«Άλλο ψηφιοποίηση, κι άλλο αποκατάσταση μιας ταινίας», υπογράμμισε η πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, Μαρία Κομνηνού, στο πλαίσιο συζήτησης με θέμα «Γαλλική Ταινιοθήκη και Ταινιοθήκη της Ελλάδος: συνεργασία και διδάγματα για τη συντήρηση, αποκατάσταση, ψηφιοποίηση και προβολή των ταινιών στις συλλογές τους».
Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (στις 18/10), στο πλαίσιο του αφιερώματος Ελλάδα – Γαλλία: Κινηματογραφικές Συναντήσεις.
Η κ. Κομνηνού αναφέρθηκε στους κώδικες δεοντολογίας που (πρέπει να) διέπουν τη διαδικασία της αποκατάστασης μιας κινηματογραφικής ταινίας, «να ακολουθούνται “καλές πρακτικές” που εξασφαλίζουν την όσο πιο πιστή αναπαραγωγή και αποκατάσταση της ταινίας και διασφαλίζουν ότι δεν υιοθετούνται οι πρακτικές των εμπορικών φορέων αλλά πραγματοποιείται μια εργασία διάσωσης στο υψηλότερο δυνατόν επίπεδο, όπως συμβαίνει και στην αποκατάσταση ή και την ανασκαφή αρχαιολογικών θησαυρών. Τα υπόλοιπα ήταν ψηφιοποιήσεις -που είναι κάτι πολύ διαφορετικό», όπως τόνισε η πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.
Κλείνοντας την παρέμβαση της, η κ. Κομνηνού ανακοίνωσε πως «με την ενθάρρυνση του υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, αρμόδιου για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, η Ταινιοθήκη έχει εκπονήσει μελέτη για τον πλήρη εκσυγχρονισμό των εργαστηρίων της, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στην σωστή διάσωση των έργων του ελληνικού κινηματογράφου. Η μελέτη αυτή θα υποβληθεί στα έργα που θα χρηματοδοτηθούν από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης».
Στην τοποθέτησή του ο Ερβέ Πισάρ, εκ μέρους της Γαλλικής Ταινιοθήκης, αρμόδιος για τη συντήρηση της κινηματογραφικής κληρονομιάς της Γαλλίας, και με σημαντική συμβολή στην αποκατάσταση της ταινίας «Οι Απάχηδες των Αθηνών», μίλησε για τον ρόλο των Ταινιοθηκών που είναι να «ανακαλύπτουν, να συντηρούν και να προβάλλουν την κινηματογραφική κληρονομιά» -κάτι το οποίο επιτυγχάνει με παραδειγματικό τρόπο η Γαλλική Ταινιοθήκη με πρόεδρο τον Κώστα Γαβρά. «Η διάσωση των ταινιών», υπογράμμισε ο Ερβέ Πισάρ, «είναι επιβεβλημένη, καθώς η ζημιά που έχουν υποστεί διεθνώς είναι σε κάποιες περιπτώσεις μη αναστρέψιμη, ενώ πολύ συχνά μιλάμε για ολόκληρα “κύματα” απόλυτης καταστροφής -σε εποχές που δεν ήταν διαδεδομένη η σημασία διατήρησης της κινηματογραφικής κληρονομιάς». Κρίσιμες ήταν, όπως εξήγησε, οι περίοδοι μετάβασης από την μικρού στη μεγάλου μήκους ταινίας, από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο και η περίοδος (δεκαετία του ’50) που απαγορεύτηκε η προβολή του (εύφλεκτου) φιλμ στις αίθουσες κάποιων χωρών ως άκρως επικίνδυνη. «Η γέννηση των ταινιοθηκών οδήγησε ευτυχώς στον εντοπισμό κάποιων χαμένων ταινιών».
Ο κ. Πισάρ επέστησε την προσοχή σε ένα πιθανό νέο κύμα επερχόμενης καταστροφής λόγω των ψηφιακών αρχείων που χρησιμοποιούνται σήμερα: «Θα φανταζόταν κανείς πως η πρόοδος της τεχνολογίας θα μας βοηθούσε, όμως η αλήθεια είναι πως τα ψηφιακά αρχεία έχουν έναν πολύ περιορισμένο προσδόκιμο ζωής. Τα ερωτήματα είναι πολλά: πόσες ταινίες από αυτές που γυρίζονται θα συντηρηθούν τελικά υπό σωστές συνθήκες; Και πόσα άραγε φιλμ θα ξεχαστούν στους σκληρούς δίσκους; Η αλήθεια είναι πως οι Ταινιοθήκες δεν είναι ακόμα σωστά προετοιμασμένες για όλο αυτό. Θα πρέπει να επινοηθούν νέες μέθοδοι, να δημιουργηθούν νέα επαγγέλματα, νέοι χώροι συντήρησης».
Κλείνοντας, υπογράμμισε την σημασία τού να έχουν οι Ταινιοθήκες το δικό τους εργαστήριο αποκατάστασης. «Αυτό τους εξασφαλίζει αυτονομία, σεβασμό στους κανόνες της αποκατάστασης, εγγύτητα με τα φιλμ της συλλογής τους και προφανώς εξοικονόμηση χρημάτων»,εξήγησε. Και χαιρέτισε την προοπτική της δημιουργίας ενός υπερσύγχρονου εργαστηρίου αποκατάστασης ταινιών στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Στη συζήτηση συμμετείχαν, επίσης, οι Ηλέκτρα Βενάκη, υπεύθυνη αποκατάστασης και ψηφιοποίησης της ταινίας «Οι Απάχηδες των Αθηνών», η οποία πρόσφατα ανέλαβε και την αποκατάσταση της ταινίας «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ροβήρου Μανθούλη και η Ιουλία Μέρμηγκα, διδάσκουσα Κινηματογραφικών και Πολιτισμικών σπουδών (ΕΚΠΑ), επιστημονική συνεργάτις της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.
Η κ. Βενάκη υπογράμμισε πως οι ταινίες δεν διασώζονται με την ψηφιοποίηση. Το μόνο που συντηρείται είναι το φιλμ. «Μόλις το 10 έως 20% των ταινιών μέχρι το 1930 έχει διασωθεί παγκοσμίως. Θεωρείται ότι το 80% των ταινιών του βωβού κινηματογράφου, έχει ολοκληρωτικά χαθεί. «Οι Απάχηδες των Αθηνών» ανήκουν πλέον στα διασωθέντα έργα αυτής της περιόδου, σε αυτό το 20% παγκοσμίως».
Επίσης μιλώντας για τη διαδικασία αποκατάστασης μιας ταινίας έθεσε το ερώτημα σε ποιον βαθμό είναι «ηθικά σωστό» να παρέμβει η διόρθωση του υλικού: «Με την ψηφιακή αποκατάσταση, ένα κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το “μέχρι που μπορούμε να πάμε”. Δηλαδή, θεωρητικά, στην ψηφιακή επεξεργασία μπορούμε να διορθώσουμε τα πάντα. Είναι όμως ηθικό, σωστό και καλλιτεχνικά αποδεκτό; Στην ψηφιοποίηση των Απάχηδων και της ταινίας Ψαράδες και ψαρέματα σεβαστήκαμε τις δυνατότητες της εποχής. Το “κούνημα της κάμερας” την επιλεκτική χρήση των ήχων κλπ, διότι αυτά ήταν τα μέσα της εποχής, αυτό ήθελαν και μπορούσαν να κάνουν οι δημιουργοί και εμείς έπρεπε να αναγνωρίσουμε αυτά τα στοιχεία και να τα αναδείξουμε, όχι μόνο για τις σύγχρονες προβολές αλλά και για τους ιστορικούς και θεατές/ακροατές του μέλλοντος».
Και βέβαια είναι και το κόστος: «Η Academy of Motion Picture Arts and Sciences υπολογίζει ότι το ετήσιο κόστος συντήρησης μιας ταινίας μέσου μεγάλου μήκους σε φιλμ ανέρχεται στα χίλια δολάρια, ενώ για την ίδια ταινία ψηφιοποιημένη σε 4Κ το ετήσιο κόστος συντήρησης ανέρχεται σε 12,5 χιλιάδες δολάρια» ανέφερε η κ. Βενάκη.
Σύμφωνα με την Ιουλία Μέρμηγκα, επειδή «στον σύγχρονο μετα-κινηματογραφικό ψηφιακό κόσμο, τα borne digital, τα παιδιά δηλαδή που δεν έχουν εμπειρία του αναλογικού κινηματογράφου ή γενικότερα της αναλογικής επικοινωνίας, αλλά και η παλαιότερη γενιά ζούμε μια βαθιά μετάλλαξη στη φύση της προσοχής, σηματοδοτημένη από τον πρωτοφανή αριθμό συσκευών και περισπασμών που την προκαλούν, είναι κρίσιμο να σκεφτούμε πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα ψηφιοποιημένα αριστουργήματα σε μόνιμες και ανταγωνιστικές κινηματογραφοφιλικές πλατφόρμες διαμοιρασμού, να δημιουργήσουμε ψηφιακά διαλειτουργικά και διαδραστικά περιβάλλοντα που δεν θα συσσωρεύουν απλώς ψηφιακό περιεχόμενο, αλλά θα το πλαισιώσουν με μια παιδαγωγική της φιλμικής κουλτούρας», καταλήγοντας: «αν στην παρούσα στιγμή, είναι γεγονός ότι αδυνατούμε να μεταμορφώσουμε τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και να απαλλαγούμε από τα οπτικοακουστικά σκουπίδια που παράγει σωρηδόν, θα πρέπει ωστόσο να μεριμνήσουμε για μια κινηματογραφοφιλική οικολογία της προσοχής που θα είναι αλληλένδετη με άλλες σύγχρονες οικολογίες που επιχειρούν να μεταμορφώσουν τις σχέσεις μας με το φυσικό περιβάλλον, τον εργασιακό και τον ελεύθερο χρόνο, την τεχνολογία και τις κοινωνικές ανισότητες».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ