Μετά την επιτυχία που σημείωσε την περσινή θεατρική σεζόν το έργο «Τα 39 Σκαλοπάτια»  του Τζον Μπούκαν , σε σκηνοθεσία Κωστή Τσώνου στο Θέατρο Κνωσός, η παράσταση  επαναλαμβάνεται και φέτος από την Πέμπτη 5 Μαρτίου.

«Τα 39 Σκαλοπάτια» βασίζονται στο μυθιστόρημα του Τζον Μπούκαν όπως το μετέφερε στην οθόνη το 1935 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και το διασκεύασε θεατρικά ο Πάτρικ Μπάρλοου. Το έργο είναι μια υπέροχη σάτιρα, μια ιστορία κατασκόπων με συνεχείς ανατροπές και 35 σκηνικές αλλαγές. Μια κωμωδία που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, προσφέροντας άφθονο γέλιο και πολύ σασπένς. Το κλασικό μυθιστόρημα του Τζον Μπούκαν «Τα 39 Σκαλοπάτια» εξακολουθεί σήμερα να είναι τόσο δημοφιλές όσο ήταν όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το 1915. Γι αυτό και δεν αποτελεί έκπληξη το ότι γρήγορα τράβηξε την προσοχή των παραγωγών ταινιών, που ενδιαφέρονταν να μεταφέρουν αυτήν τη λογοτεχνική επιτυχία στη μεγάλη οθόνη. Έτσι, μέχρι σήμερα υπάρχουν τρεις διαφορετικές ταινίες με τίτλο «Τα 39 Σκαλοπάτια».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένας αθώος μαθαίνει για μια επικίνδυνη σπείρα κατασκόπων και στη συνέχεια καταδιώκεται στη Σκωτία, πριν επιστρέψει στο Λονδίνο για να ανατρέψει τα ποταπά σχέδιά τους.

Η πρώτη και καλύτερη ταινία από τις τρεις είναι η κλασική ασπρόμαυρη εκδοχή του 1935, σκηνοθετημένη από τον θρυλικό Alfred Hitchock. Η ταινία μοιάζει ελάχιστα με την ιστορία του Buchan, αλλά αυτό δε μειώνει στο παραμικρό τη λεπταίσθητη ποιότητά της. Ωστόσο, η ριζική διασκευή της υπόθεσης από τον Hitchock, είχε σαν αποτέλεσμα το έργο που προέκυψε να μην έχει καμία σχέση με τα σκαλοπάτια 39 ή περισσότερα!  Όπως είπε κάποτε και ο George Perry, «η ένταση στην πλοκή του Hitchcock ήταν τέτοια, που ο πρωτότυπος τίτλος ξεχάστηκε, τόσο που αναγκάστηκαν να βάλουν μια «ατάκα» στο τέλος του έργου για να δοθεί κάποια εξήγηση.

Ο John Buchan έμεινε ευχαριστημένος από τη μεταφορά του έργου του στη μεγάλη οθόνη και, αφού είδε την ταινία, δήλωσε ότι η υπόθεση ήταν καλύτερη από το βιβλίο του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το ερώτημα που παραμένει, είναι τί σήμαιναν τα 39 Σκαλοπάτια σε αυτές τις τρεις διαφορετικές ταινίες. Στο βιβλίο είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για τον αριθμό των σκαλοπατιών που οδηγούν από το ύψωμα όπου βρισκόταν το άντρο των κατασκόπων κάτω στη θάλασσα. Ο Hitchock παρέβλεψε αυτό το στοιχείο και χρησιμοποίησε τον τίτλο του έργου ως ψευδώνυμο  της ομάδας των κατασκόπων (στο βιβλίο ονομάζονταν «Black Stone»), ενώ στην ταινία του 1978 ο τίτλος παραπέμπει στα 39 σκαλοπάτια του Big Ben.

Ο John Buchan γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1875 στο Perth της Σκωτίας. Ο πατέρας του ήταν κληρικός και η μητέρα του κόρη αγρότη. Έκανε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και της Γλασκώβης. Εκεί άρχισε να δημοσιεύει και τα μυθιστορήματά του. Όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο, διορίστηκε δικηγόρος και στη συνέχεια εργάστηκε στη Νότιο Αφρική ως Γραμματέας του εκεί Ύπατου Αρμοστή. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Buchan άσκησε για μερικά χρόνια τη δικηγορία. Την ίδια περίοδο άρχισε να έχει προβλήματα υγείας με το στομάχι του, τα οποία το 1914 τον ανάγκασαν να σταματήσει να δουλεύει. Μην έχοντας πώς να ξοδέψει τον άφθονο χρόνο του, ο Buchan άρχισε να δουλεύει πάνω στο πιο διάσημο μυθιστόρημά του, τα «39 Σκαλοπάτια».

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αφιερώθηκε στη συγγραφή της ιστορίας του. Εκτός από γράψιμο, έδινε διαλέξεις για την πορεία του πολέμου και επισκεπτόταν το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα στη Φλάνδρα και τη Γαλλία. Παράλληλα, εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής των Times, πριν αναλάβει τη θέση του Διευθυντή Πληροφοριών, πλάι στον Πρωθυπουργό. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας μακροχρόνιας σταδιοδρομίας στη διπλωματία και την πολιτική, που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του.

Μετά τον πόλεμο  ανέλαβε τη διεύθυνση του πρακτορείου Reuters και διορίστηκε Διευθυντής Πληροφοριών στο νέο οργουελικού τύπου Υπουργείο Πληροφοριών. Στη συνέχεια κατέλαβε πολύ υψηλές θέσεις και το 1935 τοποθετήθηκε Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά.

Η τελευταία σημαντική του πράξη πριν πεθάνει ήταν η υπογραφή της κήρυξης πολέμου του Καναδά εναντίον της Γερμανίας. Πέθανε από εγκεφαλικό στις 11 Φεβρουαρίου 1940.

«Το να ξεπεράσεις τον θρυλικό Άλφρεντ Χίτσκοκ… το ξέρω… είναι αδιανόητο… εγώ έκανα απλά… θέατρο» σημειώνει για την παράσταση ο σκηνοθέτης Κωστής Τσώνος.

Θεατρική μεταφορά: Πάτρικ Μπάρλοου

Σκηνοθεσία – Μετάφραση : Κωστής Τσώνος

Σκηνικά – Κοστούμια : Δέσποινα Βολίδη

Μουσική Επιμέλεια : Γιάννης Μακρίδης

Φωτισμοί : Δημήτρης Παπαδόπουλος

Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Σταματίου, Σπύρος Σπαντίδας, Νίκη Παλληκαράκη, Φώτης Κέπελης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης