Πόλεις χτισμένες πάνω στις όχθες ποταμών, κατοικίες σκορπισμένες εκατέρωθεν, στημένες κατά πώς κληροδότησαν οι αρχαίοι πρόγονοι, συνήθως με διάταξη δωματίων προσανατολισμένη σε εσωτερικά αίθρια ή αυλές για να εξασφαλίζεται ο φωτισμός και ο εξαερισμός τους. Αργότερα υιοθετήθηκε ο προσανατολισμός προς την οδό πρόσβασης και η παράταξη του ενός πλάι στο άλλο.
Στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας, οι δρόμοι φέρουν ατύπως το όνομα του μεγαλύτερου σπιτιού, το οποίο ανήκει στον ευκατάστατο και ισχυρό παράγοντα της πόλης. Η αναζήτηση κάποιας άλλης, μικρότερης, «άσημης» οικίας, γίνεται με άξονα τη «διάσημη». «Δύο σπίτια πλάι στον τάδε» ή «διαγωνίως απέναντι από του τάδε». Μη υπαρχούσης οικίας, που να αποτελεί σημείο αναφοράς του δρόμου, ο εντοπισμός γίνεται με βάση την… περιγραφική ικανότητα αυτού που κατέχει τη γνώση ΚΑΙ της πόλης ΚΑΙ των κατοίκων της. Για παράδειγμα, «α, η οικία του τάδε… προχώρα εμπρός και μόλις δεις ένα σπίτι με μεγάλη πόρτα, πράσινο τοίχο και χαμηλό μπαλκονάκι, μέτρα το τρίτο στα δεξιά…». Σπαζοκεφαλιά!
ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ: «ΟΛΑ ΤΑ ΖΩΑ ΒΟΣΚΟΥΝ ΧΛΩΡΟ ΚΡΙΘΑΡΙ…»
Κατά την πρώτη απογραφή, το 1828 επί Καποδίστρια, η Ελλάδα μετρά 753.400 κατοίκους. Για τον πληθυσμό της Αθήνας δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Υπολογίζεται σε «ολίγες χιλιάδες ανθρώπων». Λίγα χρόνια μετά, ο γιατρός, λόγιος χρονικογράφος της εποχής, στενός συνεργάτης του Ι. Καποδίστρια, Α. Παπαδόπουλος – Βρεττός θα περιγράψει: «Εν έτει 1834 αι Αθήναι εκηρύχθησαν πρωτεύουσα του νέου βασιλείου αλλ΄ η … περίδοξος αύτη πόλις ήτο τότε κωμόπολις ελεεινή […] εις καλύβας έζων επισεσωρευμένοι οι μεν επί των δε, τετρακισχίλιοι μόλις κάτοικοι. (Την πόλιν) διέσχιζον οδοί στενοί και ρυπαροί, έλη ανέδιδον πανταχού αναθυμιάσεις δηλητηριώδεις και εφαίνοντο ολίγα ξηρά δένδρα…».
Διόλου ειδυλλιακό το τοπίο της νεότευκτης πρωτεύουσας, όπου πρέπει να εγκατασταθεί το παλάτι με την αυλή του, υπουργοί, υπάλληλοι, αρχεία και ό,τι άλλο προέρχεται από το Ναύπλιο. Έξω από τον βασικό πυρήνα της πόλης, που περιορίζεται πέριξ του βράχου της Ακροπόλεως, η φύση οργιάζει. Σε επιστολή της προς τον πατέρα της, στις 10 Απριλίου του 1838, η βασίλισσα Αμαλία αναφέρει: «Πρέπει να σου πω πόσο ζωντανή είναι αυτή την εποχή η περιοχή γύρω από την Αθήνα. Όλα τα ζώα βόσκουν τώρα χλωρό κριθάρι. Ολόκληρη η πόλη είναι περιτριγυρισμένη από χωράφια με σπαρτά, που της δίνουν μία πολύ γραφική όψη».
Νωρίτερα, σε άλλη επιστολή της προς τον πατέρα της (28η Φεβρουαρίου/11η Μαρτίου) η Αμαλία αποδίδει την -κατά τα λοιπά όμορφη- Αθήνα ως περίπου χωριουδάκι με κακοτράχαλους δρόμους, που για να τους περπατήσεις «σκίζεις κάθε φορά κι από ένα ζευγάρι μπότες» αλλά η ίδια την περιδιαβάζει καβάλα στο αγαπημένο της άλογο, τον Ζεϊράμ, που «όταν φτάνει σε απότομες κατηφόρες ή όταν πρέπει να περάσει από δρόμους με πέτρες ή πολύ στενούς, δοκιμάζει πρώτα και μετά πατάει».
Πρώτο μέλημα του Όθωνα, λοιπόν, είναι ο καθαρισμός των υπαρχόντων δρόμων από τα υπολείμματα βράχων και η διάνοιξη άλλων, που θα διευκολύνουν τη μετακίνηση των πολιτών, οι οποίοι αυξάνονται με σταθερό ρυθμό, καθιστώντας πλέον απαραίτητες τις βασικές υποδομές της νέας πρωτεύουσας. Η πόλη απλώνεται, κατεστραμμένα σπίτια αποκαθίστανται, νέα χτίζονται, το παλάτι στον λόφο της Μπουμπουνίστρας (πλατεία Συντάγματος) έχει θεμελιωθεί και υψώνεται με γοργούς ρυθμούς. Οι δρόμοι πρέπει να ονοματιστούν επίσημα και τα σπίτια να αριθμηθούν. Την αρχή κάνουν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ στους οποίους ανατίθεται το δύσκολο έργο της ρυμοτόμησης. Χαράζουν και ονοματίζουν τους πρώτους 24 δρόμους της πρωτεύουσας. Για αρχή, το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν αποτελεί μία πλούσια δεξαμενή ονομάτων (Ερμού, Αθηνάς κ.α.). Η καρδιά της πόλης χτυπά στην Ακρόπολη, στα ριζά της οποίας, άλλωστε, λειτουργεί η αγορά. «Παρά το ωρολόγιον του Κυρρήστου έκειτο η αγορά των ωνίων, τα κρεοπωλεία και το σιτοπάζαρον […] Ένθεν και ένθεν της οδού Πανδρόσου μέχρι του τζαμίου, ην η αγορά των υφασμάτων…» θα περιγράψει γι αυτή την εποχή ο Δ. Καμπούρογλου(ς), ο οποίος θα κάνει και ιδιαίτερη αναφορά στο τζαμί του Μοναστηρακίου και σε δύο σιντριβάνια της περιοχής, που προσδιορίζουν τη θέση οικοπέδων και επιχειρήσεων σε επίσημα συμβόλαια του 18ου αι. και για κάμποσα χρόνια μετά: «Καβενές έμπροσθεν του τζαμιού» και «Καβενές εις το επάνω σιντριβάνι»…
Μοιραία το νευραλγικότερο κομμάτι της Αθήνας χαράζεται και αναπτύσσεται ακτινωτά του βράχου. Η οδός Τριπόδων έχει κληροδοτηθεί από την αρχαιότητα και η επίσημη ονοματοθεσία της είναι θέμα τυπικό. Η Αδριανού που αποτελεί τον κύριο δρόμο της αγοράς παίρνει μεγάλη αξία. Εδώ ο πήχης γης φτάνει και τις 10 δραχμές, σε αντίθεση, ας πούμε, με την επίσης νεότευκτη οδό Σταδίου, που δεν έχει πάρει ακόμα τα πάνω της και όπου η αξία της γης μόλις που αγγίζει τις 2 δραχμές (πήχης). Μάλιστα, με την χάραξη του πολεοδομικού σχεδίου, που προβλέπει απαλλοτρίωση κάποιων οικοπέδων στα όρια της αγοράς, αρκετοί από τους ιδιοκτήτες αποζημιώνονται με την παραχώρηση εκτάσεων στην οδό Σταδίου. «Και πού νομίζετε ότι τους παραχώρησαν οικόπεδα; Πλησίον του ρέματος του Σταδίου!» δημοσιεύει δηκτικά η εφημερίδα της εποχής «Αιών»… Σταδίου, Πανεπιστημίου και ασφαλώς, Ομόνοια (πλατεία Όθωνος αυτή την εποχή), θεωρούνται εκτός ορίων πόλεως. Η διάνοιξη τους καθυστερεί. Η ελπίδα να χτιστεί εδώ, στην Ομόνοια, το παλάτι και να δοθεί αξία στην περιοχή, εξανεμίσθηκε τη στιγμή, που πάρθηκε η απόφαση για ανέγερσή του στη Μπουμπουνίστρα. Τα βουστάσια και οι στάνες των αιγοπροβάτων, που περιβάλλουν την πλατεία Όθωνος θα καθυστερήσουν να απομακρυνθούν και το μπάζωμα των ρεμάτων, που την κυκλώνουν (3ης Σεπτεμβρίου, Στουρνάρη, Πανεπιστημίου) θα αργήσει καμμία 20ετία. Άλλωστε, εδώ στην αρχή του ρέματος της 3ης Σεπτεμβρίου ξεφορτώνουν τα σκουπίδια της πόλης τα κάρα του δήμου. Με μία καλή βροχή, το ρέμα κατεβάζει νερό και τα απομακρύνει…
ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΝΟΝΟΥ…
Αρκετά από τα ονόματα, που δίνει στους δρόμους το δίδυμο των αρχιτεκτόνων, θα διατηρηθούν. Θα περάσουν, ωστόσο, κάμποσα χρόνια έως ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση της ονοματοθεσίας. Στην πραγματικότητα, εκείνος που θα τα… βρει σκούρα, θα είναι πρώτος δήμαρχος της Αθήνας μετά την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο Δημήτριος Καλλιφρονάς. Στις 18 Μαρτίου του 1839, η εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» του «εκ Τριπόλεως Ν. Παπαδοπούλου» δημοσιεύει: «ο Δ. Καλλιφρονάς εζήτησεν από δημότην Αθηναίον να ονομάση όλας τας οδούς της πόλεως (συνολικά 32) με ονόματα καταλληλότερα προς την αρχαίαν πόλιν των Αθηνών». Ουδείς θα πληροφορηθεί τα στοιχεία του επιλεγμένου «νονού» των αθηναϊκών δρόμων. Το δημοσίευμα, όμως, αναφέρει ότι το σκεπτικό του δημάρχου είναι ότι αφού η Αθήνα διατηρεί το αρχαίο της όνομα, δίκαιο και σωστό θα είναι, για τους δρόμους της να προταθούν αντίστοιχα αρχαία ονόματα. Προκύπτουν, ωστόσο, και λανθασμένες αποφάσεις, που όταν διαπιστώνεται η στρέβλωση, είναι πλέον αργά να αλλάξουν. Για παράδειγμα, ένας από τους παλαιότερους δρόμους της πόλης, η Αιόλου, έχει βαπτισθεί με μπούσουλα ένα λανθασμένο συμπέρασμα. Το «Ωρολόγιον Ανδρονίκου του Κυρρήστου» (Αέρηδες), υδραυλικό ρολόι και ανεμοδείκτης, που βρίσκεται επί του συγκεκριμένου δρόμου, θεωρήθηκε βωμός αφιερωμένος στον θεό Αίολο και έτσι ο θεός έγινε ο… νονός της οδού. Όταν όμως διαπιστώθηκε το λάθος, ουδείς τόλμησε να αλλάξει το όνομα του δρόμου για να μην προκληθεί σύγχυση σε υπηρεσίες και πολίτες που το είχαν ήδη καθιερώσει. Αντίστοιχα, ωστόσο, λάθη διαπιστώνονται σε μικρότερους δρόμους και εκεί η μετονομασία τους περνά… «αναίμακτα». Π.χ., η οδός Πτολεμαίου, που αρχικά πήρε το όνομά της από κοντινό κτίσμα, που εθεωρείτο σχολή του Πτολεμαίου, μετονομάστηκε σε Αττάλου, αφού η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι το περί ου ο λόγος κτίσμα ήταν τελικά η Στοά του Αττάλου.
Πάντως, από την απόκριση του άγνωστου «νονού» στο αίτημα του Καλλιφρονά υιοθετούνται ελάχιστες ονομασίες, αλλά στην πορεία θα βρεθεί ο τρόπος το ζητούμενο των ονομάτων να μετατεθεί σε άλλον φορέα και να απαλλάξει από τον πονοκέφαλο τον δήμαρχο και κάθε επόμενο δήμαρχο.
Στα μέσα του 19ου , όταν το ζήτημα της ονοματοθεσίας όλων ανεξαιρέτως των δρόμων, πολλοί από τους οποίους έχουν ήδη αρχίσει να καθαρίζονται και να δίδονται προς χρήση, καθίσταται επιτακτική ανάγκη. Δεν είναι δυνατόν, σε μία νέα πρωτεύουσα την οποία ο πολιτειακός της ηγέτης, βασιλεύς, οραματίζεται ως «πόλη ευρωπαϊκών προδιαγραφών», ο ξένος επισκέπτης να αδυνατεί -ελλείψει οδών και αριθμών- να εντοπίσει την οικία που αναζητά! Έτσι, το σημαντικό θέμα της ονοματοθεσίας 168 οδών και 13 αθηναϊκών πλατειών ανατίθεται αρχικά σε 6μελή επιτροπή δημοτικών συμβούλων, μεταξύ των οποίων οι Αλ. Ραγκαβής και Παν. Κυριακός. Εκτός των ονομάτων που δίδει στους δρόμους και τις πλατείες, η επιτροπή χωρίζει χονδρικά την πόλη και σε τέσσερις τομείς, χωρίς να τους ονοματίζει. Τον Απρίλιο του 1852 φτάνει στο υπουργείο Εσωτερικών έγγραφο του νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας υπό τον τίτλο «Περί αποστολής καταλόγου της ονοματοθεσίας των οδών της πόλεως Αθηνών».
Αυτή η ονοματοθεσία ανοίγει τον δρόμο και για την αρίθμηση των οικοπέδων, που αποτελεί τον μόνιμο εφιάλτη των πάντων, διότι, βλέπεις, αυτά είναι αριθμημένα με τρόπο αδιανόητο. Η πρώτη αρίθμηση των ανεγειρόμενων κατοικιών δεν έγινε ανά δρόμο, αλλά σε σύνολο πόλης. Δηλαδή, αν ένα ακίνητο στην Πλάκα έφερε π.χ. τον αριθμό 100, το επόμενο ακίνητο, που μπορεί να χτίστηκε στην οδό Σταδίου έφερε τον αριθμό 101! Οι ξένοι όργωναν την πόλη για να εντοπίσουν ένα αριθμημένο ακίνητο, οι κλητήρες ξέμεναν με κοινοποιήσεις στα χέρια, αφού ήταν αδύνατο να εντοπίσουν τους παραλήπτες τους, στα δικαστήρια φούντωναν διαμάχες για την αρίθμηση και η αστυνομία ήλεγχε «στον γάμο του καραγκιόζη»…Επιβεβλημένη η σωστή αρίθμηση των κατοικιών, γράφει η μία εφημερίδα, «απορούμεν πώς η αστυνομία μέχρι τούδε δεν ενησκολήθη εις το σπουδαίον τούτο αντικείμενον» συμπληρώνει η άλλη. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. στην Αθήνα υπάρχουν ακίνητα με αριθμό 1.000!
Το 1887 υιοθετείται επιτέλους το σύστημα της αρίθμησης ανά δρόμο, με τη Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών να αναλαμβάνει την παραγγελία των σχετικών πινακίδων, αντί κόστους 3.000 δραχμών, όπως αποκαλύπτει δημοσίευμα της Νέας Εφημερίδος. Η αρίθμηση των ακινήτων ξεκινά από το Σύνταγμα και κατεβαίνει την οδό Σταδίου. Αριστερά θα τοποθετηθούν οι περιττοί αριθμοί και δεξιά οι άρτιοι. Στους κάθετους δρόμους η αρίθμηση θα ξεκινά από τη δύση προς την ανατολή και θα εξελίσσεται με το ίδιο σύστημα περιττών και αρτίων. Στο ίδιο δημοσίευμα η Νέα Εφημερίς σημειώνει ότι οι πινακίδες θα είναι «κυαναί μετά λευκής γραμμής πέριξ, λευκοί δε και οι αριθμοί».
Το 1848 η επίσημη απογραφή δίνει ως πληθυσμό της Αθήνας 26.256 κατοίκους, σε οκτώ χρόνια (1858) 33.436 και σε μόλις τρία χρόνια (1861) η πόλη μετρά 43.374 ανθρώπους! Δεν είναι πια μία κωμόπολη των «ολίγων χιλιάδων», αλλά μία μεγαλούπολη της οποίας ο πληθυσμός βαίνει σταθερά αυξανόμενος και απαιτητικότερος από τις υποδομές που αυτή διαθέτει. Η ανάγκη για ακριβέστερο χωροταξικό προσδιορισμό διογκώνεται. Δεν περνά μέρα, που να μην φιλοξενείται στις εφημερίδες ένα σχετικό δημοσίευμα. Η προϋπάρχουσα επιτροπή ονοματοθεσίας λειτουργεί, αλλά κάπως ερασιτεχνικά. Στην πραγματικότητα, επιλαμβάνεται σε προτάσεις μετονομασίας οδών κυρίως όταν αυτές είναι κακόηχες. Ωστόσο, όσο η πόλη απλώνεται με τον πληθυσμό της να πυκνώνει και να δημιουργεί νέες γειτονιές, τόσο περισσότερες συγχύσεις προκαλούνται από την παλιά μέθοδο της αρίθμησης των δρόμων.
ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΟΥΣΑΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑΙ…
Το 1884 ορίζεται μία άλλη, νέα επιτροπή ονοματοθεσίας αποτελούμενη από μόλις δύο άτομα, τον υφηγητή Ελληνικής Μυθολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαο Πολίτη και τον διδάκτορα της Φιλοσοφικής στο ίδιο ίδρυμα Μιχαήλ Λάμπρο. Οι δυο τους επισημαίνουν προς το Δημοτικό Συμβούλιο ότι πλέον δουλειά δεν γίνεται με την παλιά τακτική και προτείνουν η πόλη να διαιρεθεί σε πολλά τμήματα, τα οποία θα φέρουν το καθένα το δικό του αρχαιοελληνικό όνομα, όπως π.χ. Άγρα, Κυνόσαργες, Πινακωτά, Σχιστός κ.α. και των οποίων τα ακίνητα θα φέρουν ξεχωριστή αρίθμηση. Η πρόταση των δύο επιστημόνων βρίσκει ευήκοα ώτα 20 χρόνια μετά (!) όταν στον δημαρχιακό θώκο βρίσκεται ο Σπυρίδων Μερκούρης, ο οποίος ασχολείται συστηματικά με τη ρυμοτομία της πόλης και την ονοματοθεσία και αρίθμηση των δρόμων της. Το 1905, Πολίτης και αυτή τη φορά Σπυρίδων Λάμπρος (αδελφός του Μιχαήλ), πρύτανης του Εθνικού Πανεπιστημίου, ενεργοποιούν την από ετών «παγωμένη» πρόταση για μετονομασία των δρόμων, που φέρουν κακόηχα ονόματα και φυσικά, για διαίρεση της πόλης σε πολλά τμήματα.
Το δύσκολο έργο της κατάτμησης σε συνοικίες και της ονομασίας τους αναλαμβάνει ο νομομηχανικός Αθανάσιος Γεωργιάδης -επιστήμονας με βαθιά γνώση της πολεοδομίας, αλλά και της ιστορίας και των υποδομών της πόλης- ο οποίος, στην έκθεσή του κάνει αναφορά σε ονομασίες περιοχών «χυδαιόταται και καταισχύνουσαι τη μεγαλοπρεπή ελληνικήν γλώσσαν»… Ο Γεωργιάδης υπονοεί το Χεζολίθαρο, τα Κατσικάδικα, την Κασσίδα, το Βαθρακονήσι και άλλα τέτοια… ευφάνταστα ονόματα. Καταδικάζει το γεγονός ότι αυτά έγιναν αποδεκτά από τις αρμόδιες Αρχές και διατυπώνει τον φόβο μην τυχόν και εξαιτίας της ραθυμίας του Δημοσίου αντέξουν στον χρόνο και καθιερωθούν.
Το 1908 το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχεται την εισήγηση του δημάρχου Μερκούρη, στηριγμένη στη μελέτη Γεωργιάδη, για ορθολογική διαίρεση της πόλης σε τέσσερα τμήματα αντίστοιχα με τα σημεία του ορίζοντα και με υπαγωγή σε καθένα από αυτά ενός αριθμού συνοικιών, καθώς και τις εξής μετονομασίες περιοχών: 1. Σταδίου και Ιλισσού από Βατραχονήσι 2. Αρδηττού από Παντρεμενάδικα 3. Υμηττού από Γούβα και Παγκράτι 4. Μητροπόλεως και Λυσικράτους από Πλάκα 5. Κυνοσάργους και Αλωπεκής από Δουργούτι 6. Διονύσου και Φιλοπάππου από Γαργαρέτα 7. Μελίτης και Βαράθρου από Πετράλωνα 8. Πεδίον Άρεως από Πυθαράδικα 9. Νέα Αγορά από Ψυρρή 10. Κεραμικού Έξω από Γκαζοχώρι 11. Αχαρνών από Κασσίδη 12. Ακαδημία Πλάτωνος από Χεζολίθαρο 13. Ιερά Οδός από Ελαιοτριβεία και 14. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ευαγγελισμός από Κολωνάκι.
Το 1921 η Επιτροπή Ονοματοθεσίας καλείται να επέμβει. Η πόλη πλέον έχει παραμεγαλώσει και έχουν διανοιχθεί εκατοντάδες δρόμοι, που παραμένουν αβάπτιστοι. Ο δημαρχεύων Γεώργιος Τσόχας συστήνει την Επιτροπή Ονοματοθεσίας των Ανωνύμων Οδών της Αθήνας, αλλά οι συγκυρίες είναι ιστορικές και δεν αφήνουν ασυγκίνητα τα μέλη της. Αυτή την εποχή, ο ελληνικός στρατός καταγράφει επιτυχίες στο μέτωπο της Μικρασίας και το κλίμα ευφορίας στη χώρα, και δη στην πρωτεύουσα, δεν κρύβεται. Δηλώνοντας ότι ικανοποιούν την πανελλήνια επιθυμία και απαίτηση, τα μέλη της Επιτροπής προβαίνουν στην ονοματοθεσία λεωφόρων, πλατειών και οδών της πόλης, «αίτινες φέρουσιν ονόματα στερούμενα πάσης εθνικής και ιστορικής σημασίας»…
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων, ο χάρτης της πόλης μοιραία θα τροποποιηθεί και πάλι. Στις παλιές συνοικίες θα προστεθούν αρκετές ακόμη μεγάλες και μικρότερες, όπως ο Βύρωνα, η Καισαριανή, τα Κάτω Πετράλωνα, η Αλυσίδα, η Κυπριάδου και η Νέα Σμύρνη. Επιπλέον, θα «βαφτιστούν» οι ανώνυμοι δρόμοι και κάποιοι άλλοι θα φέρουν ονόματα, των οποίων η σημαντικότητα θα αμφισβητηθεί. Ορισμένοι θα αναβαπτισθούν, αλλά ακόμα κι αν «η κυανή πινακίς» στις διασταυρώσεις θα αποτελεί μάρτυρα της μετονομασίας τους, αυτοί ουδέποτε θα αναφερθούν με το νέο τους όνομα, γιατί βλέπεις, ο εθισμός είναι ισχυρότερος από τις ιστορικές ή άλλες επιταγές.