Τι απασχολεί τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα; Μια καλή ιδέα μπορεί να πάρει κανείς μέσα από τις συμμετοχές του 25ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, που ξεκίνησε χτες (4/12/22) στον Πύργο. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τους τέσσερις κινηματογραφιστές από την Ελλάδα που συμμετέχουν φέτος στο Διαγωνιστικό Τμήμα του «KIDS & DOCS», το οποίο έχει τη «δική» του πόλη προβολών, την Αμαλιάδα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι τρεις από τις τέσσερις ταινίες έχουν ως κεντρικό θέμα την εκπαίδευση στην Ελλάδα –τα δύο μάλιστα εν καιρώ πανδημίας. Τι έχουν άραγε να «προτείνουν» μέσα από τις ταινίες τους οι δημιουργοί τους; Το τέταρτο ντοκιμαντέρ, τέλος, αφορά κάτι εντελώς διαφορετικό: τον «Καραγκιοζοπαίχτη της Νιόν», τον 13χρονο Έλληνα που ζει στην Ελβετία και παίζει θέατρο σκιών στα αγγλικά και γαλλικά. Εκτός από τον «Καραγκιοζοπαίχτη», που παρουσιάστηκε χτες με την έναρξη του Φεστιβάλ, οι υπόλοιπες ταινίες προβάλλονται σήμερα Δευτέρα 5/12.

«Όνειρα σε ρόδες»

«Πριν από κάποια χρόνια δούλεψα ως δασκάλα των τάξεων υποδοχής σε ένα δημοτικό σχολείο στα Εξάρχεια. Εκεί γνώρισα και συνεργάστηκα με τον κύριο Μπάμπη, τον κεντρικό ήρωα της ταινίας. Έμπαινα στην τάξη του για να βοηθήσω παιδιά που δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά να συμπεριληφθούν στο μάθημα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτή η τάξη λειτουργεί με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχα συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια στα άλλα σχολεία που είχα δουλέψει και από αυτό που εγώ η ίδια ως δασκάλα είχα στο μυαλό μου για το περιεχόμενο και τη μορφή της εκπαιδευτικής πράξης», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σοφία Λιούλια, δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Όνειρα σε ρόδες», δασκάλα, που ειδικεύεται στη γλωσσική εκπαίδευση παιδιών με προσφυγικό και μεταναστευτικό υπόβαθρο.

Η ίδια περιγράφει γλαφυρά αυτό που έζησε: «Τα παιδιά εργαζόντουσαν όλα μαζί γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι με τον δάσκαλό τους ακριβώς δίπλα τους ως ισότιμο μέλος της ομάδας. Δεν υπήρχε παράδοση του μαθήματος στον πίνακα. Τα παιδιά ήταν πολύ ενεργά, παρουσίαζαν, εξέφραζαν πράγματα που τα απασχολούσαν στην καθημερινή ζωή και έπαιρναν πρωτοβουλίες. Μπορούσαν να μετακινούνται ελεύθερα στον χώρο της βιβλιοθήκης, σε μια γωνιά της τάξης για να ξεκουραστούν όταν τελείωναν τις εργασίες τους και στην υπαίθρια τάξη για να εργαστούν μόνα τους κάτω από το μεγάλο πλατάνι. Το μέσα και το έξω από την τάξη ήταν χώροι που είχαν ενοποιηθεί. Ο χώρος της αυλής που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά ήταν ειδικά διαμορφωμένος με μεγάλα τραπέζια και καθίσματα σε κυκλική διάταξη για να διευκολύνουν τις συνελεύσεις τους. Υπήρχαν πολλά υλικά παντού μέσα στην τάξη και ένας όμορφος κήπος που φρόντιζαν όλα μαζί. Τα παιδιά στις συνελεύσεις τους συζητούσαν προβλήματα που προέκυπταν ή σκέψεις που τα απασχολούσαν», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Την ίδια στιγμή, οι εξορμήσεις στην πόλη ήταν κομμάτι της σχολικής ρουτίνας, ενταγμένες στο σχολικό πρόγραμμα. «Έβγαιναν δηλαδή από το σχολείο σχεδόν κάθε εβδομάδα γύρω από το καρότσι – βιβλιοθήκη τους για να ανακαλύψουν την πόλη. Επισκέπτονταν τα σπίτια συγγραφέων, έπαιζαν και φύτευαν στο πάρκο Ναυαρίνου, κολλούσαν τα αφισάκια τους, έκαναν στένσιλ, έπαιζαν ποδόσφαιρο στην αυλή του Πολυτεχνείου. Λίγους μήνες μετά πήρα την απόφαση να φτιάξω ένα ντοκιμαντέρ για αυτήν την τάξη και αυτόν τον δάσκαλο που να περιγράφει την όμορφη σχέση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους», σημειώνει η Σοφία Λιούλια, που θα ήθελε μέσα από το πρώτο αυτό ντοκιμαντέρ της «να φανεί πως υπάρχει μια άλλη σχολική πραγματικότητα, που μπορεί να υλοποιηθεί σε ένα δημόσιο σχολείο και μάλιστα σε τάξεις όπως αυτή που ακολουθεί η ταινία, όπου τα παιδιά έχουν μεταναστευτικό και προσφυγικό υπόβαθρο. Υπάρχει η ανάγκη μίας πιο διευρυμένης πρόσληψης του σχολικού χώρου που δεν περιορίζεται στη σχολική αίθουσα αλλά συμπεριλαμβάνει και τη γειτονιά με όλους τους πόρους της (ανθρώπινους, πολιτιστικούς, φυσικούς). Το σχολείο μέσω τέτοιων εγχειρημάτων από-ιδρυματοποιείται και ανοίγει τους ορίζοντές του στην πραγματική ζωή», τονίζει.

«Τέλος χρόνου»

«Έχοντας κλείσει μια δεκαετία από τότε που υπήρξα και εγώ έφηβος μαθητής, θέλησα να επιστρέψω στον σχολικό χώρο και να δω κατά πόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά για τα παιδιά σήμερα. Η πρόσβαση σε ένα δημόσιο Λύκειο στο κέντρο της Αθήνας μού έδωσε την ευκαιρία να παρατηρήσω μαθητές και εκπαιδευτικούς στη σχολική τους καθημερινότητα για αρκετό καιρό. Μέσα σε αυτό το διάστημα προέκυψαν πολλά αναπάντεχα γεγονότα όπως αποχή, κατάληψη, λοκντάουν, τηλεκπαίδευση, που έδωσαν μια άλλη τροπή στην εξέλιξη του έργου», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Λουκάς Παλαιοκρασσάς, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Τέλος χρόνου».

Οι συνθήκες γυρίσματος σε ένα σχολικό περιβάλλον δεν είναι και τόσο εύκολες. Πόσο μάλλον όταν υπάρχει κι ένα λοκντάουν στη μέση ή μια κατάληψη. «Ένα σχολικό περιβάλλον είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο μέρος για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα για οτιδήποτε απρόβλεπτο μπορεί να προκύψει και να το καταγράψεις χωρίς να διαταράσσεται η φυσικότητα της κατάστασης. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασα κοντά στους μαθητές βοήθησε στην εξοικείωσή τους με την κάμερα αλλά και στο να με εμπιστευθούν να καταγράψω προσωπικές τους στιγμές, όπως την κατάληψη του σχολείου ή τις δραστηριότητές τους κατά τη διάρκεια του λοκντάουν. Όταν δεν ήταν δυνατό να επισκεφθώ τα σπίτια τους λόγω περιοριστικών μέτρων, δόθηκε στα παιδιά εξοπλισμός για να καταγράψουν μόνα τους την καθημερινότητα της τηλεκπαίδευσης. Είμαι ευγνώμων σε αυτά τα παιδιά για τον χρόνο που αφιέρωσαν εκείνη τη δύσκολη περίοδο κάνοντας δυνατή την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ», επισημαίνει ο Λ. Παλαιοκρασσίας, που θα ήθελε «το ντοκιμαντέρ αυτό να φέρει τον θεατή αντιμέτωπο με την εικόνα μιας κατάστασης που ίσως βιώνει ως εκπαιδευτικός ή μαθητής, ή έχει βιώσει έχοντας υπάρξει έφηβος στο σχολείο και να μιλήσει γι’ αυτό».

«Ως δημιουργός δεν ήταν σκοπός μου να εξηγήσω καταστάσεις ή να προσφέρω εύκολες λύσεις. Πάντα προσπαθώ με τα έργα μου να προσφέρω μια καθαρή και αμερόληπτη απεικόνιση μιας κατάστασης που είναι ανοιχτή στην ερμηνεία από τον θεατή. Η δύσκολη εφηβική ηλικία και η κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένα θέμα που απασχολεί χιλιάδες γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς και μια προβολή μπορεί να γίνει αφορμή για όλους να εκφράσουν δικές τους σχετικές εμπειρίες», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Το στοίχημα»

«Όταν γνώρισα από κοντά το 1ο Γυμνάσιο Αυλώνα σκέφτηκα ότι αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σχολείο για να αναδειχτεί η δουλειά τους –τότε όμως προέκυψε η καραντίνα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μαρία Λεωνίδα, που σκηνοθέτησε την ταινία «Το στοίχημα». Η ίδια έχει ασχοληθεί επίσης με την εκπαίδευση, καθώς διδάσκει κινηματογράφο σε σχολεία. «Άρα με ενδιέφεραν οι δυνατότητες ύπαρξης κι άλλων ερεθισμάτων στα παιδιά. Το συγκεκριμένο είναι ένα δημόσιο σχολείο που έχει γίνει ξεχωριστό λόγω της διευθύντριάς του, Νάντιας Τσενέ, η οποία ενσαρκώνει την ουσία της διεύθυνσης ενός σχολείου και όχι τη γραφειοκρατία. Είναι ό,τι θα έπρεπε ένας διευθυντής σχολείου να κάνει: Να το κατευθύνει ως ο ‘καπετάνιος’ ενός καραβιού σε γόνιμα και πρόσφορα νερά, όχι απλώς να υπογράφει χαρτιά και να βάζει τιμωρίες. Και η Νάντια το κάνει αυτό απλόχερα και με ευρηματικότητα», τονίζει η Μ. Λεωνίδα, που με την ταινία της θέλει «να δώσει ερεθίσματα σε εκπαιδευτικούς, γονείς και παιδιά ότι υπάρχει και μια εκπαίδευση που μπορεί να είναι ενεργή, δραστήρια, αγαπησιάρα, να υπολογίζει τους νέους και να είναι και συνεργατική».

Όσο για τις συνθήκες των γυρισμάτων, η καραντίνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. «Το 2021 ανοιγόκλειναν τα σχολεία, οπότε ήμασταν στην κόψη του ξυραφιού, προσαρμοζόμενοι, αλλά ένας ντοκιμενταρίστας είναι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο –απλώς αυτή τη δεξιότητα την ακονίσαμε ακόμα περισσότερο όντας κι εμείς κλεισμένοι», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μ. Λεωνίδα για την περίοδο των γυρισμάτων που συνέπεσαν με την καραντίνα, η οποία έδωσε και το στίγμα της στην ταινία. «Ήταν τόσο ισχυρή που επικράτησε σεναριακά και στο μοντάζ. Δηλαδή η καραντίνα έχει έναν κυρίαρχο ρόλο πια στην ταινία –κάποιες φορές υπερσκελίζει το παιδαγωγικό κομμάτι και επειδή ως ντοκιμαντερίστρια μου αρέσει να αξιοποιώ τη δημιουργικότητα του μοντάζ, νομίζω ότι το έχω κάνει στην ταινία. Δηλαδή στο μοντάζ έγιναν αρκετά ‘παιχνίδια’ για να υπηρετηθεί μια δραματουργία», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Ο καραγκιοζοπαίχτης της Νιόν»

«Γνωρίζω τον Γιώργο, τον πρωταγωνιστή της ταινίας μου, από μικρό παιδί και έβλεπα την αγάπη του για την τέχνη του Καραγκιόζη. Με άγγιζε πολύ αυτή η ζωή του ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς, αυτή η αναζήτηση των ριζών. Επίσης ήμουν εντυπωσιασμένη και ενθουσιασμένη με όλη την οικογένεια του Γιώργου, με τις σχέσεις μεταξύ τους. Η υποστήριξη, η αγάπη, οι ουσιαστικές κουβέντες για τη ζωή με τα παιδιά (ο Γιώργος έχει αλλά δυο αδέρφια) αλλά και το χιούμορ, οι πλάκες –τα έχει όλα. Και έτσι γεννήθηκε η ιδέα αυτού του ντοκιμαντέρ, ένα ντοκιμαντέρ για μια οικογένεια ‘δεμένων’ ανθρώπων, που αγαπάνε και στηρίζουν ο ένας τον άλλον –και έναν πρωταγωνιστή που αναζητά την πορεία του στη ζωή», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ιρίνα Μπόικο, δημιουργός του «Καραγκιοζοπαίχτη της Νιόν».

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Νιόν, στην Ελβετία και στην Κρήτη «και ήταν απολαυστικά! Το συνεργείο μας ήταν τρία άτομα: Εγώ, ο διευθυντής φωτογραφίας ο Ξενοφώντας Βαρδαρός και ο ηχολήπτης ο Νίκος Χριστόπουλος και στην Ελβετία μας φιλοξένησε η οικογένεια που πρωταγωνιστούσε. Έτσι ήμασταν πάντα μαζί, ζούσαμε την καθημερινότητά τους και φιλμάραμε. Το ίδιο και στην Κρήτη –η φιλοξενία, η γενναιοδωρία, οι ανοιχτές καρδιές και η ζεστασιά των ανθρώπων που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ με έκαναν να μην θέλω να τελειώσουν τα γυρίσματα! Ήταν μια υπέροχη ομαδική συνεργασία και τους ευχαριστώ πολύ για αυτό, καθώς ευχαριστώ και τον συνθέτη Γιώργο Στεφανακίδη για τη δημιουργική συνεργασία και την όμορφη μουσική και τον παραγωγό Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη», υπογραμμίζει η γεννημένη στην Ουκρανία σκηνοθέτιδα, που έχει συνεργαστεί με διάφορους πολιτιστικούς φορείς στην Ελλάδα στον τομέα του κινηματογράφου και του θεάτρου, εκπροσωπώντας την και στο εξωτερικό.

Όσο για την επίδραση που θα ήθελε να έχει το ντοκιμαντέρ της στον κόσμο, η Ι. Μπόικο τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Θα ήθελα να μεταδώσει στους θεατές το πάθος και το ενθουσιασμό για τη ζωή και την τέχνη που έχει ο πρωταγωνιστής, να αισθανθούν πιο χαρούμενα, πιο όμορφα, να κάνουν όνειρα και να τα πραγματοποιούν».