Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο χρειάζεται μια ασυνήθιστα μεγάλη χρονική περίοδο εκσπερματίσει κατά τη διάρκεια σεξουαλικής δραστηριότητας με τον/την σύντροφό του. Ορισμένοι άνθρωποι με καθυστερημένη εκσπερμάτιση μπορεί να διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν να εκσπερματώσουν καθόλου κατά τη διάρκεια σεξουαλικής δραστηριότητας με τον/την σύντροφό τους.

Καθώς τα δεδομένα για την καθυστερημένη εκσπερμάτιση συνεχίζουν να εξελίσσονται, πιθανόν να υπάρξει μεγαλύτερη σαφήνεια γύρω από τον ορισμό της. Ωστόσο, αυτήν την στιγμή, υπάρχουν αρκετοί ορισμοί της καθυστερημένης εκσπερμάτισης που προτείνονται από πολλές επαγγελματικές και ιατρικές οργανώσεις, κάτι που καθιστά πιο δύσκολη την διαδικασία αναγνώρισης και διάγνωσης της.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για παράδειγμα, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών, (Πέμπτη Έκδοση), ορίζει την καθυστερημένη εκσπερμάτιση ως “έντονη καθυστέρηση στην εκσπερμάτιση” ή “αξιοσημείωτα χαμηλή συχνότητα ή πλήρης έλλειψη εκσπερμάτισης… παρούσα στο 75% και πάνω των σεξουαλικών επαφών με τον/την σύντροφό, η οποία επιμένει τουλάχιστον για τους τελευταίους 6 μήνες… και συνοδεύεται από αίσθημα δυσφορίας”.

Από την άλλη, η ενδεκάτη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Ασθενειών περιγράφει την καθυστερημένη εκσπερμάτιση ως «την αδυναμία να επιτευχθεί εκσπερμάτιση ή μια υπερβολικά μεγάλη καθυστέρηση στην εκσπερμάτιση, παρά την επαρκή σεξουαλική διέγερση και την υπάρχουσα επιθυμία για εκσπερμάτιση… που έχει εμφανιστεί περιστασιακά ή επίμονα για… τουλάχιστον μερικούς μήνες και συνδέεται με κλινικά σημαντική δυσφορία”.

Τέλος, η Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία ορίζει την καθυστερημένη εκσπερμάτιση ως «συνεχή και ενοχλητική αδυναμία επίτευξης εκσπερμάτισης, ή υπερβολική (υπάρχουσα εκ γενετής) ή αυξημένη (επίκτητη) καθυστέρηση στην εκσπερμάτιση, παρά την επαρκή σεξουαλική διέγερση και την επιθυμία για εκσπερμάτιση.»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με βάση το γενικό χαρακτήρα αυτών των τριών ορισμών της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, τόσο οι ασθενείς όσο και οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ακριβή αναγνώριση και διάγνωση αυτής της πάθησης. Οι συγγραφείς μιας πρόσφατης μελέτης προσπάθησαν να καθορίσουν τον καλύτερο τρόπο διάγνωσης της καθυστερημένης εκσπερμάτισης αξιολογώντας τα αναφερόμενα συμπτώματα και τους εκτιμώμενους χρόνους εκσπερμάτισης 1.660 ανδρών. (Ο χρόνος εκσπερμάτισης εκσπερμάτισης είναι η περίοδος από την αρχική διείσδυση έως την εκσπερμάτιση).

Βρέθηκε ότι η ισχυρότερη σχέση μεταξύ χρόνου εκσπερμάτισης και της δυσκολίας οργασμού διαπιστώθηκε όταν οι άνδρες που αντιμετώπιζαν δυσκολία στον οργασμό ανέφεραν επίσης ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να φτάσουν στον οργασμό και είχαν χαμηλό ποσοστό επιτυχημένης εκσπερμάτισης κατά τη διάρκεια του σεξ.

Οι ερευνητές δοκίμασαν τους κατώτατους χρόνους εκσπερμάτισης σε τμήματα >10, >15 και >20 λεπτών για να δουν ποιο θα ήταν το πιο ακριβές για μια διάγνωση καθυστερημένης εκσπερμάτισης. Κάθε κατώτατο όριο είχε οφέλη και μειονεκτήματα, αλλά βρέθηκε ότι μια καθυστέρηση εκσπερμάτισης >15 λεπτών ήταν το πιο ισορροπημένο κατώτατο όριο όσον αφορά την ευαισθησία και την ειδικότητα. Ένα κατώτατο όριο καθυστέρησης εκσπερμάτισης >10 λεπτών είναι λιγότερο ειδικό αλλά πιο ευαίσθητο όσον αφορά τη διάγνωση της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, ενώ ένα κατώτατο όριο καθυστέρησης εκσπερμάτισης >20 λεπτών είναι λιγότερο ευαίσθητο αλλά πιο ειδικό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι συγγραφείς υποδεικνύουν ότι ο καλύτερος τρόπος διάγνωσης της καθυστερημένης εκσπερμάτισης είναι να ξεκινήσει με την αυτοαξιολόγηση του ίδιου του άνδρα για την ικανότητά του να εκσπερματίσει, και στη συνέχεια να συλλέξει πληροφορίες για το ποσοστό των φορών που εκσπερματίζει κατά τη διάρκεια σεξουαλικής δραστηριότητας με τον/την σύντροφό του. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ο χρόνος εκσπερμάτισης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο μέτρο κατά τη διάγνωση της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, διότι μπορεί να είναι λιγότερο ακριβές όταν χρησιμοποιείται ως το μοναδικό κριτήριο.

 

https://andrologia.gr/

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης