Δώδεκα χαμένα αντικείμενα, άλλα που τα διαπερνά η συναισθηματική μνήμη κι άλλα που ισορροπούν πάνω σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικού και φανταστικού -αυτή που σε κάνει να κοιτάς τα πράγματα σαν μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη αναζητώντας την (δική σου) αλήθεια- έφερε στις βαλίτσες της, στη 18η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης η συγγραφέας Γούντιντ Σαλάνσκυ (Judith Schalansky), μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της νεότερης γενιάς στη Γερμανία.
Ένα ερωτικό ποίημα της Σαπφούς, ένας πίνακας του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, ένα σπάνιο είδος τίγρης, ένα νησί στον Ειρηνικό, μια ρωμαϊκή βίλα, αντικείμενα που έχουν χαθεί και υπάρχουν μοναχά ως αναμνήσεις, αρχεία, χάρτες ή τεκμήρια του παρελθόντος αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, αποτινάσσοντας από πάνω τους τη λήθη, μέσα από την πρωτότυπη λογοτεχνική απόπειρα καταλογράφησης της Σαλάνσκυ, όπως αυτή μεταφέρεται στο βιβλίο της «Κατάλογος Απολεσθέντων» (εκδ. Αντίποδες, μετάφραση Γιάννης Καλιφατίδης).
Η Γιούντιντ Σαλάνσκυ βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, όπου φέτος τιμώμενη είναι η γερμανόφωνη λογοτεχνία και με αυτή την αφορμή μίλησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το βιβλίο της, μια «κρυφή αυτοβιογραφία των παθών» της, τι την ώθησε να γράψει για την απώλεια και τι ρόλο έπαιξε σ’ αυτό ο θάνατος του πατέρα της -«ένα είδος ήρωα από μυθιστόρημα», όπως τον περιγράφει- αλλά και η διάλυση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επίσης, για το τέλειο βιβλίο που «δεν υπάρχει» -όπως δεν υπάρχει και η απόλυτη αλήθεια- την ιστορία πίσω από τις αγαπημένες της ιστορίες στον «Κατάλογο Απολεσθέντων», τον ρόλο της Ελληνίδας λυρικής ποιήτριας Σαπφούς στη ζωή της, αλλά και τη ζωή, «που μπορεί να συνεχιστεί μόνο όταν υπάρχει ο θάνατος».
Πότε και πώς μπήκατε στον κόσμο του βιβλίου;
Κανονικά, εγώ προέρχομαι από τον δημιουργικό χώρο, δηλαδή τη δημιουργία βιβλίων. Όταν ήμουν νέα δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω αν θέλω να γίνω συγγραφέας ή να ζωγραφίζω. Έτσι άρχισα να σπουδάζω design επικοινωνίας, καθώς θεώρησα ότι ήταν μια πολύ καλή πρακτική μέση οδός αυτή. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, μού άρεσε πάρα πολύ η τυπογραφεία και η δημιουργία- διαμόρφωση των βιβλίων και πολλές φορές τσατιζόμουν κυριολεκτικά, γιατί όταν ασχολείσαι με το δημιουργικό του βιβλίου είσαι κατ’ ουσίαν στο τέλος της αλυσίδας τής συγγραφής. Και διαπίστωσα, επίσης, ότι δεν θέλω να έχω ένα προκαθορισμένο περιεχόμενο, στο οποίο εγώ θα δώσω σχήμα και μορφή, αλλά επιθυμία μου ήταν να τα κάνω όλα. Δηλαδή ήμουν πάντα μεταξύ αυτών των δύο κόσμων: του περιεχομένου και της φόρμας. Και σήμερα πλέον δεν τις διαχωρίζω αυτές τις δύο μορφές.
Οπότε έχετε μια ολιστική προσέγγιση απέναντι στο βιβλίο…
Απόλυτα! Αυτό είναι πραγματικά καθολικό, ολοκληρωτικό, γιατί κάθε φορά ονειρεύομαι το τέλειο βιβλίο και πρέπει πάντα στο τέλος να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχει το τέλειο βιβλίο. Γι’ αυτό και πολλές φορές είμαι απογοητευμένη, επειδή δεν υπάρχει ποτέ βιβλίο χωρίς λάθη. Κάποτε, μια φίλη μου μού είπε πως τέλειος είναι μόνο ο θάνατος και θεώρησα πως έχει απόλυτο δίκιο.
Μπορείτε να μού περιγράψετε με δύο- τρεις φράσεις το βιβλίο σας; Τι είναι ο «Κατάλογος Απολεσθέντων»;
Είναι ουσιαστικά ένας διαλογισμός για τη μνήμη, την ενθύμηση και τη δυνατότητα που δίνει η ζωή σε αυτά που θεωρούμε απολεσθέντα ή νεκρά. Είναι ένα είδος εξορκισμού… Είναι ένας κατάλογος πραγμάτων που εμένα προσωπικά μού λείπουν. Είναι και μία κρυφή αυτοβιογραφία των παθών μου.
Τι είναι αυτό που σας έκανε να γράψετε για την απώλεια;
Ξέρετε, εμένα πάντα μ’ ενδιαφέρει ο χώρος μεταξύ των δεδομένων, του υπαρκτού, και της μυθοπλασίας. Κι εγώ είμαι από τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα πράγματα που δεν υπάρχουν παρά για τα πράγματα που υφίστανται. Είναι και μια στάση ζωής. Έχει βέβαια και μελαγχολικά στοιχεία. Θεωρώ πως έχει σχέση και με το γεγονός ότι έχασα πολύ νωρίς, σε πολύ μικρή ηλικία, τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένα είδος ήρωα από μυθιστόρημα στη ζωή μου κι εκεί κατανόησα ότι η απουσία πραγμάτων και ανθρώπων μπορεί να σε καθορίσει το ίδιο ή και περισσότερο απ’ αυτά που είναι παρόντα. Μια δεύτερη και πολύ σημαντική εμπειρία είναι ότι εγώ ως παιδί έζησα πώς χάθηκε η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί μ’ αυτή ένα σωρό σύμβολα κι ένα σωρό αναφορές. Μέσα σε μια νύχτα δεν υπήρχε άλλο αυτό το πράγμα και ενδιαφέρομαι πραγματικά για μια εναλλακτική μορφή κατανόησης της ιστορίας, ώστε να καταλάβουμε ότι αυτό που έχει επιβιώσει δεν είναι το πιο δυνατό με την έννοια του Δαρβίνου, αλλά πολλές φορές πρόκειται για αποτέλεσμα βίας ή συμπτωμάτων τυχαίων πραγμάτων: αν κάποια επιβιώνουν ή όχι, ποιους θεούς προσκυνάμε, ποια ποιήματα θυμόμαστε και ποια δεν ξέρουμε. Ξέρετε, όταν έχουμε την εμπειρία του χαμού, της απώλειας, τότε κατανοούμε γιατί χρειαζόμαστε τον πολιτισμό, την αφήγηση… Έχουμε και τις ταφόπλακες. Αυτό μας μαρτυρά πως όσο θυμόμαστε κάποιον ή κάποια πράγματα τότε μένει ζωντανός/α.
Πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικού και φανταστικού;
Είναι μια γραμμή που συνεχώς μετακινούμε εμείς οι ίδιοι. Και τα βιβλία, τα ιστορικά βιβλία, που μας δίνουν τις πηγές, στην ουσία τι κάνουν; Ερμηνεύουν το παρελθόν. Εγώ εργάζομαι σαν να είμαι ερευνήτρια. Διαβάζω ό,τι μπορώ να βρω για ένα θέμα που θέλω ν’ ασχοληθώ. Και είμαι τυχερή που παρόλο που δεν είμαι ακαδημαϊκός, μπορώ με τα μέσα της λογοτεχνίας να δημιουργήσω μια άλλη αλήθεια και να παραμείνω προσηλωμένη σ’ αυτό που πιστεύω. Γι αυτό και κάθε κείμενο στο βιβλίο έχει δικό του στυλ, δική του χροιά. Είναι σαν να μπαίνεις ς’ ένα μαγικό θάλαμο που όλα αλλάζουν.
Απόλυτα τέλειο βιβλίο δεν υπάρχει, απόλυτη αλήθεια υπάρχει;
Σε καμία περίπτωση. Τότε θα ήταν το τέλος του κόσμου. Θα μπορούσε να είναι η θεϊκή αλήθεια αλλά τότε θα πρέπει να μιλήσουμε για ποιον θεό ή για ποιους θεούς… Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επικαλύψεις των διαφόρων αληθειών που ο καθένας έχουμε. Και πρέπει να γίνεται αυτό, να τις ψάχνουμε, για να μπορούμε κι εμείς ως κοινωνία να εφεύρουμε τους εαυτούς μας μέσα στην κοινωνία και τις κοινωνίες μας εξαρχής.
Υπάρχει κάποια ιστορία μέσα στο βιβλίο που είναι η πιο αγαπημένη σας;
Όλες αυτές οι σύντομες ιστορίες έχουν σχέση με εμένα. Αλλά υπάρχει όντως μια ιστορία για την πρώτη μου μνήμη. Η μνήμη μου ήταν ότι είχα πηδήξει από ένα παράθυρο τεσσάρων μέτρων γιατί με είχαν αφήσει μόνη μου οι γονείς μου κι αυτό ήταν το κείμενο που μού προκάλεσε τη μεγαλύτερη οδύνη. Μια πολύ προσωπική στιγμή… Και μια άλλη ιστορία προσωπική μιλάει για τον γάμο ενός νεαρού ζευγαριού στην Ανατολική Γερμανία, που ουσιαστικά αποξενώνονται κι αυτή είναι η ιστορία των γονιών μου. Και για μένα ήταν μεγάλη πρόκληση να τη γράψω αυτή την ιστορία χωρίς να έχω το θράσος ότι διηγούμαι την αλήθεια. Το διηγούμαι ως αμερικανικό short story, κάτι που μού δίνει τη δυνατότητα να στέκομαι απ’ έξω και να το αφηγούμαι και όχι να είμαι μέσα σ’ αυτό και μέσα στο μυαλό τους. Αυτά είναι τα δύο πιο προσωπικά κείμενα. Το δε κείμενο που είναι το πλέον ενδεικτικό ότι κάνω χρόνια έρευνα, είναι το κείμενο που αφορά τα ερωτικά τραγούδια της Σαπφούς. Είναι μια ιστορία διπλής μορφής, έχουμε δηλαδή την ποίηση που είναι 2600 χρόνια πριν και ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία της προβολής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπήρχε άλλη γυναίκα της εποχής, εκτός από την Κλεοπάτρα, για την οποία έχουν γραφτεί τόσο αντιφατικά πράγματα… Είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτή την ιστορία και την αφήγηση. Ξέρετε, όταν ήμουν 14 ετών, ήμουν μπερδεμένη με τα συναισθήματά μου και στη βιβλιοθήκη ανακάλυψα τη Σαπφώ και διάβασα ότι ζει μια γυναίκα σ’ ένα νησί και διδάσκει τα νέα κορίτσια για την ποίηση και τον έρωτα. Για μένα ήταν συγκλονιστική αυτή η εμπειρία που με βοήθησε εκεί πάνω να προβάλλω πολλά πράγματα.
Μέσα από αυτό το βιβλίο τι σας φοβίζει πιο πολύ; Ότι τελικά έρχεται κάποτε το τέλος με την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής ή μπορεί και να μην έρθει, υπό την έννοια ότι μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο μετά απ’ αυτό;
Είναι πάρα πολύ σημαντικό και καταπληκτικό αυτό που λέτε. Ακριβώς αυτές οι δύο σκέψεις είναι που με παρακινούν γενικά. Πολύ σπουδαία ερώτηση αυτή. Νομίζω ότι ανήκω στους ανθρώπους που πιστεύουν ότι είναι πιο κοντά στη ζωή όσο δεν λησμονούν τον θάνατο. Αλλά κατανοώ ότι για πολλούς ανθρώπους, η λήθη, το να ξεχνάνε τον θάνατο είναι η δυνατότητα που τούς δίνεται για να μπορέσουν να ζούνε. Κι όταν έχεις παιδιά -εγώ έχω μία κόρη- τότε είναι μια παρηγοριά βεβαίως να ξέρεις ότι η ζωή μέσα από κάποιον άλλον θα συνεχιστεί. Και γνωρίζουμε ότι μια ζωή μπορεί μόνο να συνεχιστεί μόνο όταν υπάρχει ο θάνατος.
Πώς αισθάνεστε να συμμετέχετε σε μια Έκθεση Βιβλίου διά ζώσης, εν μέσω πανδημίας;
Είναι απίστευτο, είναι θαυμάσιο. Αντιλαμβανόμαστε τι μας έλειψε και τι πρέπει να μάθουμε από την αρχή, δηλαδή να κοιτάξουμε ένα γυμνό πρόσωπο, να μάθουμε να χαμογελούμε με τα μάτια!
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Γιούντιντ Σαλάνσκυ γεννήθηκε το 1980 στο Γκράιφσβαλντ. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και design οπτικής επικοινωνίας. Το έργο της, στο οποίο συγκαταλέγονται το διεθνές μπεστ σέλερ Atlas der abgelegenen Inseln («Άτλαντας των απομακρυσμένων νησιών», 2009), το μυθιστόρημα μαθητείας Der Hals der Giraffe («Ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης», 2011) καθώς και το Verzeichnis einiger Verluste («Κατάλογος Απολεσθέντων», 2018), έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες και έχει λάβει πλήθος διακρίσεων. Έχει επιμεληθεί τη γνωστή σειρά βιβλίων «Naturkunden» των εκδόσεων Matthes & Seitz του Βερολίνου. Ζει ως συγγραφέας και σχεδιάστρια βιβλίων στο Βερολίνο. Το 2011 έδωσαν το όνομά της στον αστεροειδή 95247 Schalansky.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ