Η εγκυμοσύνη προκαλεί διάφορες οργανικές και ορμονικές μεταβολές στο σώμα μιας γυναίκας. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να έχουν επίδραση στην σεξουαλικότητα και την σεξουαλική λειτουργία της εγκύου.

Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών βιώνουν συμπτώματα σεξουαλικής δυσλειτουργίας κατά την εγκυμοσύνη. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: Για παράδειγμα, κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης πολλές γυναίκες αναφέρουν ναυτία και κόπωση, με τα δυο αυτά τα συμπτώματα να αποτελούν τροχοπέδη για την σεξουαλική δραστηριότητα.

Καθώς η εγκυμοσύνη προοδεύει, κάποιες γυναίκες νιώθουν λιγότερο επιθυμητές ή έχουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση καθώς βλέπουν το σώμα τους να αλλάζει. Άλλες μπορεί να αγχώνονται ότι μπορεί να τραυματίσουν το έμβρυο ή  ότι το σεξ μπορεί να προκαλέσει αποβολή ή/και πρόωρο τοκετό, αν και η σεξουαλική δραστηριότητα θεωρείται γενικά ασφαλής κατά την εγκυμοσύνη εκτός και αν ο γυναικολόγος σας έχει συστήσει διαφορετικά. 

Οι προσωρινές ορμονικές μεταβολές στο γυναικείο σώμα κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να καταστήσουν την κολπική διείσδυση άβολη. Ανασταλτικό παράγοντα αποτελούν και οι συντελούμενες μεταβολές στους μύες του πυελικού εδάφους: η αδυναμία της μυϊκής αυτής ομάδας μπορεί επίσης να προκαλέσει επώδυνη διείσδυση και πόνο κατά τον οργασμό επίσης.

Με δεδομένους όλους αυτούς τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την σεξουαλικότητα της εγκύου, είναι φυσικό επακόλουθο να παρατηρούνται σεξουαλικές δυσκολίες σε αυτή την φάση της ζωής. Παρόλα αυτά, μέχρι αρκετά πρόσφατα δεν υπήρχε κάποια επιστημονική μελέτη που να υπολογίζει την συχνότητα της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις εγκύους.

Για αυτό τον σκοπό, καταρτίστηκε μια νέα συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση όλων των έως τώρα μελετών που επικεντρώνονται στην σεξουαλική δυσλειτουργία στις εγκύους. Η ανασκόπηση ανίχνευσε 25 μελέτες που πληρούσαν τα κριτήρια συμπερίληψης, και περιλάμβαναν 6.871 εγκύους γυναίκες. 20 από τις 25 μελέτες περιλάμβαναν υπολογισμό του επιπολασμού της σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε αυτές τις γυναίκες και οι 15 από τις 20 αυτές μελέτες χρησιμοποίησαν το ερωτηματολόγιο Female Sexual Function Index (FSFI), με τις επιδόσεις από 26.5 και κάτω να θεωρούνται κριτήριο διάγνωσης σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Χρησιμοποιώντας τις εν λόγω 15 μελέτες, οι συντάκτες της ανασκόπησης βρήκαν μια συνολική συχνότητα της σεξουαλικής δυσλειτουργίας της τάξης του 69.7% στις εγκύους. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 70% των υγιών γυναικών θα αντιμετωπίσει σεξουαλική δυσλειτουργία κατά την εγκυμοσύνη.

Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες για την επιμόρφωση των εγκύων γυναικών και των συντρόφων τους για την επίπτωση που μπορεί να έχει η εγκυμοσύνη στην σεξουαλική λειτουργία. Πρέπει παρόλα αυτά να τονιστεί ότι οι επιπτώσεις αυτές είναι κατά κανόνα παροδικές και συνήθως δεν αποτελούν λόγο ανησυχίας.

https://andrologia.gr/