Νικόλας Αρώνης

Χορός, γλέντι, πάθος και χαλαρά ήθη χωρίς κανένα φραγμό, αποτελούν τα στοιχεία πάνω στα οποία δούλεψε ο Κωνσταντίνος Ρήγος για να μας παρουσιάσει ένα από τα σημαντικότερα αμερικάνικα μιούζικαλ το «Cabaret».Το «Cabaret» έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία των μιούζικαλ και των θεατρικών μεταφορών, έχει εισπράξει απανωτά Οσκαρ και έχει συνδέσει την υπογραφή του Μπομπ Φόσι με μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές εκδοχές που έγιναν ποτέ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η σκηνή του Μεγάρου κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε σε Βερολινέζικο καμπαρέ της δεκαετίας του 30, μεταφέροντας το πνεύμα μιας εποχής όπου η Γερμανική πρωτεύουσα, αποτελούσε το επίκεντρο της διασκέδασης, αλλά και της χωρίς φραγμούς απόλαυσης της Ευρώπης. Σε μια περίοδο που η Ναζιστική ιδεολογία γνωρίζει άνθιση στην γερμανική κοινωνία, τα cabaret και η όλη ατμόσφαιρα που τα περιέβαλε θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελούσαν το ενοχλητικό «έντομο» στην μύτη του «τέρατος».

Το story λίγο πολύ σε όλους μας γνωστό. Ένας αμερικάνος συγγραφέας ταξιδεύει στο Βερολίνο προκειμένου να καταφέρει να γράψει ένα μυθιστόρημα. Εκεί, ερωτεύεται μια star ενός cabaret και εισέρχεται σε ένα κόσμο γεμάτο διασκέδαση, ηδονή και περίεργους ανθρώπους. Κατά την διάρκεια του έργου πολλά είναι τα θέματα που αναπτύσσονται, ο έρωτας, η φιλήδονη ζωή, ο ρατσισμός, τα οικονομικά αδιέξοδα, η παραπλάνηση και η παγίδευση μιας κοινωνίας στην καταστροφή της.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τι και αν ο κόσμος αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, τι και αν η γερμανική κοινωνία μετασχηματίζεται σε ρατσιστική και ξενοφοβική, ο κόσμος του cabaret δεν έχει σκοπό να σταματήσει το γλέντι, εθελοτυφλώντας σε όλα όσα γίνονται έξω από αυτό.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, παρουσίασε ένα cabaret, χωρίς να εξαιρέσει όλα όσα προανέφερα, αν και για να είμαι δίκαιος θα μπορούσε να αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο και ουσία στην «πραγματική ζωή», σε αυτά που συνέβαιναν έξω από το cabaret, «αγγίζοντας» και την κοινωνικοπολιτική διάσταση του έργου.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης, με μία εξαιρετική ερμηνεία, στον ρόλο του Κομπέρ, του θρυλικού οικοδεσπότη του Cabaret, αλλά και της παράστασης, έχει την ελάχιστη συμμετοχή στην υπόθεση του έργου, ζει μέσα στο κόσμο του cabaret και δίνει την εντύπωση πως δεν θέλει να φύγει από αυτόν, καθώς βρίσκεται σε ένα περιβάλλον το οποίο του χαρίζει την απόλυτη ελευθερία.

Την Μαρία Ναυπλιώτου που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σάλλυ Μπόουλς, πάντα την εκτιμούσα σαν ηθοποιό, αυτό που με εντυπωσίασε όμως ήταν οι φωνητικές τις επιδόσεις σε ένα έργο αρκετά απαιτητικό σε αυτό το επίπεδο. Η Τάνια Τσανακλίδου που υποδύεται την σπιτονοικοκυρά στην παράσταση, αν και δεν είναι ηθοποιός ανταπεξήλθε με αξιοπρέπεια στις όποιες υποκριτικές απαιτήσεις, κάτι αντίστοιχο θα μπορούσαμε να πούμε και για την Νάντια Μπουλέ, που υποδύεται μια πόρνη, η οποία χωρίς να μας δείξει υποκριτικές αρετές, μας κέρδισε με την φωνή της. Ο Γερμανοεβραίος μανάβης, Μιχάλης Μητρούσης, κάνει αυτό που κάποιος θα περίμενε από έναν τόσο πεπειραμένο ηθοποιό, μια πολύ καλή ερμηνεία χωρίς φανφάρες και υπερβολές. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης ως Ερνστ Λούντβιχ και ο Γιώργος Νανούρης ως αμερικανός συγγραφέας και εραστής της Σάλλυ Μπόουλς, συμπληρώνουν το πάζλ της παράστασης.

Τα σκηνικά καλαίσθητα και λειτουργικά, κατάφεραν να συνδυάσουν τον φιλήδονο κόσμο του cabaret με την Βερολινέζικη καθημερινότητα, ενώ τα κοστούμια αν και είναι στο πνεύμα της εποχής, σε κάποιες των περιπτώσεων θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπερβολικά.

Εμένα προσωπικά σαν θεατή, το Cabaret στο σύνολο του με ευχαρίστησε. Ήταν μία παράσταση με εξαιρετικά σκηνικά και κοστούμια, με χορό, τραγούδι, που με έβαλε στο κλίμα της εποχής και με ένα Δημήτρη Λιγνάδη και μία Μαρία Ναυπλιώτου, πραγματικά καθηλωτικούς.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης