Ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο και ειδικά για τους λάτρεις του φιλμ νουάρ. «Το Γεράκι της Μάλτας» αποτελεί το πρώτο ευρείας κυκλοφορίας φιλμ νουάρ, μία από τις σημαντικότερες ταινίες του αμερικάνικου σινεμά -το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία στην 23η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών- και η ευκαιρία για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ να ξεφύγει από τα γκανγκστερικά φιλμ και τα b-movies και να γίνει το πρότυπο ήρωα, ο θρύλος.
Είναι όμως και το ντεμπούτο στη σκηνοθεσία του σπουδαίου Τζον Χιούστον- ακόμη μία εντυπωσιακή πρωτιά στον κινηματογράφο, αφού μέχρι το 1940 έγραψε κάποια σενάρια, που δεν είχαν και μεγάλη επιτυχία, ενώ η περιπετειώδης ζωή του είχε πολλές φορές πιάσει πάτο.
Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από την πρώτη προβολή της κλασικής ταινίας, σε σενάριο του Ντάσιελ Χάμετ και είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε γιατί «Το Γεράκι της Μάλτας» είναι μία από τις καθοριστικές ταινίες του κινηματογράφου, αλλά και ποιος ήταν ο Τζον Χιούστον, ο γιος του έξοχου ερμηνευτή Γουόλτερ Χιούστον.
Το ιδιοφυές τρέιλερ, ο Γκρίνστριτ και το αγαλματάκι
Το 1941, στα μέσα Φεβρουαρίου, λίγο πριν την προβολή της ταινίας στις αρχές Μαρτίου, προβάλλεται το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας προκαλώντας τεράστια ανυπομονησία των σινεφίλ της εποχής. Σε μαύρο φόντο, ο εκ των συμπρωταγωνιστών Σίντνεϊ Γκρίνστριτ (σημαντικός Βρετανός ηθοποιός, που μπήκε στα κινηματογραφικά πλατό σε ηλικία 62 ετών!) καλεί την κάμερα να τον πλησιάσει για να διηγηθεί μία ιστορία 600 χρόνων για το «Γεράκι της Μάλτας», που κάτω από τα φτερά του κρύβει έναν υποτιθέμενο αμύθητο θησαυρό, αλλά και την ανθρώπινη απληστία…
Το στόρι της ταινίας, που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Χάμετ, περιστρέφεται γύρω από το περίφημο αγαλματίδιο. Έτσι, μετά τον φόνο του συνεταίρου του κι ενός άντρα που παρακολουθούσε, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ (Μπόγκαρτ) αναλαμβάνει να διαλευκάνει μια υπόθεση στην οποία μπλέκονται τρεις επικίνδυνοι κακοποιοί, μια μοιραία γυναίκα και το πολυπόθητο αγαλματάκι.
Δείτε το βίντεο:
Σκηνοθετική μαεστρία και Μπόγκαρτ
Η δράση μοιάζει ελάχιστη, καθώς πολλά μένουν εκτός κάδρου και υπονοούνται, η πλοκή χτίζεται φράση με τη φράση, λέξη με τη λέξη, ο Χιούστον χρησιμοποιεί κατά κόρον μεσαία πλάνα, από χαμηλή γωνία λήψης, ανεβάζοντας συνεχώς την ένταση και δίνοντας τον πρώτο λόγο στους πρωταγωνιστές. Ωστόσο, η μορφή του θρυλικού Μπόγκι όχι μόνο κυριαρχεί, αλλά είναι καθοριστική για την εξέλιξη και την επιτυχία της ταινίας. Ασυγκράτητος, πλημμυρίζοντας την οθόνη από την παρουσία του, αποτελεί μοντέλο ανδρισμού, περνά από τον κυνισμό στον ρομαντισμό και κάθε του κίνηση, από το άναμμα ενός τσιγάρου, μέχρι το στρίψιμο του καπέλου του γίνονται σύμβολα μιας μοναδικής γοητείας, ενός ασυμβίβαστου κόσμου.
Δίπλα στον Μπόγκαρτ, οι αξιοθαύμαστοι Σίντνεϊ Γκρίνστριτ και Πίτερ Λόρε. Ο πρώτος να κάνει τον ρόλο της ζωής του, με την αρχοντική εμφάνισή του, την περίπλοκη ομιλία του, τα περίεργα καλαμπούρια του, πρότυπο κακού και συνωμοτικού χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος ιδανικός για τον ρόλο του ερπετού. Δίπλα τους, στον ρόλο της μοιραίας, η έξοχη Μαίρη Άστορ, ενώ στη φωτογραφία ο Άρθουρ Έντισον και στη μουσική ο Άντολφ Ντόιτς.
Ο Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ
Ο Τζον Χιούστον (1906-1987), μαγεύτηκε από την υποκριτική τέχνη που υπηρετούσε ο πατέρας του, Γουόλτερ Χιούστον, πέρασε μία δύσκολη νεότητα, αφού πριν γυρίσει «Το Γεράκι της Μάλτας», μπορεί να σπούδασε Καλές Τέχνες στο Παρίσι, να μαγεύτηκε από το Χόλιγουντ και ειδικά από τον Τσάρλι Τσάπλιν, αλλά ξεκίνησε ως μποξέρ, μπήκε στο Ιππικό του Μεξικού, αναγκάστηκε να τραγουδά σε δρόμους του Λονδίνου και να μένει σε παγκάκια…
Ανυπότακτο πνεύμα, είχε χαρακτηριστεί και ο Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ, έζησε μία γεμάτη ζωή. Εκτός από σκηνοθέτης, υπήρξε και συγγραφέας, σεναριογράφος, ζωγράφος, ηθοποιός (ποιος θα τον ξεχάσει στο “Τσάιναταουν”;) σκληρός πότης και καπνιστής, αθεράπευτος γυναικάς, ένας τυχοδιώκτης που προκαλούσε τον τρόμο, με τις ιδιοτροπίες του, στους συνεργάτες του, ικανός να αφήσει τα γυρίσματα για να πάει να κυνηγήσει ελέφαντες…
Απέναντι στον Μακαρθισμό
Πολιτικά, ο Χιούστον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανένταχτος -ακόμη και αναρχικός-, αλλά τις δύσκολες εποχές του μακαρθισμού θα πάρει θέση, όπως και ο φίλος του ο Μπόγκαρτ και θα φτιάξει μία επιτροπή κατά των διώξεων στο Χόλιγουντ, ενώ όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως κομμουνιστική βιτρίνα. Αηδιασμένος από την πολιτική κατάσταση της περιόδου εκείνης, τη δεκαετία του ’50 εγκατέλειψε τις ΗΠΑ, για να μεταναστεύσει στην Ιρλανδία, όπου και απέκτησε την ιρλανδική υπηκοότητα.
Πολυσήμαντο έργο
Το έργο του πολυσήμαντο. Θα καταπιαστεί με θέματα που δύσκολα ακουμπούσαν στο Χόλιγουντ, πολλές φορές ήταν μία αιρετική φωνή σε ένα χώρο που ζούσε με τις συμβάσεις. Μερικές απ’ τις καλύτερες ταινίες του ήταν: «Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» (χαρίζοντας το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου στον πατέρα του και κερδίζοντας το Όσκαρ σκηνοθεσίας ο ίδιος), «Στη Βοή της Καταιγίδας», «Η Ζούγκλα της Ασφάλτου», «Η Βασίλισσα της Αφρικής» (το μοναδικό Όσκαρ ερμηνείας για τον Μπόγκαρτ!), «Οι Αταίριαστοι», «Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς», «Η Τιμή των Πρίτζι» και το κύκνειο άσμα του «Οι Δουβλινέζοι», που γύρισε με μάσκα οξυγόνου, λόγω των προβλημάτων υγείας που είχε.
«Σκοτώστε τα καθάρματα»
Έζησε τη ζωή του όπως ήθελε, έκανε πέντε γάμους και δεκάδες ερωτικές σχέσεις, απέκτησε πέντε παιδιά, το ένα το υιοθέτησε, έζησε για πολλά χρόνια στην Ιρλανδία και το Μεξικό και γύρισε συνολικά πάνω από 40 ταινίες και ντοκιμαντέρ.
Έπειτα από δέκα χρόνια προβλημάτων υγείας από το τσιγάρο, στις 28 Αυγούστου του 1987 θα πεθάνει από επιπλοκές της πνευμονοπάθειας, από την οποία έπασχε, κρατώντας το χέρι της κόρης του Αντζέλικα. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «σκοτώστε τα καθάρματα». Κατά βάθος πάντα… ρομαντικός, όπως και ο κορυφαίος ήρωάς του, Σαμ Σπέιντ.