Απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής επιχειρεί ο Μένης Κουμανταρέας στο κύκνειο άσμα του, το μυθιστόρημα «Ο θησαυρός του χρόνου», που κυκλοφόρησε λίγο πριν από τη δολοφονία του, στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου.
Κέντρο της αφήγησης αποτελεί ο θάνατος της γυναίκας του συγγραφέα, πιστής συντρόφου του επί πολλές δεκαετίες. Ξεκινώντας από τις δύσκολες ημέρες της αρρώστιας της, πρώτα στο σπίτι και κατόπιν στο νοσοκομείο (όπου και άφησε την τελευταία της πνοή), ο Κουμανταρέας θα ανατρέξει στα νεανικά τους χρόνια και στον χώρο της γνωριμίας τους, που ήταν ένα γραφείο ασφαλίσεων στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950.
Το προσωπικό χρονικό του Κουμανταρέα δεν διαθέτει ενότητα και συνέχεια χρόνου: ο αφηγητής μετακινείται αδιάκοπα από το παρόν προς το παρελθόν και το αντίθετο, ενώ δεν καλύπτει τα στάδια που μεσολαβούν ανάμεσα στη νιότη και τα γηρατειά. Έτσι, τον παρακολουθούμε είτε ως νεαρό υπάλληλο και εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη, που δυσφορεί με τη γραφειοκρατική ρουτίνα της καθημερινής υπηρεσίας, είτε ως ώριμο συγγραφέα, που έχει καταξιωθεί μεταξύ των αναγνωστών και των μελών της λογοτεχνικής συντεχνίας, αλλά δεν έχει κατορθώσει να εξισορροπήσει την ερωτική του ζωή, παραμένοντας διχασμένος ανάμεσα στη συζυγική αγάπη και τις νυχτερινές του περιπλανήσεις προς άγραν άγνωστων και κάποτε ιδιαιτέρως επικίνδυνων εραστών.
Η λογοτεχνία δεν λέει ποτέ ακριβώς την αλήθεια, ακόμα κι όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην ίδια του τη ζωή (τότε μάλιστα θα πρέπει να είναι κανείς περισσότερο καχύποπτος απέναντί του), και ο Κουμανταρέας σπεύδει να το επιβεβαιώσει, εισάγοντας στη δράση διάφορα προσωπεία. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι ένας αφανής ακροατής, ο οποίος ενδύεται τα χαρακτηριστικά του νεανικού παρουσιαστικού του (το alter ego της καλλιτεχνικής του ταυτότητας), και ένας παλαιότερος υπάλληλος του ασφαλιστικού γραφείου, μια φασματική μορφή, που δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ αν ζει ή αν έχει πεθάνει, αν είναι πραγματικός άνθρωπος, υπερβατική οντότητα ή φλογερή φαντασίωση.
Η περσόνα αυτή, που αναπαράγει κάτι από το καβαφικό στυλ, θα παίξει τον ρόλο του επαγγελματικού και του ερωτικού μέντορα του αφηγητή: θα του μάθει πώς να συντάσσει την εμπορική αλληλογραφία στα αγγλικά, θα συμμεριστεί τη λατρεία του για τη μουσική και θα τον μυήσει στα πάθη της νύχτας τα οποία θα τον ακολουθήσουν εφ΄ όρου ζωής.
Από τη μια πλευρά η προστασία και η ασφάλεια του οικογενειακού βίου, από την άλλη το συνεχές ρίσκο των ερωτικών περιπετειών. Από τη μια μεριά η ανοχή και η εμπιστοσύνη της συζύγου, από την άλλη ο σκληρός, βίαιος και πολλές φορές απάνθρωπος κόσμος της ηδονής. Αυτές είναι οι δύο γραμμές που διαπερνούν τον «Θησαυρό του χρόνου» και τις σπαρακτικές του σκηνές: σκηνές λατρείας και αφοσίωσης για την αγαπημένη γυναικεία φιγούρα που αργοπεθαίνει, αλλά και σκηνές διαρκούς έντασης σε χώρους όπου ο πόθος εναλλάσσεται με την αποστροφή ενώ η έξαψη της απόκρυφης πράξης συγκατοικεί με την οικονομική συναλλαγή, ιχνηλατώντας τα σβησμένα όνειρα όσων είναι πρόθυμοι να κάνουν το οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω και ψυχία για την επιβίωσή τους (μετανάστες, χρήστες ναρκωτικών ή απλώς πένητες).
Το μυθιστόρημα του Κουμανταρέα θα πυροδοτήσει εκ παραλλήλου έναν χορό φαντασμάτων ο οποίος θα κινηθεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας: άνθρωποι που είτε έχουν πεθάνει είτε εξακολουθούν να ζουν, θα αποσπαστούν από το υπαλληλικό προσωπικό του ασφαλιστικού γραφείου της μεταπολεμικής Αθήνας για να συναντήσουν τον αφηγητή στη δύστροπη ωριμότητά του, στην Αθήνα της κρίσης, και να μοιραστούν μαζί του τον τρόμο απέναντι στην αρρώστια και τον θάνατο. Παρόλα αυτά, ο Κουμανταρέας θα αποφύγει την οποιαδήποτε αισθηματολογία. Στο βιβλίο του θα κυριαρχήσουν οι ελεγειακοί τόνοι: ο διακριτικός θρήνος για όσα πέρασαν και χάθηκαν ανεπιστρεπτί, αλλά και η συγκρατημένη χαρά για τις μικρές ευτυχίες που συνόδεψαν μια μακρά όσο και μονίμως ανήσυχη πορεία – την πορεία ενός συγγραφέα που δεν επαναπαύτηκε ποτέ στο αυτονόητο, ούτε στην τέχνη ούτε στη ζωή του.
Πηγή: ΑΠΕ