Η βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή «Απόστρατος», με πρωταγωνιστές τους Μιχάλη Σαράντη και Θανάση Παπαγεωργίου, μετά την επιτυχημένη της έξοδο πέρυσι τον Φλεβάρη, που διακόπηκε απότομα λόγω της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, επιστρέφει online μέχρι τις 31 Μαρτίου στο viva.gr.
«Η ιδέα του “Απόστρατου” ξεκίνησε από ένα φαινόμενο πολύ διαδεδομένο στα πρώτα χρόνια της κρίσης: πολλοί τριαντάρηδες που τα είχανε βρει σκούρα οικονομικά μετακόμιζαν στα σπίτια παππούδων και γιαγιάδων που είχαν μείνει κλειστά μετά τον θάνατο των τελευταίων. Αυτή η παράδοξη “συγκατοίκηση” ήταν ιδιαίτερα γλαφυρή οπτικά: οι νέοι, με τα γυαλιστερά τους gadgets και τα μοντέρνα ρούχα, αποσύρονταν ηττημένοι σε έναν χώρο οικείο όσο και ξένο. Έναν χώρο που είχε την ταυτότητα, το άρωμα, τα πράγματα μιας άλλης γενιάς» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ζαχαρίας Μαυροειδής για τον «Απόστρατο».
Στην ταινία, ένας τριαντάρης επιχειρηματίας στα όρια της χρεοκοπίας (Μιχάλης Σαράντης), μετακομίζει στου Παπάγου, στη μονοκατοικία του παππού του, απόστρατου αξιωματικού που δεν ζει πια. Καθώς εγκλιματίζεται στο νέο σπίτι, συναντά παλιούς παιδικούς φίλους και γνωρίζει έναν ηλικιωμένο γείτονα (Θανάσης Παπαγεωργίου). Μαθαίνοντας για την φιλία του δεξιού, συντηρητικού παππού του με τον αριστερό, φτωχό συναγωνιστή του, αρχίζει να συνειδητοποιεί πολλά πράγματα, όχι μόνο για το παρελθόν της χώρας του αλλά και για το παρελθόν της οικογένειάς του και εν τέλει για τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ταινία φέρνει κοντά δύο διαφορετικές γενιές και παράλληλα κατορθώνει να τις συμφιλιώσει. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο και εξαρχής η πρόθεσή του σκηνοθέτη: «Η ταινία γεννήθηκε μέσα από τη σύγκρουση ενός αποτυχημένου τριαντάρη επιχειρηματία με τον εκλιπόντα οικογενειακό ήρωα, τον συνονόματο παππού του, απόστρατο αξιωματικό του Στρατού. Η σύγκρουση αυτή προκύπτει όταν ο εγγονός αφήνει τη ζωή του στη Γλυφάδα και μετακομίζει στο σπίτι του παππού του στου Παπάγου. Αυτή η “συγκατοίκηση” αποτελεί πεδίο σύγκρουσης αξιών, επιτευγμάτων, ρόλων, πριν καταλήξει στην συμφιλίωση».
Ο Μιχάλης Σαράντης ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς που συνάντησε ο Ζαχαρίας Μαυροειδής για την ταινία και αμέσως τον κέρδισε η αμεσότητα με την οποία μπαίνει στους ρόλους και η πολύ κινηματογραφική φυσιογνωμία του. «Αρχικά τον σκεφτόμουν για άλλο χαρακτήρα αλλά μετά από κάποια δοκιμαστικά κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου μια εκδοχή του Άρη, του εγγονού, η οποία, αν και διέφερε από αυτή που είχα θολά στο μυαλό μου όσο έγραφα το σενάριο, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και, κυρίως, απόλυτα αληθινή. Ο Μιχάλης “φόρεσε” τον ρόλο σαν να ήταν γραμμένος πάνω του, τελείως αβίαστα, χωρίς καμία αναστολή».
Τον Θανάση Παπαγεωργίου τον είχε σκεφτεί για τον ρόλο του Βάσου, τον κομμουνιστή φίλο του παππού που ζει παραδόξως στην γειτονιά, όσο έγραφε ακόμη το σενάριο. «Πέρα από την τεράστια υποκριτική του δύναμη, την υπέροχη φωνή του, το ζεστό του βλέμμα, ο Θανάσης αποπνέει μια βαθιά ριζωμένη αξιοπρέπεια η οποία ήταν καταλυτικό εφόδιο για τον ρόλο του Βάσου. Βλέποντας για πρώτη φορά την ταινία στη μεγάλη οθόνη, συνειδητοποίησα ότι ο Θανάσης κατάφερε να ερμηνεύσει εκπληκτικά μία σκηνή η οποία, από τεχνικής απόψεως, ήταν μια τεράστια υποκριτική μπανανόφλουδα. Είναι ίσως η πιο κρίσιμη σκηνή της ταινίας η οποία, αν δεν είχε βγει πειστική, θα είχε μπατάρει όλη η αφήγηση».
Η ταινία προσεγγίζει την οικονομική κρίση αλλά και τον Ελληνικό Εμφύλιο μέσα από το ταξίδι του πρωταγωνιστή. «Αυτό είναι ένα ταξίδι ενηλικίωσης, απογαλακτισμού από τους ψυχαναγκασμούς του καταναλωτισμού, συναισθηματικής ωρίμανσης. Σ’ αυτό το ταξίδι του εγγονού Άρη, που διαδραματίζεται στο σήμερα, αντιπαραβάλλεται η βιογραφία του παππού Αριστείδη την οποία ανασυνθέτει σταδιακά ο Άρης. Είναι η βιογραφία ενός αγοριού που γεννήθηκε σε κάποιο ορεινό χωριό της Στερεάς Ελλάδας, βρέθηκε έφηβος αντάρτης της ΕΚΚΑ στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο πολέμησε με τον Εθνικό Στρατό και μετέπειτα ακολούθησε μια πορεία ως αξιωματικός του Στρατού μετά πολλών εμποδίων η οποία έληξε πρόωρα όταν αποφάσισε να φέρει στου Παπάγου τον Βάσο, έναν κομμουνιστή φίλο του και πάλαι ποτέ συναγωνιστή του στην ΕΚΚΑ» αναφέρει ο σκηνοθέτης.
O «Απόστρατος» πρόλαβε να συστηθεί και να συναντήσει το κοινό του στις αίθουσες, πριν η πανδημία διακόψει τη διανομή της ταινίας στην τέταρτη εβδομάδα της. Όσο για το ποιες είναι οι σκέψεις του σκηνοθέτη για την επιστροφή και την online πρεμιέρα της, ο ίδιος απαντά:
«Μετά από ένα χρόνο πανδημίας νομίζω πως έχει διευρυνθεί πολύ η μερίδα του κοινού που αναζητά ταινίες και σειρές σε πλατφόρμες. Είμαι αισιόδοξος ότι ο “Απόστρατος” θα προσελκύσει εξίσου ετερόκλητο κοινό με αυτό που είχε έρθει στις αίθουσες, πέρσι τον Φλεβάρη και το καλοκαίρι στα θερινά. Η ταινία κατάφερε να μιλήσει σε ανθρώπους μιας μεγάλης ηλικιακής γκάμας κι αυτό φάνηκε και από τα δύο βραβεία που έλαβε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβρη του 2019: το Βραβείο Νεότητας από την επιτροπή φοιτητών του ΑΠΘ και το βραβείο κοινού Καλύτερης ταινίας. Κατά τ’ άλλα, το streaming ταινιών είναι μια πραγματικότητα που συμπορεύεται με την παραδοσιακή διανομή στις αίθουσες εδώ και αρκετά χρόνια. Η πανδημία ήρθε απλά να εδραιώσει την πρακτική αυτή καθώς έγινε η μόνη επιλογή. Θεωρώ ότι η διανομή από εδώ και στο εξής θα γίνεται ταυτόχρονα σε αίθουσες και πλατφόρμες. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτές οι δύο επιλογές είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους ή συμπληρωματικές η μία της άλλης».
Αυτή την περίοδο ο Ζαχαρίας Μαυροειδής δουλεύει δύο πρότζεκτ: μία μικρού μήκους ταινία animation και μία κωμωδία μεγάλου μήκους. «Η μικρού μήκους λέγεται “Cat-postal” και αφηγείται το οδοιπορικό μιας ομάδας αδέσποτων γατιών σε ένα Κυκλαδίτικο νησί κατά τη διάρκεια ενός χειμώνα όπου έχουν εξαφανιστεί οι άνθρωποι. Η ιστορία προέκυψε μέσα από το βιβλίο μου “Εφτά ψυχές στο στόμα” το οποίο φιλοδοξώ να δω κάποια μέρα ως μεγάλου μήκους ταινία animation. Η μεγάλου μήκους λέγεται “Το καλοκαίρι της Κάρμεν” και αφηγείται τις απέλπιδες προσπάθειες δύο αποτυχημένων ηθοποιών να καταξιωθούν καλλιτεχνικά γράφοντας ένα σενάριο βασισμένο στο ζωή τους στο οποίο ελπίζουν να πρωταγωνιστήσουν. Το πρότζεκτ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη διαδικασία του casting».
Φωτογραφία: Άρης Ράμμος
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ