Δεσπόζουσα θέση στην κατασκευή των κατοικιών και άλλων κτισμάτων στην Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας, και ευρύτερα της πεδινής Θεσσαλίας μέχρι τη δεκαετία του 1950-1960, κατέχει η χρήση της ωμής πλίνθου, σύμφωνα με όσα αναφέρει στο βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Καταγραφή και ανάδειξη της αγροτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Καρδίτσας», η συγγραφέας του πονήματος Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά.
Ένα από τα είκοσι δύο κεφάλαια της υλικής και άυλης κληρονομιάς της Καρδίτσας είναι και αυτό που αναφέρεται στα πλινθόκτιστα σπίτια. Η έκδοσή του έγινε από το Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας με την οικονομική στήριξη της Αναπτυξιακής Καρδίτσας και της Περιφέρειας Θεσσαλίας, στο πλαίσιο του προγράμματος LEADER και η εκτύπωσή του από την Εκτυπωτική Καρδίτσας.
Μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει ένα πολύ μεγάλο μέρος των στοιχείων του κατά παράδοση πολιτισμού που μας συνδέουν με το μακρινό και κοντινό παρελθόν. Τις πρώτες πληροφορίες για τα υλικά κατασκευής των σπιτιών της Καρδίτσας μάς τις έδωσαν οι μαγούλες, όσες απ’ αυτές γλίτωσαν, επισημαίνει η κ. Κοζιού-Κολοφωτιά, ιδιαίτερα μετά το 1960 που άρχισε η εκμηχάνιση της γεωργίας. Οι μαγούλες σχηματίσθηκαν από την επίμονη και συνεχή κατοίκηση του ίδιου χώρου από πολλές γενιές ανθρώπων κατά τη νεότερη νεολιθική περίοδο, αφού το κτίσιμο της νέας οικίας γινόταν πάνω στην παλιά.
Μελετώντας οι αρχαιολόγοι αυτές τις μαγούλες διαπίστωσαν ότι στα πεδινά μέρη οι κάτοικοι του Ν. Καρδίτσας και ευρύτερα της πεδινής Θεσσαλίας, για το κτίσιμο των σπιτιών και των διάφορων άλλων κτισμάτων χρησιμοποιούσαν την ωμή πλίνθο από την αρχαιότερη νεολιθική εποχή, γενικεύεται στη μέση νεολιθική και συνεχίζει να είναι για 8.000 χρόνια το κύριο κατασκευαστικό υλικό μέχρι τη δεκαετία του 1950-1960. Οι ωμές πλίνθοι ήταν μεγάλα κομμάτια λάσπης-αποθέσεις που δημιουργούνταν, όταν χαμήλωνε η στάθμη του νερού των λιμνών.
Εκτός από τις ωμές πλίνθους οι κάτοικοι του κάμπου της Καρδίτσας μέχρι τη δεκαετία 1950-1960, η συγγραφέας τονίζει, πως κατασκεύαζαν μόνοι τους τα πλιθιά, για να εξηγήσει:
«Κάθε χωριό είχε ένα συγκεκριμένο κοινοτικό μέρος, συνήθως κοντά σε ποτάμια, για να μπορούν πιο εύκολα να μεταφέρουν το νερό, στο οποίο επιτρεπόταν να σκάψουν και να φτιάξουν μόνοι τους τα χειροποίητα πλιθιά. Έσκαβαν με τα λισγάρια, τους κασμάδες και τα τσαπιά το χώμα, ύστερα έριχναν άφθονο νερό και αφού μαλάκωνε, πρόσθεταν άχυρο. Στη συνέχεια το ανακάτευαν με τα τσαπιά ή με τα πόδια για να γίνει λάσπη πηχτή. Κατόπιν με τα φτυάρια την έριχναν στην καζιάκα (ξύλινο μέσο μεταφοράς της λάσπης) και μετά την αναποδογύριζαν στα καλούπια των 8 ή 10 θηκών και την πίεζαν, ώστε να μην μένουν κενά. Όταν μισοστέγνωναν, αφαιρούσαν τα καλούπια και τα γύριζαν για να στεγνώσουν καλύτερα. Η διαδικασία κατασκευής των πλιθιών ξεκινούσε την άνοιξη και ολοκληρωνόταν το καλοκαίρι».
Όσον αφορά τα πρώτα πλίθινα σπίτια, αυτά σύμφωνα με την κ. Κοζιού, αποτελούνταν συνήθως από δυο δωμάτια με διαστάσεις 4Χ4 και ύψος 3-3,50 μέτρα μέχρι τα χατίλια, χωρίς το ταβάνι, και απαραίτητα στο κάθε δωμάτιο υπήρχε το τζάκι για το μαγείρεμα και το ζέσταμα. Ανάμεσα στα δωμάτια ήταν το χαγιάτι (όταν ήταν ανοικτό) ή η σάλα. Στην αρχή ήταν χωρίς ταβάνι, γιατί μέσα κατοικούσαν πολλά άτομα και οι νοικοκυρές μαγείρευαν το φαγητό στον μπουχαρή και έπρεπε οι μυρωδιές να φεύγουν από τα κεραμίδια. Οι κάτοικοι του κάμπου, εκτός από τα σπίτια τους, έκτιζαν υπόστεγα, τα οποία κολλούσαν συνήθως στην πίσω πλευρά των σπιτιών τους, τους στάβλους, τους αχυρώνες αλλά και κάθε άλλο απαραίτητο κτίσμα. Με το κοκκινόχωμα μάλιστα κάποιων περιοχών (Φανάρι, Σέκλιζα, Παλαιομονάστηρο) κατασκεύαζαν τα κεραμίδια, τα τούβλα και πολλά χρήσιμα οικιακά αντικείμενα.
Με τη διανομή της γης το 1923-1930 άρχισαν να κάνουν καλύτερα σπίτια, τα δωμάτια τα ταβάνιαζαν, όχι όμως τη σάλα. Για το κτίσιμο του σπιτιού, εκτός από τα πλιθιά, απαραίτητα υλικά ήταν οι πέτρες για τα θεμέλια και την κρηπίδα, που το ύψος της ήταν περίπου 60 εκ., σπασμένα κεραμίδια για το γέμισμα των αρμών και για καλύτερο στερέωμα των επιχρισμάτων, ξυλεία για τη στέγη και για τα ξύλινα διαζώματα που έβαζαν ανά 80 εκατοστά στους τοίχους, για να είναι πιο ανθεκτικοί, και φυσικά μπόλικη αργιλώδη λάσπη, ανακατωμένη με σβουνιά για το παλάμισμα του δαπέδου και των τοίχων.
Από τη δεκαετία του 1950 στον κάμπο της Καρδίτσας το πλιθί αρχίζει να αντικαθίσταται από σύμμεικτες κατασκευές, κυρίως με σκυρόδεμα και τούβλα, τα οποία παράγονται μαζικά από τις διάφορες επιχειρήσεις που διαχρονικά μέχρι και σήμερα προσφέρουν πολύ καλής ποιότητας προϊόντα. Σήμερα η χρήση του πηλού είναι παντελώς αποκλεισμένη, σύμφωνα με την κ. Κοζιού. Η σύγχρονη βιομηχανική εποχή και το μοντέρνο αρχιτεκτονικό κίνημα αξιοποιεί περισσότερο τεχνικές που σχετίζονται με άλλα υλικά, όπως ο χάλυβας και το σκυρόδεμα. Έτσι μεγάλο τμήμα της τεχνογνωσίας και της παράδοσης αρχίζει να περνάει στη λήθη, κυρίως στις βιομηχανικές χώρες.
Η ενεργειακή όμως κρίση και τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που ανέκυψαν προς τα τέλη του 20ου αιώνα, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο τη χρήση του πηλού, η οποία ως οικοδομικό υλικό, αξιολογείται και ερευνάται. Πρώτον, για τη διάσωση της παγκόσμιας ιστορικής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με πηλό και δεύτερον, για την εφαρμογή στη σύγχρονη οικοδομική, στο πλαίσιο της αειφορίας και προστασίας του περιβάλλοντος. Και επειδή η δόμηση με πηλό είναι φιλική προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον, σε πολλές χώρες ο πηλός έχει επανακάμψει υπό τη μορφή νέων αλλά και παραδοσιακών κατασκευών. Για να καταλήξει τονίζοντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
«Στην περιοχή της Καρδίτσας σώζονται ακόμα πολλές πλιθόκτιστες κατοικίες και μάλιστα πολλές από αυτές κατοικούνται. Καλό θα ήταν οι τοπικές αρχές να καταγράψουν, να ερευνήσουν, να μελετήσουν και να αξιολογήσουν την παραδοσιακή και ιστορική πολιτιστική αρχιτεκτονική κληρονομιά από πηλό του τόπου μας δημιουργώντας συγχρόνως ένα αξιόλογο αρχείο προς μελέτη».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ