Το έθιμο των «Λιγουτσιάρηδων» αναβιώνει, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Σύλλογος Βλάχων Βέροιας, σε μια προσπάθεια διατήρησης της παράδοσης των Βλάχων της περιοχής.
Οι «Λιγουτσιάρηδες», μια ομάδα ανθρώπων, ντυμένων με βαριές κάπες και κουδούνια, επισκέπτονται σπίτια συγγενών, φίλων και γνωστών, τραγουδούν τα κάλαντα και με τον θόρυβο που κάνουν, προσπαθούν να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα.
«Λιγουτσιάρης έρχιτι
Γινάρης ξημερώνει
Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει,
Φραγκίτσα πάει στη βρύση
με το γκιουρντάνι στο λιμό
με το σπαθί στη μέση
σα φέτο παλικάρια μου
σα φέτο και του χρόνου…»
Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση Χριστουγεννιάτικων εθίμων με μεταμφιέσεις στις οποίες κυριαρχούν μάσκες, κουδούνια και προβιές.
Η παράδοση επιβάλλει ότι μόλις ξημερώσει η Πρωτοχρονιά, πριν να ανατείλει ο ήλιος, οι Λιγουτσιάρηδες» πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Την ίδια ώρα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού πηγαίνει στη βρύση της αυλής την οποία αλείφει με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού, ώστε τα αγαθά να ρέουν όλο το χρόνο μέσα στο σπίτι. Ετοιμασίες κάνουν και οι γυναίκες του σπιτιού για να πάνε στην εκκλησία.
Το έθιμο αναβίωνε στη Βέροια ως και τη δεκαετία του ’60, ωστόσο έκτοτε ατόνησε και το 2018, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, το αναβίωσε ο Σύλλογος Βλάχων Βέροιας.
Στο παρελθόν, τα παιδάκια, προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν κάτω από τις χειροποίητες μάσκες κάποιο συγγενικό πρόσωπο καθώς ο πατέρας τοποθετούσε νομίσματα πάνω στις πάλες, στα γυμνά σπαθιά τους. Μόνο ο αρχηγός ήταν ξέσκεπος. Τα τραγούδια των Λιγουτσιαρέων ήταν ποικίλα: στους τσελιγκάδες μιλούσαν για πρόβατα, στα παιδιά για γράμματα, στους νέους εύχονταν να βρουν ταίρι.
Σύμφωνα με τον ερευνητή κ. Τάκη Γκαλαΐτση, που μίλησε στο ΑΠΕ, δύο σημεία στο έθιμο των Λιγουτσιαρέων είναι άξια προσοχής. Αν ένα μπουλούκι από Λιγουτσιάρηδες συναντιόταν με ένα άλλο, ακολουθούσε σύγκρουση. Αν υποχωρούσε το ένα και δήλωνε υποταγή, αναγκαζόταν να περάσει κάτω από το σχήμα «Π»που σχημάτιζε το μπουλούκι που νικούσε με τα σπαθιά του. Αυτό ανακαλεί στη μνήμη των κατοίκων της Μακεδονίας, τη συνήθεια των Ρωμαίων που ανάγκαζαν τους ηττημένους να περνάνε κάτω από τα ακόντιά τους σε ένδειξη υποταγής, συνήθεια που οδήγησε αργότερα στις αψίδες του Θριάμβου. Μνεία αυτού του εθίμου κάνουν οι Άγγλοι αρχαιολόγοι Γουέις και Τόμσον στο βιβλίο τους, «Νομάδες των Βαλκανίων», οι οποίοι αναφέρουν ότι η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο μπουλούκια, στη Βέροια γύρω στα 1911-1914, ήταν τόσο σφοδρή που ένας σκοτώθηκε και από τότε αυτό το μέρος ονομάζεται La liyuciarlu.
Το δεύτερο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι ενώ οι Βλάχοι της Βέροιας αυτό το έθιμο το τηρούν την Πρωτοχρονιά, οι Βλάχοι της Πίνδου και της Θεσσαλίας το αναβιώνουν τον Μάρτη, στις Αποκριές. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο ότι το έθιμο είχε σχέση με την Πρωτοχρονιά που παλιότερα ήταν η πρώτη του Μάρτη. Όταν αργότερα η αρχή του χρόνου μετατοπίστηκε τον Γενάρη, οι Βλάχοι της Μακεδονίας μετέφεραν και το έθιμο το Γενάρη, ενώ οι υπόλοιποι το διατήρησαν τον Μάρτη.
Σχετικά με την ονομασία του, ο Σύλλογος Βλάχων αναφέρει πως ορισμένοι το ταυτίζουν με το Rogatsiarlu, τα ρογκάτσια, από το λατινικό ρήμα rogo που σημαίνει ζητώ και το ουσιαστικό rogator που σημαίνει αυτός που ζητάει. Αναφέρεται, άλλωστε, σε ομίλους παιδιών που στα Βλαχοχώρια, στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας μάζευαν χρήματα, για να ενισχύσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Άλλοι ανάγουν το έθιμο στους ομίλους οπαδών που στα ρωμαϊκά χρόνια, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, ζητούσαν ψήφο στις δημαρχιακές εκλογές. Μελετητές διαβλέπουν στο έθιμο ακόμη αρχαιότερες καταβολές και το συνδέουν με τη γέννηση του Δία και τον χορό των Κουρητών, για να μην ακουστούν τα κλάματα του νεογέννητου Δία.