«Θέλουμε να είμαστε ένα πολιτιστικό ίδρυμα όπου οι άνθρωποι συναντιoύνται, συζητούν και οικοδομούν την εμπιστοσύνη», δηλώνει σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Άνγκελα Κάγια, γενική διευθύντρια του Γκαίτε Αθηνών και Νοτιοανατολικής Ευρώπης με αφορμή το 70 χρόνια λειτουργίας του, συμπληρώνοντας ότι το μότο που επιλέχθηκε για την επέτειο είναι «Διάλογος-Εμπιστοσύνη-Δημιουργία».
Το Ινστιτούτο Γκαίτε ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1952 και ήταν το πρώτο εκτός Γερμανίας, υπενθυμίζει, ενώ αναφερόμενη στους προσεχείς στόχους του Ινστιτούτου επισημαίνει ότι «θέλουμε να ξεκινήσουμε πολλά πρότζεκτ, θα διοργανώσουμε συνεργατικές εκδηλώσεις διότι τα προβλήματα του μέλλοντος μπορούμε να τα επιλύσουμε μόνο από κοινού». «Έμφαση θα δοθεί σε επίκαιρα θέματα, όπως είναι η βιωσιμότητα και η Ευρώπη, διότι θέλουμε να συμβάλλουμε στον διάλογο για το μέλλον της και την επίλυσή προβλημάτων που παραμένουν ανοικτά. Θέματα δηλαδή τα οποία προσιδιάζουν με την ευρύτερη προσέγγισή μας», τονίζει.
Μιλώντας για τις μέχρι τώρα εμπειρίες της στην Ελλάδα, αναφέρει: «Προσωπικά βρίσκω τους Έλληνες τόσο εγκάρδιους, τόσο ζεστούς, τόσο πρόθυμους να σε βοηθήσουν, ώστε στην Ελλάδα μόνο ωραία μπορεί απλώς να νιώθει κανείς- το λέω έστω και αν το ακούτε από όλους».
Κυρία Κάγια, ποιες είναι οι μέχρι τώρα εμπειρίες σας στην Ελλάδα;
Πολύ καλές, αν και είχα φανταστεί διαφορετικά την εξέλιξη. Όταν ήρθα, το καλοκαίρι του 2019, τα πράγματα κυλούσαν ομαλά. Πριν καλά-καλά ολοκληρώσω όμως τις πρώτες μου επαφές, έπρεπε να προσαρμοστώ στη νέα κατάσταση με το lockdown και την πανδημία, η οποία μας επηρεάζει μέχρι σήμερα. Προσωπικά βρίσκω τους Έλληνες τόσο εγκάρδιους, τόσο ζεστούς, τόσο πρόθυμους να σε βοηθήσουν, ώστε στην Ελλάδα μόνο ωραία μπορεί απλώς να νιώθει κανείς- το λέω έστω και αν το ακούτε από όλους.
Είχατε κάποιες αρνητικές εμπειρίες λόγω της προηγηθείσας ταραχώδους περιόδου στις ελληνογερμανικές σχέσεις;
Καμία. Όταν ήρθα είχε ξεκινήσει μια πολύ θετική φάση και υπήρχαν πολύ θετικά μηνύματα προς εμάς και τη Γερμανία. Ήταν η στιγμή που στην Ελλάδα υπήρχε η αίσθηση ότι ξεπερνιέται η κρίση, ότι ο τουρισμός πάει καλά, η οικονομία παίρνει μπρος, υπήρχε μια νέα κυβέρνηση. Όλα έδειχναν προσανατολισμένα στην επανεκκίνηση. Βίωνα παντού αυτό το θετικό κλίμα και αυτό αντανακλούσε και σε μας. Δυστυχώς, λόγω του κορωνοϊού, χάσαμε την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το 2020, όπου η Γερμανία ήταν τιμώμενη χώρα, αλλά καταφέραμε πέρυσι να συμμετάσχουμε στην 18η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης με τιμώμενη τη γερμανόφωνη λογοτεχνία. Αν δεν ήταν η πανδημία όλα θα είχαν πάει καλύτερα.
Oι αναταράξεις των ελληνογερμανικών σχέσεων θεωρείτε ότι έχουν πλέον τελειώσει;
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποτελούν παρελθόν αν λάβει κανείς υπόψη τη διάθεση συνεργασίας που έχουμε ως εταίροι. Λόγω της ιστορίας όμως και όσων δεινών συνέβησαν στο παρελθόν, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι δεν θα βρίσκουμε αναταράξεις μπροστά μας. Δεν θεωρώ πάντως, δεν θεωρούμε ως Ινστιτούτο, ότι απλώς όλα πέρασαν. Οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε με την ιστορία μας και να την εξετάζουμε. Στην παρούσα συγκυρία όμως, της πανδημίας, έχω την αίσθηση ότι οι πολιτιστικοί μας εταίροι ενδιαφέρονται για τη συνεργασία και δεν διακόψαμε σε καμία περίπτωση τις επαφές μας, συνεχίστηκαν έστω ψηφιακά. Αυτό μας συνέδεσε, μας έφερε πιο κοντά και το βρίσκω πολύ θετικό.
Επηρέασε η κρίση το ενδιαφέρον για τα μαθήματα γλώσσας ή τις εκδηλώσεις σας;
Καθόλου σε ό,τι αφορά στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή δε στις εξετάσεις γλώσσας, το Γκαίτε της Αθήνας παραμένει στην κορυφή παγκοσμίως. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της πανδημίας αυξήθηκε. Το ενδιαφέρον για το πιστοποιητικό γλώσσας εξακολουθεί να είναι μεγάλο και η ανοδική τάση συνεχίζεται. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στα μαθήματα έχουμε μια μικρή μείωση, αλλά εν τω μεταξύ η προσφορά μαθημάτων γερμανικής γλώσσας είναι μεγάλη στην Ελλάδα, δεν είμαστε οι μοναδικοί.
Το Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας γιορτάζει φέτος τα 70 χρόνια λειτουργίας του. Θα μπορούσατε να μας πείτε κάτι για την ιστορία του;
Το Ινστιτούτο Γκαίτε ιδρύθηκε στο Μόναχο το 1951. Μόλις ένα χρόνο μετά, το 1952, ιδρύθηκε στην Αθήνα, το πρώτο στον κόσμο εκτός Γερμανίας. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι λίγα μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο, μετά το πιο σκοτεινό κεφάλαιο τη γερμανικής ιστορίας, ιδρύθηκε στην Αθήνα ένα γερμανικό ινστιτούτο το οποίο προωθεί την ελληνικογερμανική συνεργασία, τη γερμανική γλώσσα και τη διδασκαλία της και τις πολιτιστικές ανταλλαγές.
Προϋπήρχε κάποιος άλλος ανάλογος φορέας;
Ναι, η λεγόμενη Γερμανική Ακαδημία, η οποία μεταξύ 1933 και 1945 πολιτικοποιήθηκε και εργαλειοποιήθηκε από τους ναζί. Το προσωπικό αντικαταστάθηκε από συμπαθούντες των ναζί και τελικά διεκόπη η λειτουργία της για όσο διάστημα μαινόταν ο πόλεμος. Στους απολυθέντες συμπεριλαμβανόταν ο λέκτορας της Ακαδημίας Βέρνερ Γκιούντερ, ο οποίος είχε βαθιά σχέση με την Ελλάδα και ήταν καλά δικτυωμένος. Μετά και τον εμφύλιο επέστρεψε στην Αθήνα, όπου τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα γερμανικών και στο πανεπιστήμιο. Στην τότε Δ. Γερμανία υπήρξε προβληματισμός για το τι μπορεί να διαδεχθεί την προπολεμική Ακαδημία, η οποία είχε ταυτιστεί με τους ναζί. Η σκέψη ήταν να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό πολιτιστικό ίδρυμα. Αναζητήθηκαν λοιπόν λέκτορες / διδάσκοντες οι οποίοι να έχουν σχέση με τις διάφορες χώρες. Την προσοχή προσήλκυσαν πολύ νωρίς ο Γκιούντερ στην Αθήνα και κάποιος άλλος στη Ρώμη. Έτσι, αποφασίστηκε η ίδρυση του Ινστιτούτου Γκαίτε της Αθήνας.
Πώς εξελίχθηκε το Ινστιτούτο Γκαίτε με την πάροδο του χρόνου;
Αρχικά προσφέρονταν μαθήματα γλώσσας. Είναι εντυπωσιακό, αλλά εντός λίγων ετών ο αριθμός των ενδιαφερομένων αυξήθηκε κατακόρυφα, και από μερικές εκατοντάδες αρχικά, έφτασε τις τρεις χιλιάδες το 1958. Παράλληλα ξεκίνησαν και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, αρχικά με κλασικούς συνθέτες, αλλά μετά δόθηκε έμφαση και στη μοντέρνα μουσική και γενικότερα τη σύγχρονη τέχνη, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Γύρω στο ΄60 ξεκίνησε η επιμόρφωση καθηγητών γερμανικής γλώσσας για να βελτιωθεί η ποιότητα της διδασκαλίας. Στα τέλη της δεκαετίας αυτής ξεκίνησε ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο, η ενασχόληση με τη Μνήμη του σκοτεινού παρελθόντος της Γερμανίας, κάτι στο οποίο πρέπει να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο. H επόμενη τομή ήταν η επανένωση της Γερμανίας και τα ινστιτούτα της Ανατολής Ευρώπης, η οποία άλλαξε την οπτική μας και διεύρυνε την αντίληψή μας για ένα άλλο τμήμα της Ευρώπης που ήταν άγνωστο, κάτι που παίζει και σήμερα ένα σημαντικό ρόλο. Και φυσικά ο νέος ρόλος της ενωμένης Γερμανίας για τον οποίο εκφράζονταν η ανησυχία ότι θα κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Ήταν και αυτό ένα σημαντικό θέμα για μας.
Τι ρόλο έπαιξε το Ινστιτούτο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας;
Το σύνθημά μας ήταν και παραμένει η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω του διαλόγου. Όπου υπάρχουν αυταρχικές δομές, αντιλαμβανόμαστε το ρόλο μας ως ένα τόπο συνάντησης διαφορετικών κοινωνικών αντιλήψεων. Δεν προγραμματίζουμε κάτι συγκεκριμένο, αλλά δεν κλείνουμε την πόρτα μας στις διαφορετικές απόψεις οι οποίες καταπιέζονται. Μπορεί να έρθει οποιοσδήποτε να τις εκφράσει. Κάτι που παραμένει και σήμερα επίκαιρο θέμα, ιδίως σε αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα. Το τολμούμε, το τολμήσαμε και τότε και νομίζω πως έχει θετικό αντίκτυπο.
Έχετε επιτύχει τους αρχικούς σας στόχους ως ίδρυμα πολιτισμού;
Πρέπει διαρκώς να ανανεώνει κανείς τους στόχους του. Με αφορμή τα 70 χρόνια του Ινστιτούτου Γκαίτε της Αθήνας προβληματιστήκαμε για το ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Σκεφτήκαμε επί μακρόν και καταλήξαμε σε ένα παραδοσιακό ίσως μότο για την επέτειο : «Διάλογος – Εμπιστοσύνη – Δημιουργία». Θέλουμε να είμαστε ένα ίδρυμα στο οποίο οι άνθρωποι συναντιoύνται, συζητούν και οικοδομούν την εμπιστοσύνη, η οποία λόγω της πανδημίας και της παγκοσμιοποίησης έχει διαταραχθεί. Ειδικά για την Αθήνα αναρωτηθήκαμε, παρά την καλή μας φήμη για την οποία είμαστε ευγνώμονες, τι σημαίνει η παρουσία μας εδώ. Γι’ αυτό θέλουμε να ξεκινήσουμε πολλά πρότζεκτ, θα διοργανώσουμε συνεργατικές εκδηλώσεις διότι τα προβλήματα του μέλλοντος μπορούμε να τα επιλύσουμε μόνο από κοινού. Έμφαση θα δοθεί σε επίκαιρα θέματα, όπως είναι η βιωσιμότητα και η Ευρώπη, διότι θέλουμε να συμβάλλουμε στον διάλογο για το μέλλον της και την επίλυση προβλημάτων που παραμένουν ανοικτά. Θέματα δηλαδή τα οποία προσιδιάζουν με την ευρύτερη προσέγγισή μας.
Τι σχεδιάζετε για την επέτειο των 70 χρόνων;
Το πρόγραμμα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Θα κάνουμε μία έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), θα παρουσιάσουμε ένα αρχείο που έχει να κάνει με την κουλτούρα της Μνήμης, διότι η γνώση του παρελθόντος συμβάλλει στην αντιμετώπιση του μέλλοντος. Επίσης, μία έκθεση για την Ευρώπη από την οπτική γωνία καλλιτεχνών της ΝΑ Ευρώπης, πώς βλέπουν δηλαδή το ευρωπαϊκό εγχείρημα από καλλιτεχνική άποψη. Επίσης, μια έκθεση για τον τομέα εκπαίδευσης, για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, μια έκθεση -σε συνέχεια αυτής για το Βauhaus- σχετικά με το μέλλον της αρχιτεκτονικής, εκθέσεις για τη βιωσιμότητα, την τεχνητή νοημοσύνη. Εκδηλώσεις δηλαδή που εκτείνονται σε ένα ευρύ πεδίο. Θέλουμε να παρουσιάσουμε θέματα τα οποία αντικατοπτρίζουν αυτά που πρεσβεύουμε. Οι περισσότερες θα διοργανωθούν στο ριζικά ανακαινισμένο αρχιτεκτονικά και τεχνολογικά εκσυγχρονισμένο αντισεισμικό πλέον κτίριο της οδού Ομήρου με τους νέους διαρρυθμισμένους ανοικτούς σε όλους χώρους στους οποίους και σας προσκαλούμε.