Πόσες φορές δεν έχουν αναδυθεί τα πιο βαθιά κρυμμένα προβλήματα σε μία διαμάχη που προέκυψε διά ασήμαντον αφορμήν; Όταν τα προβλήματα κρύβονται κάτω από το χαλί, τότε ένα μικρό «φυτίλι» αρκεί για να τα κάνουν να εκραγούν, ακόμη και αν είναι φτιαγμένο από αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη άχνη, όπως ένα… απλό μαμαδίστικο κέικ. 

Πηγαίνοντας να δω το «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου νόμιζα ότι θα δω ένα κοινωνικό δράμα για τον ρατσισμό που υποβόσκει σε κάθε ελληνική μικροαστική οικογένεια. Μπόοορινγκ… και πολυφορεμένο και εδώ που τα λέμε, το ξέρουμε όλοι -είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι- ότι σε κάθε ελληνική οικογένεια υπάρχει τουλάχιστον ένας ρατσιστής ή έστω μια βαθιά προκατάληψη απέναντι στο κάθε τι ξένο… Τελικά, όμως, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα -η παράσταση δεν έχει διάλειμμα – το έργο φέρνει στην επιφάνεια τον μικροαστισμό, τα προβλήματα και την απόσταση ενός μεσήλικα με την κόρη του ο οποίος είναι τόσο διαλλακτικός που διστάζει να παίρνει αποφάσεις, τη μοναξιά και την προκατάληψη μιας λίγο… λοξής συγγραφέως βιβλίων που μοιάζουν με άρλεκιν, αλλά χαρακτηρίζονται μυθιστορήματα τη σήμερον ημέρα, την επιθετικότητα ενός άνδρα που αντιμετωπίζει ακόμη τη ζωή ως έφηβος, ο οποίος όμως από νωρίς είχε επωμιστεί την ευθύνη προστασίας του… διαφορετικού αδερφού του και την αμυντική στάση ενός μετανάστη που έχει να αντιμετωπίσει, τι άλλο; τον κυκεώνα μιας σκληρής καθημερινότητας σε μία ξένη χώρα.

Το έργο βασίζεται σε δύο στοιχεία: το κέικ που μαγειρεύει ο διαχειριστής, προκειμένου να υποδεχτεί την 15χρονη κόρη του από την Αγγλία, και τον «ύποπτο» ένοικο που πετά τα σκουπίδια του στον κάδο από το μπαλκόνι του. Το τελευταίο είναι και η αφορμή για να ξεσπάσει ένας «εμφύλιος» μεταξύ των ενοίκων που ζητούν από τον διαχειριστή να πάρει θέση και να υποδείξει τον «ένοχο». «Το να μην παίρνεις θέση δείχνει μεροληψία» λέει ένας εκ των ενοίκων στον διαχειριστή και τον καλεί να αναλάβει τις ευθύνες του.

Όπως είναι προφανές, οι δύο παλιοί ένοικοι ρίχνουν τις ευθύνες στον νέο που τυγχάνει για κακή του τύχη να είναι και αλλοδαπός. Ο διαχειριστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός μορφωμένου ανοιχτόμυαλου μεσοαστού, διστάζει από την αρχή να θεωρήσει «ένοχο» τον μετανάστη και αυτό θα προκαλέσει την οργή ενός εκ των δύο άλλων «υπόπτων». Αποτέλεσμα είναι ότι μέσα από αυτό το ασήμαντο περιστατικό, τη ρίψη δηλαδή των απορριμμάτων από το μπαλκόνι ενός διαμερίσματος, να αναδυθούν όλα τα αντανακλαστικά βίας, προκαταλήψεων, ρατσισμού και μύχιων συναισθημάτων και των τεσσάρων ενοίκων.

Τον ένοχο θα υποδείξει ένα πολύ απλό στοιχείο και όταν εκείνος αναγκαστεί να αποκαλυφθεί και να παραδεχτεί ότι από το δικό του μπαλκόνι πέφτουν τα σκουπίδια στον δρόμο, δικαιολογείται με τον πιο απλό τρόπο: Το έκρυβα για να μην προδώσω τον γιο μου που το κάνει. Ντρέπομαι και ντρέπομαι γιατί το παιδί μου είμαι εγώ…

Τελικά, είναι δυνατόν να συνυπάρξουν όλοι μαζί αρμονικά και να ξεπεράσουν στερεότυπα και προκαταλήψεις, που τους εμποδίζουν να κατανοήσουν ο καθένας τη διαφορετικότητα του άλλου; Τη λύση θα τη δώσει το… κέικ.

Το έργο ανήκει στην κατηγορία αυτών που ονομάζουμε σύγχρονο ελληνικό θέατρο και το υπογράφει ένας συγγραφέας που έχει βραβευθεί και στο εξωτερικό και ας μην είναι τόσο γνωστός στο ευρύ ελληνικό κοινό, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. Είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε μια… αηδία, αν οι ηθοποιοί που το ερμηνεύουν δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Τα πιο απλά πράγματα είναι τα πιο δύσκολα άλλωστε. Αυτό ακριβώς όμως, η απλότητα είναι και το κλειδί των ερμηνειών των Λάζαρου Γεωργακόπουλου, Μίνας Αδαμάκη, Μάξιμου Μουμούρη και Λαέρτη Μαλκότση οι οποίοι ενσαρκώνουν τους ρόλους του διαχειριστή, της συγγραφέως, του ανώριμου ενοίκου και του μετανάστη αντίστοιχα, με τη μεγαλειότητα της απλότητας που αρμόζει. Κανένας από τους τέσσερις δεν κλέβει την παράσταση από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, γιατί πολύ απλά το έργο τους «χρειάζεται» εξίσου και τους τέσσερις. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Πέτρος Φιλιππίδης.

Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης, σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς, φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος, βοηθός σκηνοθέτη: Χριστίνα Σπατιώτη, φωτογράφος: Βασίλης Μακρής. Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Μίνα Αδαμάκη, Μάξιμος Μουμούρης, Λαέρτης Μαλκότσης.

Πληροφορίες
Εθνικό Θέατρο – Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»: Αγίου Κωνσταντίνου 22 – 24, Αθήνα, τηλ.: 210 5288170 – 171. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Σάββατο: 18.00 και 21.00, Πέμπτη και Παρασκευή: 21.00, Κυριακή: 19.30. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό: 15 ευρώ, φοιτητικό: 10 ευρώ, κάθε Τετάρτη (απογευματινή) και Πέμπτη: 13 ευρώ. Αγορά εισιτηρίων: ταμείο θεάτρου, τηλεφωνικά: 210 7234567, ηλεκτρονικά: www.n-t.gr.