Αποσπάσματα από το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά «Ανδρέας Παπανδρέου – Πολιτισμικό πορτρέτο προδημοσιεύει σήμερα το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Στο βιβλίο ξετυλίγεται η πολιτισμική προσωπογραφία μιας σύνθετης και απρόβλεπτης προσωπικότητας που σημάδεψε τη νεότερη ελληνική ιστορία και διερευνώνται οι ζυμώσεις των ι&εών του Ανδρέα Παπανδρέου από τα πρώτα χρόνια της διαμόρφωσης ως την όψιμη περίοδο, σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές στροφές, όπως και τις πολλαπλές εκφάνσεις της πολιτισμικής του ταυτότητας, Δίνονται επίσης απαντήσεις για το πώς ο ίδιος επηρέασε τον πολιτισμικό χάρτη μέσα από τις πολιτικές αποφάσεις του και για το αν οι κυβερνήσεις του είχαν σαφή πολιτική πολιτισμού. Όπως παρατηρεί η Μ. Ζορμπά, το βιβλίο δεν είχε ως αφετηρία το πολιτικό ενδιαφέρον για το πρόσωπο του Ανδρέα, από τον οποίο κρατούσε τις αποστάσεις της. Εκείνο που την απασχολούσε και την προβλημάτιζε ήταν το ευρύτερο πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμικού πεδίου και της σχέσης του με τη δημόσια πολιτική, ο ρόλος των διανοουμένων, ιδιαίτερα εκείνων της Αριστεράς, η έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι και, πιο συγκεκριμένα, η επαλήθευση ή η διάψευση της «περίφημης ηγεμονίας της αριστερής κουλτούρας».

Ακολουθεί η προδημοσίευση των αποσπασμάτων με πρώτη αναφορά στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη: «Ένας από τους παρόντες εκείνη τη βραδιά στο κεντρικό τιμητικό τραπέζι ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος, σχολιάζοντας τη σχέση του Ανδρέα με την εξουσία και την τέχνη, θα πει σε συνέντευξή του δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα, όταν ο Ανδρέας θα έχει πια πεθάνει: ‘’Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κατά βάθος αυτή τη σκωπτική διάθεση για την εξουσία, αλλά στην πρακτική του ήταν ένας παίκτης στον οποίο η εξουσία έδινε ηδονή. Ήταν ο ίδιος η εξουσία. Κι αυτό ήταν που με απομάκρυνε απ’ αυτόν, ενώ με τον Μιτεράν είχαμε παραπλήσια ενδιαφέροντα. Ο Ανδρέας ήταν μοναδικός σκοπός. Επομένως, δεν είχε περιθώρια να μιλήσει για την τέχνη, που με ενδιέφερε εμένα, να μιλήσει για ‘μια άλλη αυταπάτη’ μιας αναγεννημένης Ελλάδας. Τον θαύμαζα σαν δεξιοτέχνη, σαν να έβλεπα κάποιον που έχει ένα φοβερό όργανο και αντί να βγάζει ήχους, έβγαζε υπουργούς’».

Ο Μίκης φιλοτεχνεί εδώ ένα πορτρέτο στο οποίο υπογραμμίζει δύο στοιχεία: τη σχέση του Ανδρέα με την εξουσία και τη σχέση του με την τέχνη. Δεν θα σταθούμε στο πρώτο, μολονότι παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς υποδηλώνει, πέρα από την κρίση για το πρόσωπο, και μια γενικότερη αντίληψη της ελληνικής μετεμφυλιακής Αριστεράς για την πολιτική κυρίως ως ιδεολογία, σε διαρκή και αθεράπευτη αντιπαλότητα προς την εξουσία. Αξίζει, όμως, να σταθούμε στο δεύτερο, δηλαδή στο πώς αντιλαμβανόταν όχι μόνο ο ίδιος ο Θεοδωράκης, αλλά οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι στη χώρα μας, τον πολιτισμό. Ως ταύτιση του πολιτισμού με τις τέχνες, τα γράμματα, την πολιτισμική κληρονομιά και την παράδοση, και ελάχιστα ή δευτερευόντως με τις επιστήμες, τις στάσεις, τις αναπαραστάσεις ή τη δομή αίσθησης της κοινωνίας».

Για τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη σχέση του με τον πολιτισμό η υπουργός Πολιτισμού σημειώνει: «Δεν αντιμετωπίζει τον πολιτισμό με την παραδοσιακή προσέγγιση, δηλαδή μέσα από τις τέχνες, αλλά με κάποιου τύπου ανθρωπολογική προσέγγιση. Καταφέρνει με τον τρόπο αυτό να εκφράσει τη ρευστότητα της ελληνικής κοινωνίας στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σε συνδυασμό με μια αίσθηση ελευθερίας από τον κοινωνικό ντετερμινισμό και από μια σειρά κοινωνικούς περιορισμούς. Προτείνει μια δική του επινόηση της παράδοσης, κάτι που έχει αρχίσει να το επεξεργάζεται συστηματικά στο βιβλίο του ‘’Η Δημοκρατία στο απόσπασμα’’. Τώρα, όμως, επεκτείνεται, πέρα από την πολιτική ιστορία, και σε άλλα πεδία που αφορούν την καθημερινή ζωή, με την επινόηση μιας εθνικής κουλτούρας και ταυτότητας που απενοχοποιεί, νομιμοποιεί και προβάλλει όσα εκείνος υποδέχεται ως λαϊκά στοιχεία, τα οποία οι επικριτές του χαρακτηρίζουν λαϊκιστικά. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα άξιζε να εξεταστούν οι μεγάλες μαζικές συγκεντρώσεις, τόσο οι προεκλογικές όσο και εκείνες που λειτούργησαν ως παραστάσεις συναίνεσης ή μνήμης, όπως π.χ. οι λαϊκές συνελεύσεις, το Κιλελέρ ή η Παναγία Σουμελά. Θα άξιζε επίσης να αναλυθούν τα πράσινα και γαλάζια καφενεία ως σκηνές καθημερινών πολιτικών παραστάσεων και ρόλων, καθώς και μια σειρά από άλλα φαινόμενα που θα εμφανιστούν και θα πάρουν, ορισμένα από αυτά, διαστάσεις επιδημίας, κυρίως στους κόλπους των ανερχόμενων μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Φαινόμενα όπως ο αντιδυτικισμός και ο αντιευρωπαϊσμός, ο τριτοκοσμισμός, οι ‘’πρασινοφρουροί’’, ο αυριανισμός, για να αναφέρουμε τα πιο χαρακτηριστικά».

Τι ακριβώς πίστευε για τον Ανδρέα Παπανδρέου ο Βασίλης Βασιλικός; Να τι λέει η Μ. Ζορμπά: «Εξίσου χαρακτηριστικός, από αυτή την άποψη, είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Βασίλης Βασιλικός την ‘’αντιπνευματικότητα’’ του Ανδρέα, καταθέτοντας τη δική του εικόνα για κείνον: ‘’Tότε, σε κείνες τις μέρες, πριν από τις εκλογές του ’81, όταν βρισκόμασταν πιο συχνά, ένα μεσημέρι, χωρίς εγώ καθόλου να τον προκαλέσω, μου εξομολογήθηκε τα πάντα, για τη ζωή του, για τα παιδιά του, για τον ίδιο, καταλήγοντας πως αν ‘αν κερδίσουμε τις εκλογές, δεν θα σε ξαναδώ. Aν ζούσε ο πατέρας μου, εσύ, σαν συγγραφέας που είσαι, θα ήσουν εδώ κάθε βράδυ. Eγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για τη λογοτεχνία ούτε για την τέχνη γενικά. Aν είναι να διαβάσω ένα βιβλίο το βράδυ, θα προτιμήσω ένα οικονομικό εγχειρίδιο (…)’, H εξομολόγησή του αυτή μου βούλωσε το στόμα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Tο αντιπνευματικό ΠAΣΟK, όπως διαμορφώθηκε κάτω από τον αστερισμό του, με προβλημάτισε».

Ως προς τη Μελίνα Μερκούρη, η ομόλογή της σήμερα υπουργός Πολιτισμού γράφει: «Ποιο ήταν το σημείο συνάντησης όλων αυτών των διαφορετικής προέλευσης και υφής υλικών, που αποτέλεσαν το πολιτισμικό κεφάλαιο του ΥΠΠΟ στα χρόνια του ’80; Δεδομένης της αδυναμίας των πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων αλλά και των κρατικών και κομματικών δομών, όλα συναντήθηκαν σε ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό ήταν η Μελίνα. ‘’Μα αφού είναι ο Ρήγκαν στην πολιτική, γιατί όχι εγώ, που είμαι και καλύτερη ηθοποιός;’’ θα αναρωτηθεί. Πράγματι, η Μελίνα κατάφερε με επιτυχία να συγκεράσει τις διαφορετικές προσδοκίες και αιτήματα μέσα στη δική της ευρύτητα ρόλων που ικανοποιούσαν τα περισσότερα γούστα. Οικεία στο πασοκικό σύστημα που πρόβαλλε διεκδικήσεις είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε συλλογικό, ως εθνικοτοπικός σύλλογος, ως κλαδική οργάνωση, ως τοπική αυτοδιοίκηση. Δεκτική στους επαγγελματίες καλλιτέχνες και δημιουργούς και στα συντεχνιακά τους αιτήματα. Απροκατάληπτη απέναντι στους αριστερούς καλλιτέχνες. Ανοιχτή απέναντι στον λαό, στους πολίτες, στο απροσδιόριστο αλλά διψασμένο αίτημα για πολιτισμό των λαϊκών ανθρώπων στην πόλη και την επαρχία. Ανταποκρίθηκε εξαιρετικά σε όλα. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να διατυπώσει η ίδια, κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια πολιτική για τον πολιτισμό. Άλλωστε, για να γίνει κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν αναγκαστικά τη συνδρομή ορισμένων διανοουμένων. Αλλά η απόσταση που είχε από τους διανοούμενους και τον πνευματικό κόσμο ήταν μεγάλη, όπως η ίδια εξομολογείται. ‘’Να σου πω τη μαύρη αλήθεια; Δεν τα πάω καλά με τους κουλτουριάρηδες. Δεν τα πήγαινα καλά μαζί τους από παιδί. Το πετσί μου δεν τους θέλει’’».

Επιστροφή στον Ανδρέα Παπανδρέου δίκην συμπεράσματος: «Ιδεολόγος, ακτιβιστής, μαρξιστής, τροτσκιστής, ανήσυχο πνεύμα, αστός ριζοσπάστης, γόνος της αστικής ελίτ, αριβίστας, εθνικιστής, λαϊκιστής, λαοπλάνος, ασυνεπής, ευρηματικός, ευφάνταστος, ιδιοφυής, διανοούμενος, μαχητικός, φιλόδοξος, πνευματικά καλλιεργημένος, αντιπνευματικός, φιλομαθής, φιλόπονος, κυνικός, δημαγωγός, ανασφαλής, πραγματιστής, γεμάτος υπεκφυγές, ψέματα, με διπλή γλώσσα, χαρισματικός, ανειλικρινής, εγωπαθής, αμοραλιστής, κρυψίνους, αυταρχικός, ρομαντικός, είναι μερικά μόνο από τα επίθετα που συναντά κανείς στο οδοιπορικό των χαρακτηρισμών του Ανδρέα. Δεν αγνοήθηκαν αλλά και δεν προτάχθηκαν, προκειμένου η έρευνα να μην παρεκκλίνει από τη γραμμή της σκιαγράφησης του πολιτιστικού πορτρέτου, που δεν είναι ούτε η εμβάθυνση στον χαρακτήρα ενός προσώπου, ούτε η ψυχαναλυτική δομή του, ούτε απλώς η ενασχόλησή του με τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά αυτό που προκύπτει από την ιδιαίτερη πολιτισμική ανάλυση του προσώπου και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δρα».

Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου, στις 5 Φεβρουαρίου 1919, οι εκδόσεις «Πεδίο» παρουσιάζουν τη Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019 και ώρα 19:00, στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5),το βιβλίο της υπουργού Πολιτισμού με ομιλητές τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό, τον υπουργό Επικρατείας και επίκουρο καθηγητή ΑΠΘ Χριστόφορο Βερναρδάκη, τον ομότιμο καθηγητή ΕΚΠΑ Ηλία Νικολακόπουλο και την υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Θα συντονίσει η δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίου Μικέλα Χαρτουλάρη.