Μία μακραίωνη και ξεχωριστή σικελική παράδοση, το περιώνυμο Teatro dei pupi, το λαϊκό θέατρο του δρόμου με τις μαριονέτες, θα ζωντανέψει και θα προτείνει ο Σύλλογος Figli d’Arte Cuticchio από το Παλέρμο, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου, στις 5 μμ στον Φιλολογικό Σύλλογο του Παρνασσού σε συνεργασία με το Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Στο έργο που θα παρουσιασθεί, “Η Ιλιάδα ή τα λύτρα του Πριάμου” νέες μαριονέτες δημιουργήθηκαν πάνω στις φιγούρες των Ελλήνων και των Τρώων και το έπος (που υπενθυμίζει την παντοτινά άσβεστη ελληνική παράδοση της Σικελίας) συνδυάζεται με την δεδομένη παραστατική δομή των pupi, που αναδεικνύει τη ζωντάνια και την παντοτινή του επικαιρότητα.
Το teatro dei pupi είναι συνυφασμένο άρρηκτα με την παράδοση της ιταλικής μεγαλονήσου και για πολλούς αιώνες αποτελούσε (σαν τον δικό μας Καραγκιόζη) ακόμη και μέρος της καθημερινότητας στις πόλεις και τα χωριά της Σικελίας. Οι περιπέτειες του Ορλάντο και του Ρινάλντο απέναντι σε μάγισσες και πνεύματα μοχθηρά, πλανεύτρες βασίλισσες από τη λαγγεμένη Ανατολή, βλοσυρούς και πολεμοχαρείς ιππότες, κατακτητές Μαυριτανούς, διέπλαθαν τη φαντασία και την ευρηματικότητα του σικελικού λαού. Συμβολικές εικόνες της πολυτάραχης Ιστορίας που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της νήσου, από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, στους Άραβες και τους Καταλανούς και τους Ανζού, το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, τις αγροτικές εξεγέρσεις στους φεουδάρχες και στον αγώνα για ανεξαρτησία της Ιταλίας και κατόπιν (ακόμη και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) της ίδιας της Σικελίας, οι μαριονέτες είναι η ζωντανή έκφραση της ψυχής του λαού της.
Συνάμα δε, οι ίδιες οι μαριονέτες και τα σκηνικά τους, η σκηνοθεσία και το παίξιμό τους έχουν αναχθεί σε μία ξεχωριστή μορφή, παρά τη λαϊκότητά τους, “υψηλής” τέχνης όσον αφορά την κατασκευή και την εμφάνισή τους. Όποιος έχει επισκεφθεί το Μουσείο των Pupi στη Σικελία (και παρακολουθήσει και μία από τις ασύφταστες εκείνες παραστάσεις στον χώρο του) δύσκολα έχει μείνει ανεπηρέαστος και αδιάφορος από την αρτιότητα και τις λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειές τους, την κυριολεκτική “ζωντάνια” των χαρακτήρων που αποδίδουν. Και μόλις πραγματικά τις δει να παρασταίνουν το θέαμα, αναπόφευκτα εντυπωσιάζεται από την σχεδόν τελειότητα της κίνησης (ακόμη και της πιο υπερφυσικής), του ήχου και των εφέ!
Δικαιολογημένα το Teatro dei Pupi έχει φιλτραρισθεί και στο έργο μεγάλων δημιουργών από τη Σικελία–από τον Λεονάρντο Σάσα στη λογοτεχνία, ίσαμε τους Ρενάτο Γκουτούζο και Φορτουνάτο Ντεπέρο στη ζωγραφική, για να αναφέρουμε μόνον κάποιους από τους πιο διάσημους. Αλλά και όπως μαρτυρεί η εργογραφία του Μίμμο Κουτίκιο (Mimmo Cuticchio), που δεν έχει περιορισθεί στο παραδοσιακό ρεπερτόριο, αλλά έχει εμπλουτίσει τις παραστάσεις και με νεώτερο θεματικό υλικό, οι Pupi εξακολουθούν να εμπνέουν με την ιδιαίτερη παραστατική τεχνοτροπία τους και απόδοση της ζωής ή, καλλίτερα, τη μυθιστορηματική της υπέρβαση. Βλέποντας κάποιος μία παράσταση σικελικών Pupi αντιλαμβάνεται στην εντέλεια την “ιλιγγιώδη” τούτη “παραδοξότητα” του θεάτρου μαριονέτας που κατέθετε στο αξεπέραστο δοκίμιό του ο Χάινριχ Φον Κλάιστ. Πραγματικά, αφ’ ενός το θέατρο μαριονέτας αποτελεί μία αποκατάσταση της θεατρικής (και γενικότερα της παραστατικής) τέχνης μέσα από ένα κατώτερο genre, ενώ αφ’ ετέρου ξεπερνούν το ζωντανό σώμα–μιάς και το “νευρόσπαστο” διαθέτει μεγαλύτερη ζωντάνια, “ευκινησία, ελαφράδα, συμμετρία” και προπαντός “φυσικότερη κατανομή του κέντρου βάρους”, που ούτε καν μπορεί να πλησιάσει το ανθρώπινο σώμα.
Για τον Κλάιστ μάλιστα, ο ηθοποιός -ή ο χορευτής-θα πρέπει να γίνει υπερ-μαριονέτα.
Μάλιστα ο Μίμμο Κουτίκιο διεύρυνε το Κλαϊστιανό θέατρο του “χειριστή”: μέχρι πριν τριάντα χρόνια, οι παραστάσεις δίνονταν αυστηρά στο προσκηνίου της του πλαισίου της σκηνής, του Τeatrino, όπου οι μαριονετίστες δεν ήσαν ορατοί στο κοινό. Ο Κουτίκιο διεύρυνε το ρεπερτόριό του, συνδυάζοντάς το με το κλασικό, διατηρώντας όμως τους κανόνες της παράδοσης, αυτοσχεδιασμό και σύνθεση και δημιουργώντας νέες αντιστοιχίες, συμμετρίες, ασυμμετρίες, αντιθέσεις και συμφωνίες, επικαλύπτοντας καταστάσεις και χαρακτήρες, κάνοντας τους παλιούς μύθους να λάμπουν με εντελώς νέες αναλαμπές. Τα έργα του έγιναν πλέον έργα για τη μεγάλη σκηνή.Ο Κουτίκιο, γιός πλανόδιου μαριονετίστα ο ίδιος, γεννήθηκε το 1948, στη Γέλα της Σικελίας. Το 1973 άνοιξε το πρώτο του κουκλοθέατρο και το 1977 ίδρυσε την Associazione Figli d’Arte Cuticchio. Το 1997 ίδρυσε την πρώτη σχολή για κουκλοπαίκτες στο Παλέρμο, όπου διοργανώνει εργαστήρια για την αφήγηση ιστοριών και το κουκλοθέατρο. Του έχουν απονεμηθεί πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο «Stegagatto» του Ente Teatrale Italiano (1991), το βραβείο Θεσσαλονίκης Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (Ελλάδα) 1997, το βραβείο «UBU» (1998), το βραβείο «Hystrio» (2007), το βραβείο «Chù’ng Nhan» (Ανόι – Βιετνάμ), 2000, το βραβείο κριτικών (2008), το βραβείο «De Sica» (2013), το βραβείο «UBU» για το επίτευγμα ζωής (2019).
Ο Κουτίκιο έφερε μία επανάσταση στην παραστατική τέχνη της μαριονέτας, διαρρηγνύοντας τη γραμμή ανάμεσα στη μαριονέτα και τον μαριονετίστα, μπολιάζοντάς την με τα πορίσματα της θεατρικότητας και παίζοντας (λόγω και του υλικού του) στη μεθόριο της κατάστασης απεξένωσης (Μπρεχτ) και ταύτισης (Στανισλάβσκι) ανάμεσα στο άψυχο pupo και τον ζωντανό θεατή. Μέσα από τον διαρκή πειραματισμό και τον συνδυασμό μαριονέτας, ηθοποιού και μουσικής, ο Κουτίκιο αναμετράται ταυτόχρονα με την παράδοση, την νεώτερη αφηγηματικότητα και τον αυτοσχεδιασμό. Η ζζωντανή κίνηση του μαριονετίστα και η τεχνητή υπερδιέγερση των pupi, ο παραδοσιακός μύθος και ο νεώτερος κι επικαιρικός αυτοσχεδιασμός, δημιουργούν μία νέα γλώσσα παράλληλα με την παραδοσιακή έκφραση. Αλήθεια και ποίηση συμπλέκονται σε ένα γοητευτικό μείγμα, που μεθεξιακά μεταδίδεται και στον θεατή, που όπως έλεγε και ο Κλάιστ “δεν χρειάζεται να είναι ούτε ερμηνευτής, ούτε χορευτής για να έχει γνώση του ωραίου”, αρκεί να έχει και να φέρει σε αυτό που βλέπει “αίσθημα”.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Η Ιλιάδα ή τα λύτρα του Πρίαμου
Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023 – 5 μ.μ.
Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός – Πλατεία Αγίου Καρύτση 8, Αθήνα
Ελεύθερη είσοδος