Τα άτομα που λαμβάνουν σταθεροποιητές διάθεσης λόγω διπολικής διαταραχής, μπορεί να διαπιστώνουν διάφορους βαθμούς σεξουαλικής δυσλειτουργίας αναλόγως του θεραπευτικού πρωτοκόλλου, όπως υποδεικνύει και νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Sexual Medicine.
Οι συγγραφείς της μελέτης συστήνουν η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών να εξετάζεται τακτικά ως προς την σεξουαλική λειτουργία.
Η διπολική διαταραχή συχνά αντιμετωπίζεται με έναν συνδυασμό ψυχοτρόπων φαρμάκων, τα οποία μπορεί να έχουν σεξουαλικές παρενέργειες. Οι ασθενείς που βρίσκονται σε σταθερή φάση είναι πιθανό να λαμβάνουν μόνο σταθεροποιητές διάθεσης. Παρόλα αυτά λιγότερα είναι γνωστά για την επίδραση αυτών των φαρμάκων στην σεξουαλικότητα και την ποιότητα ζωής. Η παρούσα έρευνα στοχεύει να διερευνήσει αυτό ακριβώς το θέμα.
Οι επιστημονική ομάδα εργάστηκε με 114 διπολικούς ασθενείς στην Ισπανία που βρίσκονταν σε ευθυμία (σταθερή κατάσταση διάθεσης) για τουλάχιστον 6 μήνες. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων ήταν από 18 έως 65 ετών και ήταν σεξουαλικά ενεργοί. Η φαρμακευτική τους αγωγή περιλάμβανε μόνο σταθεροποιητές διάθεσης ∙ κανείς εξ αυτών δεν λάμβανε αντικαταθλιπτικά ή αντιψυχωσικά.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για να αξιολογηθεί η σεξουαλική τους λειτουργία (Changes in Sexual Functioning Questionnaire Short Form – CSFQ-14) και η ποιότητα της ζωής τους (Short-Form Health Survey – SF36).
Επίσης χωρίστηκαν σε 4 ομάδες σύμφωνα με την φαρμακευτική τους αγωγή:
- Μόνο λίθιο (ομάδα L – 57 ασθενείς)
- Μόνο αντιεπιληπτικά (ομάδα Α – 20 ασθενείς)
- Λίθιο και αντιεπιληπτικά (ομάδα L+A – 17 ασθενείς)
- Λίθιο και βενζοδιαζεπίνες (ομάδα L+B – 20 ασθενείς)
Οι ερευνητές κατέγραψαν τις καλύτερες επιδόσεις στην σεξουαλική λειτουργία στους ασθενείς που λάμβαναν αντιεπιληπτικά. Σε σύγκριση με αυτή την ομάδα, οι ομάδες L και L+B παρουσίασαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην ερωτική επιθυμία ενώ η ομάδα L έδειξε να δυσκολεύεται περισσότερο με την διέγερση. Ο οργασμός έτεινε να είναι πρόβλημα στις ομάδες L+A και L+B.
Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκε ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία ήταν πιο συνηθισμένη στους μεγαλύτερης ηλικίας συμμετέχοντες και στις γυναίκες.
Επιπλέον έγινε ξεκάθαρο ότι η καλύτερη σεξουαλική διέγερση συσχετίζεται με καλύτερη ποιότητα ζωής.
Η ερευνητική ομάδα καταλήγει: «Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι πρέπει να είμαστε ενήμεροι ιδιαίτερα για τις αρνητικές επιπτώσεις στην διέγερση καθώς η σχέση της με την ποιότητα ζωής είναι ευθέως ανάλογη, σε σχέση και με τις υπόλοιπες φάσεις της σεξουαλικής ανταπόκρισης»
Η συχνή αξιολόγηση της σεξουαλικής λειτουργίας στους διπολικούς ασθενείς θα βοηθήσει στην βελτίωση της συμμόρφωσης με την θεραπευτική τους αγωγή, θα μειώσει τις πιθανές απόπειρες αυτοκτονίας και κατά συνέπεια θα βελτιστοποιήσει την ποιότητα ζωής σε αυτή την κατηγορία ασθενών.