Τι συνέβη όταν ο Τζόρτζε Ενέσκου, ο μεγαλύτερος συνθέτης της Ρουμανίας (και επίσης βιολονίστας, μαέστρος και πιανίστας), συνάντησε ενόσω είχε μπει ο εικοστός αιώνας την πριγκίπισσα Μαρία Καντακουζηνού (από φαναριώτικη οικογένεια της Μολδαβίας με βυζαντινές ρίζες); Μα, ένας μεγάλος έρωτας, ο έρωτας για τον οποίο μιλάει ο Ρουμάνος συγγραφέας Γιον Τοπολόγκ στο μυθιστόρημά του «Το χρυσό δαχτυλίδι», που κυκλοφορεί σε μετάφραση Στάθη Χελιώτη από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το βιβλίο παρουσίασαν στο Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών η εκδότριά του στη Ρουμανία, Γκαμπριέλα Νταραμπάν, και ο μεταφραστής του στα ελληνικά. Αποσπάσματα διάβασε η ηθοποιός Ευμορφία Αναστασίου και ακολούθησε μουσική εκδήλωση με τη σοπράνο Κριστίνα Ράντου και την πιανίστα Λουάνα Ιωάννου. Συντόνισε η μεταφράστρια Άντζελα Μπράτσου (το βιβλίο παρουσιάζεται στις 26/1 στη Θεσσαλονίκη στον Σύλλογο Ρουμάνων «Καρπάθια»).
Ο Τοπολόγκ γεννήθηκε το 1933 στο Μπερισλαβέστι της κομητείας Βάλτσεα και εργάστηκε επί χρόνια ως πανεπιστημιακός δάσκαλος της λογοτεχνίας, της αισθητικής και της γλώσσας. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μιλάει για το μυθιστόρημά του, για την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική ιστορία της χώρας του, αλλά και για το έργο τέχνης που δεν πεθαίνει ποτέ.
Το βιβλίο σας συμπλέκει την Ιστορία με μια μεγάλη ερωτική περιπέτεια. Θα μου πείτε με ποιον τρόπο τα ιστορικά πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις σελίδες σας γίνονται κομμάτι της μυθοπλασίας;
Οδηγός για κάτι τέτοιο είναι μόνο η αίσθηση του συγγραφέα καθώς δημιουργεί τους χαρακτήρες του και επεξεργάζεται την εξέλιξή τους μέσα στη δράση. Εκεί πρέπει να βάλει την ψυχή του και το ίδιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Από την πλευρά μου, βέβαια, επειδή μιλάω για πραγματικά πρόσωπα της Ιστορίας, εκείνο που χρειάστηκε ήταν να φτιάξω μόνο το πλαίσιο των δευτερευόντων στοιχείων. Ο Ενέσκου είναι ένα πρόσωπο ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικό της μουσικής της εποχής του. Ως συνθέτης είναι αναγνωρισμένος στις ημέρες μας όχι μόνο στη Ρουμανία, αλλά και διεθνώς. Πρόκειται για μια μουσική ιδιοφυία, που ψάχνει και βρίσκει τη μούσα του, τη Μαρούκα Καντακουζηνού, τη Φαναριώτισσα πριγκίπισσα με τη βυζαντινή καταγωγή – βλέπουμε ότι η Ελλάδα έχει συμβάλει από πολλές μεριές στην ιστορία του πολιτισμού. Όσο για τις μούσες, συμβάλλουν τα μάλα στον τρόπο με τον οποίο γεννιέται μια τέχνη (εν προκειμένω η τέχνη της μουσικής), ξεκινώντας να γράψει την ιστορία της. Πρέπει να ξέρετε πως ο έρωτας δίνει το παρών σε όλα μου τα βιβλία, ακόμα κι αν πρόκειται για ιστορικά μυθιστορήματα, όπως είναι αυτό για το οποίο συζητάμε. Το συγκεκριμένο βιβλίο, ωστόσο, είναι εν μέρει και η ιστορία της κομμουνιστικής Ρουμανίας. Οι καλλιτεχνικές ελίτ ήταν στο στόχαστρο του καθεστώτος, πολλοί συλλαμβάνονταν και κλείνονταν στη φυλακή. Ο Τζόρτζε και η Μαρούκα προσπάθησαν πάση θυσία να μην υποστούν κάτι ανάλογο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κατάφεραν δια της διαφυγής τους στο εξωτερικό.
Πώς σχηματίζεται η εικόνα της κοινωνίας και του πολιτισμού της Ρουμανίας στο βιβλίο σας; Πώς ακριβώς δουλέψατε για να πάρει σάρκα και οστά;
Η περίοδος που διεκδικεί το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι η περίοδος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τον Μεσοπόλεμο. Είναι τα χρόνια της βασίλισσας Μαρίας της Ρουμανίας, που ήταν Εγγλέζα και ονομάστηκε «πεθερά των Βαλκανίων» γιατί φρόντισε να παντρευτούν τα παιδιά της με επιτόπιους εστεμμένους. Η Μαρία έζησε στην εποχή της Μεγάλης Ρουμανίας και είχε πολύ καλές σχέσεις με τη Μαρούκα. Ο Ενέσκου έδινε κοντσέρτα στον βασιλικό της οίκο τον καιρό που οι καλλιτεχνικές ελίτ της χώρας έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο της ηγεμονίας τους, αποκτώντας τεράστιο κύρος απέναντι στη δυτική Ευρώπη με τη μορφωτική τους δύναμη. Ο κομμουνισμός διέλυσε αυτές τις ελίτ, για να τις αντικαταστήσει με τις δικές του που δεν τις αποτελούσαν πλέον καλλιτέχνες αλλά τεχνικοί ειδήμονες.
Γιατί από όλες τις τέχνες επικεντρώνετε την προσοχή σας στη μουσική;
Ο Ενέσκου γεννήθηκε, όπως και ο πατέρας του, με ένα μεγάλο μουσικό ταλέντο. Ο τόπος της γέννησής του, η Μπουκοβίνα, έδωσε κι άλλους καλλιτέχνες, κι όχι μόνο καλλιτέχνες μα και στοχαστές και επιστήμονες, Το κυριότερο χαρακτηριστικό της μουσικής προσωπικότητας του Ενέσκου ήταν ότι συνδύασε τις λαϊκές τοπικές μελωδίες με τη βυζαντινή παράδοση και την ευρωπαϊκή μουσική κουλτούρα, από τους εκπροσώπους της οποίας τον επηρέασαν πρωτίστως ο Βάγκνερ και ο Μπραμς. Ήταν ίδια γενιά με τον Ραβέλ και τον Ντεμπισί, συνέθεσε σονάτες, σουίτες και κοντσέρτα και εκείνο που ήθελε πριν και πάνω απ’ όλα ήταν να γίνει ένας Ευρωπαίος μουσικός δάσκαλος, να δώσει στη ρουμανική μελωδία έναν ευρωπαϊκό τόνο. Και δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα φεστιβάλ στα οποία συμμετέχουν μουσικοί από όλον τον κόσμο αφιερώνονται στον Ενέσκου. Ήθελα, λοιπόν, με το μυθιστόρημά μου να αποδώσω τον δικό μου φόρο τιμής σε έναν τόσο σημαντικό μουσικό.
Το ιστορικό μυθιστόρημα επιδιώκει πολλές φορές να προβάλει στην εποχή που διαλέγει να κινηθούν ερωτήματα και ανησυχίες της δικής του εποχής. Ισχύει το ίδιο για την περίπτωσή σας;
Πώς αλλιώς; Είναι αδύνατον να γίνει διαφορετικά. Γράφω για το παρελθόν διότι αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω για πράγματα τα οποία επαναλαμβάνονται εις το διηνεκές. Να το πω και με άλλον τρόπο: γράφω για το παρελθόν γιατί ψάχνω τα κοινά στοιχεία, τις κοινές του παραμέτρους, με το παρόν. Η ευτυχία, η οικογένεια, η καριέρα είναι οργανικά στοιχεία της ανθρώπινης συνθήκης κι αν ένα κομμάτι του εαυτού μας έχει θεϊκή καταγωγή και αναγωγή, τότε κάτι είμαστε σε θέση να αφήσουμε κάτι ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Η Μαρούκα Καντακουζηνού που ερωτεύτηκε ο Ενέσκου δεν φημιζόταν για την πίστη της, αλλά με την απιστία της πυροδοτούσε τον οίστρο του αγαπημένου της. Και ο οίστρος, όπως και το έργο τέχνης, κυριαρχούν σε όλους τους αιώνες και δεν θα πεθάνουν ποτέ.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ