Η εκπαίδευση των νεαρών γυναικών αναφορικά με την πρόληψη των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) αυξάνει τη χρήση προφυλακτικού και μειώνει τον αριθμό των ερωτικών συντρόφων, σύμφωνα με μια πρόσφατη ανασκόπηση των σχετικών μελετών.

Η παρούσα ανασκόπηση αναδεικνύει, επίσης, τον περιορισμένο αριθμό μελετών που εξετάζουν τη σχέση της σεξουαλικής εκπαίδευσης των γυναικών με τη συχνότητα εμφάνισης ΣΜΝ, όπως είναι η λοίμωξη από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων, τον HPV.

Ο HPV είναι ο πιο συχνά μεταδιδόμενος μέσω της σεξουαλικής επαφής ιός, ο οποίος προσβάλλει περίπου το 50% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών. Πρόκειται για τον ιό που ευθύνεται για τα κονδυλώματα και τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.

Συνήθως, όταν γίνεται λόγος για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας, αναφέρονται είτε τα προγράμματα προληπτικού ελέγχου είτε ο εμβολισμός έναντι του HPV. Αν και πρόκειται για πολύ σημαντικές στρατηγικές, παραβλέπεται συχνά η δυνατότητα πρωτογενούς πρόληψης μέσω της μείωσης των επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών.

Η παρούσα ανασκόπηση διερεύνησε 23 τυχαιοποιημένες δοκιμές σχεδιασμένες με σκοπό να μειώσουν τις επικίνδυνες σεξουαλικά συμπεριφορές σε γυναίκες έως και 25 ετών, μια ηλικιακή ομάδα ιδιαίτερα ευάλωτη στη λοίμωξη από HPV. Τα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα διεξήχθησαν σε κλινικές φροντίδας υγείας και οικογενειακού προγραμματισμού των ΗΠΑ. Αν και όλα τα προγράμματα διέφεραν μεταξύ τους, πολλά από αυτά παρείχαν σημαντικές πληροφορίες για τα ΣΜΝ, δίδασκαν τις γυναίκες πώς να προμηθεύονται και να χρησιμοποιούν προφυλακτικά και συζητούσαν άλλους τρόπους ασφαλέστερης σεξουαλικής συμπεριφοράς, όπως είναι ο περιορισμένος αριθμός σεξουαλικών συντρόφων. Κάποιες μελέτες, μάλιστα, διερεύνησαν τον τρόπο με τον οποίο η συμμετοχή στις δοκιμές επηρέασε τη συχνότητα εμφάνισης των ΣΜΝ.

Οι συστηματικές ανασκοπήσεις, όπως η παρούσα, εξάγουν επιστημονικά τεκμηριωμένα συμπεράσματα αναφορικά με ιατρικές πρακτικές αφού λάβουν υπ’ όψιν τους το περιεχόμενο και την ποιότητα των τυχαιοποιημένων δοκιμών που έχουν γίνει για τη διερεύνηση ενός συγκεκριμένου ζητήματος.

Αναλύοντας το πώς τα προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευση επιδρούσαν στη σεξουαλική συμπεριφορά, οι ερευνητές οδηγήθηκαν σε ανάμικτα αποτελέσματα.

Η χρήση του προφυλακτικού, όμως, βρέθηκε να είναι η πιο ευρέως αναφερόμενη μεταβλητή αξιολόγησης της ασφαλούς σεξουαλικής συμπεριφοράς μετά την παρέμβαση. Η εκτίμησή της γινόταν τις περισσότερες φορές με μέτρα όπως είναι ο αυξημένος αριθμός σεξουαλικών συνευρέσεων με προφύλαξη και ο μειωμένος αριθμός χωρίς προφύλαξη.

Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως τα προφυλακτικά είναι αποτελεσματικά, αλλά δεν επαρκούν για την πρόληψη της λοίμωξης από HPV. Στην περίπτωση αυτή το εμβόλιο είναι πολύ πιο αποτελεσματικό.
Οι ερευνητές επίσης βρήκαν πως σε 9 από τις 12 μελέτες οι νεαρές γυναίκες που έλαβαν τη σεξουαλική εκπαίδευση ανέφεραν μικρότερο αριθμό σεξουαλικών συνευρέσεων χωρίς προφύλαξη, σε σύγκριση με αυτές που δεν συμμετείχαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Παράλληλα, σε 4 από τις 12 μελέτες οι νεαρές γυναίκες που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα ανέφεραν μικρότερο αριθμό σεξουαλικών συντρόφων κατά τη διάρκεια του διαστήματος επαναξιολόγησης, σε σύγκριση με όσες απείχαν από το πρόγραμμα, αν και η διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες βρέθηκε στατιστικά σημαντική σε μόνο μία μελέτη.

Σε γενικές γραμμές τα προγράμματα εκπαίδευσης με στόχο την ασφαλή σεξουαλική συμπεριφορά φαίνεται να έχουν μικρή επίδραση στον αριθμό των γυναικών που ήταν σεξουαλικά ενεργές. Κανένα πρόγραμμα, δηλαδή, δεν βρέθηκε να επηρεάζει τη συχνότητα αποχής από το σεξ.

Μόνο 12 από τις 23 μελέτες που συμπεριλαμβάνονται στην ανασκόπηση εξέτασαν εάν τα προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευσης επηρεάζουν την πιθανότητα μετάδοσης των ΣΜΝ. Τρεις μελέτες βρήκαν ότι τα προγράμματα εκπαίδευσης μείωσαν τον κίνδυνο λοίμωξης από χλαμύδια, αλλά στην περίπτωση των τριχομονάδων και της γονόρροιας δεν είχαν καμία επίδραση.

Καμία μελέτη, όμως, δεν εξέτασε αν τα προγράμματα αυτά επηρέασαν την πιθανότητα λοίμωξης από HPV.

Παράλληλα, τα δείγματα των μελετών ήταν μικρά για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το εάν η παρέμβαση στη σεξουαλική συμπεριφορά μπορεί να προλάβει τα ΣΜΝ. Επιπρόσθετα, οι περισσότερες μελέτες παρακολούθησαν τις γυναίκες που συμμετείχαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μόνο για 12 μήνες μετά την ολοκλήρωσή του, χρόνος που ενδεχομένως δεν ήταν αρκετός έτσι ώστε η ασφαλής σεξουαλική συμπεριφορά να γίνει μέρος της καθημερινής ζωής των γυναικών, υπό το καθεστώς μιας ρουτίνας. Δεν είναι βέβαια γνωστό αν οι συμπεριφορές που οι γυναίκες αυτές διδάχτηκαν με σκοπό να περιορίσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το μη ασφαλές σεξ διατηρούνται με το πέρασμα των χρόνων.

 Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

Πηγή: medicalnewstoday