους έχει όντως παραπάνω διαγνωστική αξία από το τεστ της πρόκλησης ή εάν είναι περιττό. Πιο συγκεκριμένα εξετάστηκε η προγνωστική αξία των δύο μεθόδων ως προς την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με σιλδεναφίλη και την ικανοποίηση των ασθενών. Στη μελέτη συμμετείχαν 200 ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν στο τεστ της πρόκλησης στύσης κι εκ των οποίων οι 77 υποβλήθηκαν και σε υπερηχογράφημα πέους από ειδικό ο οποίος δεν γνώριζε τους σκοπούς της μελέτης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το υπερηχογράφημα πέους δεν προσφέρει κάποια επιπρόσθετη αξία ως διαγνωστικό εργαλείο της ΣΔ όταν συγκρίνεται με το τεστ πρόκλησης στύσης με ενδοσηραγγώδη ένεση. Πιο συγκεκριμένα, οι αιμοδυναμικές παράμετροι δεν προσθέτουν προγνωστική αξία στη βελτίωση της στυτικής λειτουργίας ή την ικανοποίηση των ασθενών από τη θεραπεία με σιλδεναφίλη.
Η παρούσα μελέτη λοιπόν δείχνει ότι δεν είναι απαραίτητο για τη διάγνωση της ΣΔ και την αποτελεσματική της αντιμετώπιση ο ασθενής να υποβληθεί σε υπερηχογράφημα πέους, μια εξέταση που προϋποθέτει ειδικές γνώσεις υπερηχογραφίας καθως και τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Πηγή: andrologia.gr