Μυθιστόρημα, ποίηση, ζωγραφική, λιμπρέτο, θέατρο, κινηματογράφος, ηθοποιία και σκηνογραφία: πόσες ήταν άραγε οι τέχνες που υπηρέτησε ο Ζαν Κοκτώ, ο πολυκαλλιτέχνης της ανυποχώρητης ακινησίας και του συνεχούς πειραματισμού, ο άνθρωπος που φοβόταν όσο τίποτε άλλο την τυποποίηση και την επανάληψη, βάζοντας φωτιά, μεταξύ άλλων, ακόμα και στο στρατόπεδο των υπερρεαλιστών;
Στον εμπνευσμένο αυτό Παριζιάνο, που γεννήθηκε το 1889 και πέθανε σε ηλικία 74 ετών, είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο το τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε με επιμέλεια της Αντιγόνης Βλαβιανού.
Ο Κοκτώ ήταν γιος εύπορου συμβολαιογράφου (η αυτοκτονία του πατέρα υπήρξε χρόνιο τραύμα) και αποφοίτησε από το Λύκειο Κοντορσέ. Με την ποίηση ξεκίνησε μόλις στα δεκαοκτώ του χρόνια, δημοσιεύοντας τη συλλογή «Το λυχνάρι του Αλαντίν» (1909).
Αρκετά χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Θωμάς ο απατεώνας» (1923). Την ίδια εποχή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στο θέατρο με τους «Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ». Ο Κοκτώ αγωνίστηκε πάντα για την προώθηση του πρωτοποριακού και του μη αναμενόμενου, συνομίλησε όχι μόνο με τον υπερρεαλισμό (στις τάξεις του οποίου προκάλεσε πλήθος επικρίσεις και αντιδράσεις), αλλά και με άλλες εκδοχές του μοντερνιστικού κινήματος, όπως ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός και ο φουτουρισμός. Πίστευε σε όλη του τη ζωή πως η τέχνη καθοδηγείται από εσώτερες, σκοτεινές δυνάμεις κι έγραψε πολλές φορές για τον θάνατο, τον οποίο αντιμετώπιζε ως μια διαφορετική όψη της ζωής.
Συνεργάστηκε με εικαστικούς και μουσικούς όπως ο Πικάσο και ο Ερίκ Σατί ενώ λογοτεχνικά τον επηρέασαν ο Εντμόν Ροστάν, ο Ραϊμόν Ραντιγκέ και ο Αντρέ Ζιντ.
Ζαν Μαρέ – Ζαν Κοκτώ
Υπήρξε φίλος του Μαρσέλ Προυστ και του Ζαν Ουγκό, δισέγγονου του Βικτόρ. Από το 1937 ως τον θάνατό του είχε ερωτικό δεσμό με τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ.
«Η υπαρξιακή αγωνία ενός ποιητή δεν αναιρεί την κοινωνικότητά του», παρατηρεί η Αντιγόνη Βλαβιανού στο εισαγωγικό της κείμενο στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας»: «Στην περίπτωση του Κοκτώ, αποβαίνει ενίοτε υπέρμετρη, καθώς διαθέτει μιαν απαράμιλλη ικανότητα αυτοσχεδιασμού και εντυπωσιασμού του ακροατηρίου του με χιούμορ, λογοπαίγνια, λογικά ασύνδετα και μια χαρακτηριστική ελαφρότητα, η οποία προσδίδει στην παρουσία του νεανική ζωντάνια και εφηβικό ενθουσιασμό».
Η Αντ. Βλαβιανού δημοσιεύει επίσης εκτεταμένη συνέντευξη με τον Σερζ Λιναρές, που είναι πανεπιστημιακός ειδικευμένος στο έργο του Κοκτώ και αποκαλύπτει τις πολλαπλές πτυχές της τέχνης και της προσωπικότητάς του, τονίζοντας το νεωτερικό στοιχείο το οποίο διατρέχει όλες τις καλλιτεχνικές του επιδόσεις.
Σε άλλες σελίδες, η Τιτίκα Δημητρούλια γράφει για τη σημασία της ποίησης του Κοκτώ, που περιέργως δεν έχει μελετηθεί ακόμη όσο θα αναμενόταν (η μελετήτρια μεταφράζει εκ παραλλήλου ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα), ο Στρατής Πασχάλης εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάστηκε από τον Κοκτώ ο Έλληνας ποιητής του Παρισιού Δημήτρης Άναλις και η Ιωάννα Ναούμ αναφέρεται στο πώς κατανοούσε ο Κοκτώ τον εαυτό του ως ποιητή κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής εποχής.
Επιπροσθέτως, η Άννα Ταμπάκη συμπλέκει την ποίησή του με τη δραματουργία του, η Ντόρα Λεονταρίδου εξηγεί τη λειτουργία του αρχαιοελληνικού μύθου στο θέατρό του, η Πένυ Φυλακτάκη μελετά τους δραματουργικούς του τρόπους, ο Δημήτρης Καργιώτης μιλάει για τον αυτοβιογραφικό του λόγο, ο Γιάννης Κονταξόπουλος καταπιάνεται με το εικαστικό του έργο και η Μαρία Παραδείση προσεγγίζει την κινηματογραφία του.
Μεταφράζονται ακόμα δύο κείμενα του δημιουργού: «Δοκίμιο έμμεσης κριτικής» (μετάφραση Αντ. Βλαβιανού) και «Για ένα ταξίδι στην Ελλάδα» (μετάφραση Νεφέλη Μωσαϊδη). Τέλος, παρατίθεται βιβλιογραφία του Κοκτώ στα ελληνικά.