Το σπίτι που γεννήθηκα / μιαν ανεμοφωλιά, μιαν αειφόρα οπτασία, / στ’ Απεραθιού και της ιστορίας τα διάσελα, / στης Φυροΐστρας την πιο αψηλή τη ρύμνη, / ένα σημάδι στο δρόμο του ήλιου, της ζωής μου το σημάδι, / πάνω στην πλάτη της Ψάρης Πλάκας.
Το σπίτι που γεννήθηκα / ένας λύχνος να καίει, / στο μεσιανό δοκάρι. / Το κατώι με τις ζούλες, / μία προστιάδα στην αυλή την ολόγιομη από παιδικές φωνές. / Το μαερειό, η παραστιά με τη φωτιά, / όλους τους μήνες με τα ρω, / να συμπαίνουν με δαυλιά / οι θυατέρες της ελπίδας.
Το σπίτι που γεννήθηκα, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, ασμυριγλένιαν αντοχή και φυλαχτάρι, / σ’ όλες τις στιγμές της αγωνίας στ’ αλώνια του θανάτου.
Το σπίτι που γεννήθηκα μιαν ακατέλυτη νοσσά. / Γλυκό θυμητάρι η πλημμυρίδα των αισθήσεων / και των χρωμάτων η πανδαισία / όλες οι άνοιξες που ‘φερναν καλοκαίρια / κι όλες οι οπώρες της γης που φθίνουν / με τον αμπυρήνα να ζεσταίνει / την απαντοχή για το αύριο.
Το σπίτι που γεννήθηκα / πάντα με περιμένει να με γεννήσει / στις στέρφες μέρες της απελπισιάς / μετά από κάθε αστοχία, / ύστερ’ από κάθε αποτυχία, / από τους κατατρεγμούς της ήττας.
Αποχαιρετισμός στον Μανώλη Γλέζο με το ποίημά του «Το σπίτι που γεννήθηκα»
Από το Editorial του περιοδικού ελcmag