Θεσσαλονίκη, 1856. Δύο εμπορικά πλοία στο λιμάνι φλέγονται και η πυκνή στήλη καπνού που σηκώνεται προς τον ουρανό είναι ορατή ακόμα και από χιλιόμετρα μακριά. Κοντά στα πλοία φλέγονται εκατοντάδες οικόσιτα ζώα, καίγονται εμπορικά καταστήματα. Άνθρωποι κλαίνε και φωνάζουν, βλέποντας τα ζωντανά και τις περιουσίες τους να χάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Οι φλόγες κατακαίουν τον Ιστιρά, τον χώρο που περικλείεται σήμερα από τις οδούς Κουντουριώτη, Χάψα, Τσιμισκή και Σαλαμίνος, και τις αποθήκες του λιμανιού. Από στόμα σε στόμα διαδίδεται η φήμη ότι πήραν φωτιά βαρέλια με πυρίτιδα στις αποθήκες του εμπόρου Σκυλίτση. Σύμφωνα με τις περιγραφές του αυτόπτη μοναχού Κύριλλου, «εκάησαν όλα τα μαγαζιά τα μεγαλέμπορα, εκάησαν βωβάλια, βόδια, άλογα υπέρ τα 200, εκάησαν και δύο καράβια μαζί με το σιτάρι και καλαμπόκι και κριθάρι και καθεξής».
Ευτυχώς, η φωτιά δεν πέρασε το τείχος: «επειδή επήδειξεν η φοτιά απέξω από του κάστρου και εκάησαν όλλα τα μαγαζιά έως την σκάλαν και η σκάλα μαζή, ή δε, και ήθελεν πηδίξη απομέσσα, ώλη η πόλης ήθελε να χαλάση χωρίς άλλο» γράφει ο μοναχός, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι αν οι φλόγες είχαν περάσει τα τείχη, η Θεσσαλονίκη θα είχε καταστραφεί.
Περιγράφει δε την εξής εικόνα: «Πέντε εβρέη εφίλαγαν έξω του κάστρου εκατόν γαϊδάρους εβρέηκους και όλους τους σίκοσεν η φωτιά και τους έρηξεν εις την θάλλασαν ώλους ψημένους και ηβρέη κλέγουν τους γαϊδάρους μεσα εις τα σουκάκεια και φωνάζουν…» (σ.σ. η ορθογραφία διατηρήθηκε αυτούσια).
Αυτόπτης μάρτυρας ήταν και ο Θεσσαλονικεύς δημοσιογράφος Σααδή Λεβή, που πολύ μεταγενέστερα καταθέτει τη μαρτυρία του, γράφοντας ότι η πυρίτιδα φυλασσόταν στο υπόγειο όχι της αποθήκης, αλλά του σπιτιού του Σκυλίτση. Σύμφωνα με τον Λεβή, την ημέρα του συμβάντος, ο Σκυλίτσης απουσίαζε από τη Θεσσαλονίκη. Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε σε γειτονικό ευρωπαϊκό σπίτι, αλλά ο υπάλληλος του Σκυλίτση, αντί να φροντίσει για την κατάσβεσή της, την άφησε να εξελίσσεται και ο ίδιος έσπευσε να αφαιρέσει όλα τα χρήματα που υπήρχαν στο σπίτι του εργοδότη του και να τα μεταφέρει στο δικό του. Στο μεταξύ, η φωτιά έφτασε στο σπίτι του Σκυλίτση και η πυρίτιδα ανατινάχθηκε. Ο Λεβή τοποθετεί και τον εαυτό του στο όλο σκηνικό. Ήταν, γράφει, στο σπίτι του Σολομών Φερναντέζ, στη ζώνη της πυρκαγιάς. Όταν εξερράγη η πυρίτιδα, δραπέτευσε από μια κρυφή πόρτα που έβγαζε στο «σταυροδρόμι της Μάλτας», «a la kyoshe de Malta», και τρέχοντας πέρασε μέσα από τα «Τελάλικα» («el Charshi de los Telales») και έφτασε στο σπίτι του. Η «Μάλτα» ήταν η οδός Φράγκων, όπου βρισκόταν και το ομώνυμο χάνι. Λίγα μέτρα νοτιότερα ορθωνόταν η Πύλη Parmak και όταν ο Λεβή έγραφε «κρυφή πόρτα», πιθανότατα εννοούσε κάποιο πέρασμα μέσα από τη συγκεκριμένη πύλη ή τα ερειπωμένα τείχη.
Οι μαρτυρίες αυτές αναφέρονται στην περίπου 360 σελίδων έκδοση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970. Εισαγωγή στην εμπορική ιστορία και γεωγραφία της πόλης» του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), με συγγραφέα τον δρα Οικονομικής Ιστορίας, Ευάγγελο Χεκίμογλου. Το έργο συμπυκνώνει δεκάδες άλλες παλαιότερες μελέτες του συγγραφέα, που χρειάστηκαν τρία χρόνια δουλειάς για να συντεθούν σε ενιαίο κείμενο. Υλικό που συγκεντρώθηκε για την έκθεση ιστορικών τεκμηρίων του ΠΙΟΠ με τίτλο «Θεσσαλονίκης εμπόριον» (παρουσιάστηκε τον χειμώνα του 2017-2018), αποτέλεσε τον πυρήνα για την εικονογράφηση της μελέτης.
Η Θεσσαλονίκη και οι φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές ή οι μεγάλες κρίσεις δεν ήταν …άγνωστες μεταξύ τους, κατά την περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατοικίες, καταστήματα, κάστρα, τείχη και πύλες υπέστησαν διάφορες καταστροφές κατά τη διάρκεια των αιώνων και οικοδομήθηκαν κατ΄ επανάληψη ή ανοικοδομήθηκαν. Για παράδειγμα, ο μεγάλος σεισμός του 1829 έπληξε το θαλάσσιο τείχος και μια από τις πύλες του, ενώ υπέστησαν καταστροφές δημόσια κτίσματα και κατά πάσα πιθανότητα και άλλα κτήρια της περιοχής του λιμανιού και αποθήκες.
Όπως γράφει ο Χεκίμογλου, τεκμηριωμένη καταστροφή συνέβη επίσης το 1839, οπότε κάηκε ο ναός του Αγίου Μηνά. Η δε συνοικία των Φράγκων καταστράφηκε επανειλημμένα από μεγάλες πυρκαγιές, το 1759, το 1839, το 1856. Τα σπίτια εκεί είχαν κάποτε μεγάλους κήπους και αυλές, όπως γράφει ο Σααδή Λεβή, που είχε δει τη συνοικία καμένη μετά την πυρκαγιά του 1856.
177 πυρκαγιές σε 10 χρόνια, οι 71 σε μια διετία
Μόνο κατά τη δεκαετία 1907-1916 εκδηλώθηκαν στη Θεσσαλονίκη 177 πυρκαγιές, που προκάλεσαν συνολικές ζημίες αξίας 250.000 λιρών. Η μεγαλύτερη συχνότητά τους καταγράφεται στη διετία 1910-1911, όταν ξέσπασαν 71 πυρκαγιές, κυρίως στην περιοχή γύρω από την οδό Φράγκων, αρκετές από τις οποίες ενδέχεται -όπως παρατηρεί ο Χεκίμογλου- να ήταν δόλιες, καθώς συνέπεσαν με την οξεία οικονομική κρίση, που έπληξε τη Θεσσαλονίκη.
Η πιο «ήσυχη» χρονιά ως προς τις φωτιές φαίνεται ότι ήταν το 1916, καθώς η προσοχή του κοινού για αποτροπή πυρκαγιών ήταν αυξημένη, λόγω των αεροπορικών επιδρομών και του συνωστισμού στρατευμάτων και πυρομαχικών στην πόλη. Αντίθετα, το 1917 απέβη καταστροφικό όχι μόνο για τους εμπόρους, αλλά και για τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους επαγγελματίες του κλάδου. Πριν όμως αναφερθούμε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που άλλαξε τη φυσιογνωμία της πόλης, ας κάνουμε μια «στάση» στην ιστορία της πόλης και του εμπορίου της, στην περίοδο λίγο προτού εκδηλωθεί το Κίνημα των Νεοτούρκων (1908) και μέχρι λίγο πριν το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1906 εκδηλώθηκε οικονομική κρίση και σοβαρό πτωχευτικό ρεύμα, που έπληξε τους εμπόρους της πόλης. Τη δε άνοιξη του 1907 οι σοδειές ήταν μέτριες και οι συγκοινωνίες διακόπηκαν εντελώς, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων. Εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, γράφει ο Χεκίμογλου, η μετανάστευση από τη Μακεδονία στο εξωτερικό, κυρίως προς την Αίγυπτο και τις ΗΠΑ, διογκώθηκε, απορροφώντας τα κεφάλαια των τοπικών «τοκιστών».
Σε περιοχές δε, με μεγάλη μετανάστευση, όπως η Κορυτσά και η Φλώρινα, η χρηματοδότηση των μεταναστών και οι κερδοσκοπικές προμήθειες στις επιταγές συναλλάγματος που έστελναν οι μετανάστες, απορρόφησαν όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια. Η μείωση των τραπεζικών πιστώσεων προκάλεσε περαιτέρω ύφεση στην αγορά της Θεσσαλονίκης.
Το 1908 η ξηρασία «χτύπησε» και πάλι τις σοδειές, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές να νεκρώσουν, εξαιρουμένων των δερμάτων. Η καπνοπαραγωγή μειώθηκε κατά 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και η παραγωγή κουκουλιών ακόμα περισσότερο. Οι εξελίξεις αυτές ήταν καταστροφικές, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του καπνού και των κουκουλιών για την περιοχή.
Μειωμένες σοδειές, μποϊκοτάζ, αναστολές πληρωμών και ουρές στα αρτοποιεία «από βαθείας νυκτός»
Το 1909 οι σοδειές ήταν επίσης μειωμένες, ενώ μετά την επικράτηση των Νεότουρκων το 1908, εκδηλώθηκαν απεργίες με αιτήματα την αύξηση των χαμηλών μισθών και τη μείωση των εκτεταμένων ωραρίων εργασίας. Ταχυδρομικοί, σιδηροδρομικοί, καπνεργάτες κι άλλοι κλάδοι απήργησαν επανειλημμένα, προκαλώντας προβλήματα στο εμπόριο. Μικρότερες σε έκταση απεργίες έγιναν το 1910, ιδιαίτερα από φορτοεκφορτωτές και μαουνιέρηδες του λιμανιού, οι οποίοι -σύμφωνα με τον Βρετανό πρόξενο- έπαιρναν τότε υψηλότερους μισθούς από τους αντίστοιχους στη Βρετανία.
Το 1910 όλοι ήλπιζαν σε κάποια βελτίωση, αλλά το μποϊκοτάζ σε βάρος των πλοίων με ελληνική σημαία, των ελληνικών προϊόντων και τραπεζών, λόγω του κρητικού ζητήματος, έπληξε ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη, διότι μεγάλο μέρος των ιστιοφόρων που έπιαναν στο λιμάνι είχαν ελληνική σημαία. Το μποϊκοτάζ αυτό, που διήρκεσε ώς το φθινόπωρο του 1910, είχε υφεσιακές συνέπειες.
Υπό τη σκιά του μποϊκοτάζ, γράφει ο Χεκίμογλου, μερικές μικρές οθωμανικές ατμοπλοϊκές εταιρείες αναδύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αντικαθιστώντας -με διάφορους βαθμούς ανταποτελεσματικότητας- τις ελληνικές ατμοπλοϊκές γραμμές, που διεκπεραίωναν προηγουμένως τις θαλάσσιες μεταφορές αυτού του λιμένος. Η ύφεση εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων ήταν τόσο μεγάλη, που ακόμα και τα ορυχεία περιόρισαν τις εργασίες και τις εξαγωγές τους το 1910. Την αμέσως επόμενη χρονιά, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος ήρθε να συντελέσει όχι μόνο στον περιορισμό του εμπορίου αλλά και στην εκδήλωση πιστωτικής κρίσης, κατά την οποία ανέστειλαν πληρωμές η Τράπεζα Μυτιλήνης, ο οίκος Ζερβουδάκη, η Τράπεζα Σαούλ Μοδιάνο, ο Λεβή Μοδιάνο, ο τραπεζικός οίκος Αλλατίνη και ο οίκος Αγγελάκη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ισχυρό πτωχευτικό κύμα στις εμπορικές επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη δεν είχε προλάβει να «ανασάνει», όταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε να δείχνει τα «δόντια» του. Ήδη από τις πρώτες ημέρες, μετά την απόβαση των αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων και τον στρατωνισμό τους στη Θεσσαλονίκη, σημειώθηκαν ελλείψεις στα τρόφιμα. Οι ξένοι στρατοί προμηθεύονταν τρόφιμα από την αγορά και επειδή η ζήτηση υπερέβαινε την προσφορά, οι τιμές ανέβαιναν συνεχώς, παρά το γεγονός ότι η δραχμή ήταν ακόμα «σκληρό νόμισμα», είχε δηλαδή σταθερή ισοτιμία με τον χρυσό. Ενδεικτικό των δυσκολιών που προέκυψαν είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1916 οι εργολάβοι καθαριότητας του δήμου Θεσσαλονίκης ζήτησαν να πληρώνονται κάθε εβδομάδα, αντί για κάθε μήνα, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, σε μια περίοδο συνεχούς ανόδου των τιμών. Η δε Εθνική Τράπεζα έδωσε τέσσερις έκτακτες αυξήσεις στο προσωπικό της, λόγω ακρίβειας.
Στο λιανεμπόριο οι τιμές καθορίζονταν από την αγορανομία. Χωροφύλακες βρίσκονταν μπροστά σε κάθε κατάστημα, ώστε να ελέγχουν τις τιμές, ενώ δεν υπήρχε καθόλου ψωμί στην πόλη. «Και χθες η αυτή έλλειψις άρτου παρετηρήθηκε καθ’ άπασαν την πόλιν» γράφει η εφημερίδα «Μακεδονία» στις 11 Ιανουαρίου του 1916 και συνεχίζει: «Πολλά ολίγα αρτοποιεία είχαν ζυμώσει, ο δε κόσμος πάσης τάξεως, ηλικίας και φύλου, από βαθείας νυκτός περιεκύκλωσε αυτά, αναμένων την διανομήν η οποία και πάλιν εγένετο θορυβωδέστατα, υπό την επίβλεψιν χωροφυλάκων, η παρουσία των οποίων προέλαβε νέες συγκρούσεις». Στο χρονικό διάστημα από το 1914 ώς το 1929, από την έναρξη δηλαδή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης, οι τιμές των βασικών προϊόντων στην αγορά της Θεσσαλονίκης αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 23 φορές, άλλα όχι ισόρροπα. Στο σαπούνι αυξήθηκαν 13 φορές, στα μακαρόνια 14, στο ψωμί 16, στα κάρβουνα 18 και στα καυσόξυλα 19, στις πατάτες 20, στο λάδι 23, στο γάλα 27, στον καφέ 30 και στα φασόλια 57… Το ψωμί και τα κάρβουνα διατίθενταν με δελτίο ακόμα και τον Νοέμβριο του 1918.
Η μεγάλη πυρκαγιά προκάλεσε τη μεγαλύτερη ασφαλιστική καταστροφή του 1917 παγκοσμίως
Η κατάσταση στην οικονομία της πόλης επιδεινώθηκε μετά την πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε 4.069 από τα 6.085 καταστήματα, που υπήρχαν ανάμεσα στον Βαρδάρη και τον Λευκό Πύργο. Μετά την πυρκαγιά του 1890 (σ.σ. που υπολογίζεται πως κατέστρεψε περίπου 3.500 σπίτια και μαγαζιά και άφησε άστεγες 6.000 οικογένειες, καταστρέφοντας περιουσίες συνολικής αξίας 800.000 λιρών), πολύ μεγάλος αριθμός εμπόρων και ιδιωτών είχε αντιληφθεί την αξία της πυρασφάλειας, παρά το γεγονός ότι η -ιδρυθείσα το 1901- ένωση των ασφαλιστικών πρακτόρων είχε καθιερώσει υψηλά ασφάλιστρα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακολούθησε πάντως, τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα ήταν λιγότερα από τις αποζημιώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οι πράκτορες που λόγω ανταγωνισμού δεν είχαν ακολουθήσει το υψηλό τιμολόγιο της ένωσης, να πτωχεύσουν και να αποσυρθούν από την αγορά, συμπαρασύροντας και τις εμπορικές συναλλαγές τους -δεδομένου ότι οι περισσότεροι από αυτούς ασκούσαν και εμπορικές πράξεις ή ήταν εμπορικοί αντιπρόσωποι.
Το 1917 το ύψος των ασφαλιστικών ζημιών (λόγω της πυρκαγιάς) υπολογίστηκε σε 4 εκατ. λίρες, δηλαδή σε ποσό 4,5 φορές υψηλότερο από ό,τι το 1890. Η πυρκαγιά του 1917 υπήρξε η μεγαλύτερη ασφαλιστική καταστροφή του έτους εκείνου σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις κατεβλήθησαν πάντως σχετικά γρήγορα, παρότι έπρεπε προηγουμένως να υπερπηδηθούν οι εύλογες επιφυλάξεις των ασφαλιστικών εταιρειών για τα αίτια της πυρκαγιάς. Χάρη κυρίως στον πρόεδρο των πρακτόρων και αντιπρόσωπο της πλέον επιβαρυμένης ασφαλιστικής εταιρείας, της «North British», τον Μωυσή Μορπούργο, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της μεγαλύτερης βιομηχανικής επιχείρησης, της Αλλατίνη, από τον Νοέμβριο του 1917 ξεκίνησε η καταβολή των αποζημιώσεων στους δικαιούχους.
Πάντως, περίπου 20.000 άτομα, κατά τεκμήριο ανασφάλιστα, παρέμειναν χωρίς πόρους, δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση αναβλήθηκε για τέσσερα έως επτά χρόνια αναλόγως περιοχής, αφού προηγουμένως εφαρμόστηκε νέο πολεοδομικό σχέδιο και έγινε αναδασμός της γης μέσω δημοπρασιών. Αυτός ο τρόπος ανοικοδόμησης, γράφει ο Χεκίμογλου, καθιστούσε πολύ δύσκολο για μια οικογένεια με μικρή ιδιοκτησία να ανακτήσει το ακίνητό της, ακόμα και αν είχε εισπράξει αποζημίωση. «Το τμήμα του εμπορικού κέντρου που περιλήφθηκε στο νέο σχέδιο, αναρυμοτομήθηκε και αποτέλεσε αντικείμενο αναδασμού μέσω δημοπρασιών. Αυτή η μέθοδος συνοδεύτηκε από υψηλά φράγματα εισόδου για τους παλαιούς ιδιοκτήτες. Για τους περισσότερους, η ανάκτηση των οικοπέδων τους ήταν τεχνικά αδύνατη. Τα νέα οικόπεδα ήταν πολύ μεγαλύτερα από ό,τι τα παλαιά και η μαζική προσφορά τους στρέβλωνε τον μηχανισμό των τιμών» γράφει ο Χεκίμογλου.
Τα μισά από τα παλαιά οικόπεδα της περίκαυστου είχαν εμβαδόν μικρότερο από 150 τ.μ., ενώ το ένα τρίτο είχε μικρότερο από 100 τ.μ. Ήταν λοιπόν αδύνατο για την πλειονότητα των οικογενειών της μεσαίας τάξης να αγοράσουν οικόπεδα στις δημοπρασίες, αφενός επειδή αυτά είχαν μέσο εμβαδόν 230-250 τ.μ. και αφετέρου επειδή υπήρχε άνοδος των τιμών της γης και ανταγωνισμός κατά τη διάρκεια των δημοπρασιών. «Έτσι, περίπου 20.000 πυρόπληκτοι, το 1/8 του πληθυσμού, στο σύνολό τους Εβραίοι, έμειναν άστεγοι και άποροι, μειώνοντας δραματικά το καταναλωτικό κοινό της Θεσσαλονίκης. Χωρίς να έχουν πιστοποιηθεί ακριβή μεγέθη, σημαντικός αριθμός Εβραίων, κυρίως πυροπαθών, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά, λόγω έλλειψης απασχόλησης, αφού περίπου οι μισές θέσεις εργασίας έπαψαν να υφίστανται» αναφέρεται στη μελέτη. Στην απογραφή του 1920, περίπου 14000 δημότες της Θεσσαλονίκης απουσίαζαν από την πόλη -οι μισοί στο εξωτερικό…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ