Γεννημένος το 1945 στον Μικρό Βάλτο Κορινθίας, ο Βλάσης Φρισύρας σπούδασε νομικά και άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος το 1971. Η συλλεκτική του μανία, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος στο βιβλίο του «Ημερολόγιο τέχνης 1945-2017. Η περιπέτεια μιας συλλογής», που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Frissira Museum («ο συλλέκτης είναι ένα άτομο με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και διακατέχεται από υπερβολική επιθυμία [μανία] να αποκτήσει αυτό που θέλει» ενώ οι έμμονες ιδέες του θυμίζουν τα «εξαρτημένα από ουσίες άτομα»), εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς και η αρχή έγινε με τους ζωγράφους Εδουάρδο Σακαγιάν και Μιχάλη Μανουσάκη, ύστερα από σχετική σύσταση του Δημήτρη Μυταρά. Εκείνοι τον σύστησαν με τη σειρά τους σε έναν ευρύτερο ζωγραφικό κύκλο και το 2000 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Φρυσίρα (στεγάζεται σε δύο νεοκλασικά κτήρια στην Πλάκα), το οποίο φιλοξενεί μια συλλογή από 3500 έργα ζωγραφικής, σχεδίων, γλυπτικής και χαρακτικών. Εντός του μουσείου λειτουργούσαν παράλληλα, μέχρι και την πανδημία του κορωνοϊού, άλλες ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις ενώ διοργανώνονταν εκπαιδευτικά προγράμματα, βραδιές μουσικής, ποίησης, λόγου και σεμινάρια τέχνης.
Μια τετραετία μετά το «Ημερολόγιο τέχνης 1945-2017», ένα καινούργιο βιβλίο για τον Βλάση Φρισύρα έρχεται να μπει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων: ο εικαστικός τόμος «Δέκα», όπου συγγραφείς, μελετητές και εικαστικοί μιλούν και γράφουν για μια άλλη ιδιότητα του συλλέκτη – για την προσωπική ζωγραφική του δουλειά, για μια σειρά έργων τα οποία φιλοτέχνησε πρόσφατα με θέμα τους το γυναικείο γυμνό. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου είναι «Δέκα. Εννέα συγγραφείς και ο ζωγράφος Βλάσης Φρισύρας» (εκδόσεις Frissira Museum και εκδόσεις Πατάκη). Η έκδοση, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, δίνει το βήμα στους πεζογράφους της νεότερης γενιάς Λένα Διβάνη, Έλενα Μαρούτσου, Ηλία Μαγκλίνη και Χρήστο Οικονόμου, καθώς και σε μελετητές, δημοσιογράφους και εικαστικούς, όπως ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού Θανάσης Μουτσόπουλος, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά Κώστας Παππής, ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Μαράτος, οι ζωγράφοι Αλέξης Βερούκας και Κώστας Νταούλας και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Ν. Μπασκόζος προκειμένου να εξετάσουν την πορεία του Φρισύρα από τη θέση του συλλέκτη και ιδρυτή μουσείου προς τη δική του, ατομική ζωγραφική έκφραση.
Οι πίνακες του Φρισύρα αποτελούν προϊόν κατασταλαγμένης ωριμότητας. Βασισμένος στη μακραίωνη παράδοση της γυναικείας ομορφιάς και του γυναικείου γυμνού στη ζωγραφική, που μπορούμε να συναντήσουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και αντλώντας από την παιδεία της πολυετούς συλλεκτικής του εμπειρίας, ο Φρισύρας δίνει έργα γεμάτα έντονα και λαμπερά χρώματα: έργα τα οποία όλοι οι συγγραφείς του τόμου σπεύδουν να επαινέσουν για τη δύναμη του χρωστήρα, για το κλίμα και τη σκηνοθεσία της υποβολής τους, για τον ερωτισμό και τον αισθησιασμό τους, καθώς και για τους τρόπους μέσω των οποίων αναδεικνύεται η ερωτική τους διάθεση και ορμή.
Οι συγγραφείς, είτε αναφέρονται στις κατακτήσεις της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, είτε συσχετίζουν τον μυθοπλαστικό τους λόγο με τις γυναικείες μορφές του Φρυσίρα, τις οποίες παρακολουθεί ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου, δείχνουν το πώς ένας ώριμος ηλικιακά ζωγράφος μπορεί να φέρει στην τέχνη τη δροσιά και την ανανέωση, επιστρέφοντας στις κλασικές αξίες της αναπαράστασης. Αναπαράσταση, παρόλα αυτά, η οποία ουδόλως αγνοεί όσα έχουν μεσολαβήσει μετά το κύμα του μοντερνισμού και της αφαιρετικής ζωγραφικής. Αντίθετα, τα χρώματα και τα γυμνά του Φρισύρα μάς επιτρέπουν υπαινικτικά να επιστρέψουμε σε ένα μεγάλο μέρος των ανατροπών οι οποίες έθρεψαν την τέχνη ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι να φτάσουμε στο σημερινό εξαιρετικά σύνθετο, όσο και περίπλοκο, αποτέλεσμα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ