Από την Κυριακάτικη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ: (Από επιφυλλίδα του Ανδρέα Καραντώνη με τίτλο «Η ελληνική αίσθηση στην ποίηση»). «[…] πως μπορούμε, έτσι αυθαίρετα, να χωρίσουμε τον άνθρωπο από τον Έλληνα ή τον Έλληνα από τον άνθρωπο; Πώς μπορούμε να υπάρξουμε σα συγκεκριμένα άτομα χωρίς να ανήκουμε σε κάποια γη με καθορισμένο πρόσωπο, σε κάποια πατρίδα και σε κάποια φυλή με ψυχική και πνευματική συγκρότηση, καθώς και με ιστορική πορεία ή μάλλον με πορεία μέσα στην ιστορία;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πώς μπορούμε να είμαστε άνθρωποι και ποιητές χωρίς μια ορισμένη, κάθε φορά, γλώσσα […]; […] Μα η γλώσσα, είναι ένα άθροισμα από λέξεις η κάθε μια της έχει μία ιστορία ολόκληρη, παρόμοια με την ιστορία των ατόμων και των λαών. Γι’ αυτό ένας ποιητής, αληθινός, μοιραία θα πάρει μέσα στην ποίησή του και κάτι από τον τόπο του. Άλλος πολύ, άλλος λίγο. […] Είτε είναι ομαδική και λαϊκή η ποίησή μας, είτε ανήκει σε τούτη την περίοδο, τη σχολή, ή σ’ εκείνην, πάντα αναδεικνύει και λαμπρύνει ή αξιοποιεί δυνατότητες και χαρακτηριστικά του τόπου από τον οποίο αναβρύζει και της φυλής που ζει σ’ αυτόν τον τόπο.

Αυτά τα χαρακτηριστικά, αυτές οι ιδιότητες, ούτε απόλυτα καθορισμένα και μετρημένα είναι, ούτε πάντα τα ίδια ώστε να καταντούν άρνηση, τυραννία και δόγμα. Βρίσκονται σε μια αδιάκοπη αλλαγή και συναλλαγή.

Όμως, σε κάθε δεδομένη στιγμή, συναιρούνται σ’ ένα άρωμα, σε μία γεύση, σε κάποια γενικό πνεύμα και ύφος και σ’ ένα αισθητήριο, που το λέμε «ελληνικότητα». Παλιά, αυτή η «ελληνικότητα», είχε σαφέστατους εντοπισμούς με τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βαλαωρίτη, τον Κρυστάλλη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό. Ο Καβάφης, μας έδωσε μια νέα ποιητική αίσθηση της ελληνικότητας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μας έδωσε τον αντιηρωικό ελληνικό κοσμοπολιτισμό. Βαθύτατα Έλληνες είναι από τους μοντέρνους ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ακόμα και ο Ν. Γκάτσος με μόνη την «Αμοργό» του. Επίσης βαθύτατα και ιδιότυπα Έλληνα, παρ’ όλον τον λυρικό οικουμενισμό του, πολιτογραφούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο οι γλωσσικοί δεσμοί του με τη λόγια παράδοση και ο πάμφωτος κόσμος του. Ποιητές άλλης ροπής, όπως ο Ρίτσος κι ο Βρεττάκος, ο πρώτος με την παρουσίαση της νησιωτικής λαϊκής ζωής κι ο δεύτερος με τον αγαπημένο του Ταΰγετο, πρόσθεσαν αίμα, ζωηράδα και συγκίνηση στην ποίησή τους. […]».

18-12-2011

Ένας υπαρξιακά δικαιωμένος ορισμός του συγγραφέα (ως μιας περίπτωσης από τις πολλές του καλλιτέχνη εν γένει) θα τον ήθελε, πιστεύω, άνθρωπο ο οποίος δεν τρέφει αυταπάτες; Έχει δεν έχει καταλάβει καλά, ότι η ζωή είναι ένα πυκνό και αδιέξοδο δίχτυ από έλλειψη επικοινωνίας, από καταπιέσεις, διαψεύσεις, φόβους, υπονομεύσεις, ταπεινότητες και ταπεινώσεις, ευτέλεια, ξόδεμα πάθους για κάτι που αποδείχνεται ένα τίποτα και ο οποίος, εν τούτοις, έχει αποφασίσει να μην παραιτηθεί από την μελέτη αυτής της ζωής, σαν κάποιον που αναζητεί μέσα από τα αποκαΐδια μιας καταστροφικής φωτιάς πράγματα που διασώθηκαν πολύτιμα, αφού κατόρθωσαν – με την ανοχή των υλικών τους – να επιζήσουν από μια τέτοια καταστροφή. Βέβαια, τα ευρήματα αυτά δεν παύουν να έχουν πλαίσιό τους την στάχτη, που τους μεταδίδει την σημασία της, στην οποία όμως, κι αυτά, από την άλλη μεριά, αντέταξαν την αντοχή τους.

Βήμα-βήμα, ωστόσο, φτάσαμε κι εδώ στην φθορά. Στην ουτοπία και χίμαιρα. Στα έσχατα όρια της οργής, χέρια και πνεύμα μισάνοιχτα, άλλοτε στην άνοιξη, τώρα πικρά και σφραγισμένα δίχως γεύση, έστω και μιας μικρής παραδοχής.

Βήμα-βήμα ο πολιτισμός, αυτή η απάνθρωπη τεχνολογική γνώση που υπογραμμίζει με την αντιφατικότητα της ίδιας της ουσίας τον απώτατο παραλογισμό της ζωής, ενώ αυτή είναι ένα κράμα ματαιοτήτων, ο έρωτας (ηλεκτρονικός πια) με την υπερένταση και την υπέρταση του πάθους του, είτε ως αδηφάγου σαρκολατρικού ενστίκτου, είτε ως ψυχοβόρου τρωκτικού, είτε με την σύγκρουση αυτών των δυο ακροτήτων, κατατείνει στον εκφυλισμό της πνευματικής ζωής. Αφού το παιχνίδι με τη μουσική και το σινεμά μοιάζει να χάθηκε οριστικά, το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι η επόμενη μεγάλη μάχη των πνευματικών δικαιωμάτων.

Βήμα-βήμα οδηγηθήκαμε στην κυβερνοκουλτούρα, όπως την ονόμασαν, και ανθεί μέσα από τον κοινοτισμό, αυτοπροβαλλόμενη ως κακό παιδί μιας παγκόσμιας επικυριαρχίας του ηλεκτρονικού βιβλίου. Παράδειγμα ο Μπεγκετεμπέ («Πρώτος Απολογισμός μετά την Αποκάλυψη») με πρώτο και κύριο να ακουστεί ως Δον Κιχώτης. Η ειδοποιός διαφορά συνδέει το έντυπο με την ανάδυση του μυθιστορήματος και τέλος του τυπωμένου βιβλίου. Αναφορικά δηλαδή, με το τι είναι αληθινό, τότε είναι αληθινή και πότε η ίδια η καλλιτεχνική του έκφραση αφ’ εαυτού το καθιστά αληθινό πέραν και άνευ ορίων.

Σήμερα (βήμα-βήμα όπως λέγαμε) που το έντυπο συμβαδίζει με το ηλεκτρονικό και τα νέα ήθη δεν έχουν ακόμα κυριαρχήσει, αναρωτιέται κανείς αν οι αλλαγές είναι τόσο ριζικές. Το λογοτεχνικό δημιούργημα δεν μοιάζει να πνέει τα λοίσθια, ούτε και το τυπωμένο έντυπο, ίσως.

Το παράξενο ωστόσο είναι, ότι ο συγγραφέας μπορεί να λυτρώνεται από κάποια προβλήματα, χάρη στα ίδια αίτια, που τα δημιουργούν, μέσα από τα ρήγματα και διεξόδους που προκαλούν τα διαθλώμενα στο πρίσμα της φαντασίας πραγματικά δεδομένα. Έτσι περνάει ο χρόνος μέχρι να παρατηρήσει ο δημιουργός τις καινούργιες τεχνολογικές λεπτομέρειες και όποιες άλλες εκδοχές γεννούν οι τυχαίοι συνδυασμοί τους.

Τις «κόβει» λοιπόν σαν τα χαρτιά ηλεκτρονικής τράπουλας. Διαλέγοντας στην τύχη όπως κατακλύζουν το ανθρώπινο μυαλό του.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης