Σαν σήμερα στις 18 Σεπτεμβρίου του 1905 γεννήθηκε η Σουηδή ηθοποιός Γκρέτα Γκάρμπο, μία από τις πιο γοητευτικές και διάσημες σταρ της μεγάλης οθόνης. Η αινιγματική ιδιωτική ζωή της έλαβε θρυλικές διαστάσεις.
Η Γκρέτα Λοβίζα Γκούσταφσον, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Στοκχόλμη από πολύ φτωχούς γονείς. Ως το 1923, χρονιά κατά την οποία πήρε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γκάρμπο, με το οποίο έμελλε να γίνει διάσημη στον κόσμο του κινηματογράφου, πέρασε δύσκολα χρόνια. Στα δεκατέσσερά της θα δουλέψει σε μπαρμπέρικο, μετά πωλήτρια και μοντέλο.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός σε διαφημιστικό φιλμ για ένα φούρνο, όπου γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Έρικ Πέτσλερ, ο οποίος της εμπιστεύθηκε ένα μικρό ρόλο στην ταινία του «Πέτερ ο αλήτης» («Luffar-Petter», 1922). Μεταξύ 1922 και 1924 μαθήτευσε στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Στο διάστημα αυτό γνωρίστηκε με τον διάσημο εκείνη την εποχή σκηνοθέτη Μάουριτς Στίλερ, ο οποίος της προσέφερε ένα σημαντικό ρόλο στο φιλμ «Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ» («Gösta Berling’s Saga»,1924), από το γνωστό μυθιστόρημα της νομπελίστριας συγγραφέως Σέλμα Λάνγκερλεφ.
Ο Στίλερ της έδωσε τότε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γκρέτα Γκάρμπο και την εκπαίδευσε στην υποκριτική του κινηματογράφου. Όταν το 1925 ο Σουηδός σκηνοθέτης πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεργαστεί με τη MGM, ζήτησε με επιμονή να παραχωρηθεί και στην Γκάρμπο ένα συμβόλαιο.
Με τη MGM, η Γκρέτα Γκάρμπο θα γυρίσει 24 ταινίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι: «Ο Χείμαρρος («The Torrent»,1926), «Σαρξ και Διάβολος» («Flesh and the Devil», 1927) και «Αγάπη» («Love», 1927), με τον δημοφιλέστερο τότε ηθοποιό Τζον Γκίλμπερτ, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το δικό της σ’ ένα ειδύλλιο, το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα.
Η μεγάλη της επιτυχία, όμως, θα έρθει το 1930, με το «Άννα Κρίστι», όταν θα ακουστεί για πρώτη φορά μέσα στις σκοτεινές αίθουσες η βαθιά, βραχνή φωνή της. Ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινίας της μεγάλης σταρ. Ένα χρόνο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Μάτα Χάρι», η οποία θα της χαρίσει τον τίτλο της πιο αινιγματικής σταρ του Χόλιγουντ.
Τον Ιούνιο του 1931 η Γκάρμπο θα γνωρίσει τη Μερσέντες ντε Ακόστα. Οι δύο γυναίκες θα συνδεθούν με μακροχρόνια φιλία, που θα τελειώσει πικρά το 1960, όταν η Ακόστα, περιγράφοντας στην αυτοβιογραφία της τη σχέση τους, θα ισχυριστεί ότι είχαν δεσμό και θα δημοσιεύσει μία γυμνόστηθη φωτογραφία της Γκάρμπο από ένα ταξίδι που είχαν κάνει μαζί στη Σιέρα Νεβάδα.
Τη δεκαετία του 1930 το άστρο της Γκρέτα Γκάρμπο συνεχίζει να λάμπει πάνω από το Χόλιγουντ, εξασφαλίζοντάς της δόξα, δύναμη και χρήμα. Χαρισματική μπροστά στην κάμερα, η Γκάρμπο θα συγκινήσει βαθιά το κοινό, ενσαρκώνοντας το 1937 τη Μαργαρίτα Γκοτιέ στο «Η κυρία με τις καμέλιες», τόσο ώστε κάποιοι θα ομολογήσουν ότι, παρακολουθώντας τον θάνατο της σταρ στην οθόνη, είδαν την ψυχή της να αποχωρίζεται από το κορμί της. Το ίδιο κοινό που συνέπασχε με το δράμα της Μαργαρίτας, θα γελάσει με την ψυχή του δύο χρόνια μετά, στην άλλη μεγάλη επιτυχία της Γκάρμπο, την κλασική «Νινότσκα».
Παρ’ όλα αυτά, θα χάσει για τρίτη φορά το Όσκαρ μέσα από τα χέρια της, αυτήν τη φορά από τη Βίβιαν Λι και το επικό «Όσα παίρνει ο άνεμος». Το Χόλιγουντ, όμως, δεν την ξεχνά και το 1954 της απονέμει ειδικό Όσκαρ για τις «αξέχαστες ερμηνείες της», το οποίο η Γκάρμπο δεν μπήκε καν στον κόπο να παραλάβει αυτοπροσώπως.
Η έντονη προσωπική ζωή
Η πιο γνωστή σχέση της ήταν με τον ηθοποιό Τζον Γκίλμπερτ. Πρωταγωνίστησαν μαζί για πρώτη φορά στην κλασική ταινία, Σαρξ και Διάβολος (Flesh and the Devil, 1926). H ερωτική ένταση τους στην οθόνη γρήγορα μεταφράστηκε σε ειδύλλιο εκτός οθόνης, και μέχρι το τέλος της παραγωγής, η Γκάρμπο είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του Γκίλμπερτ. Φέρεται πως ο Γκίλμπερτ της έκανε πρόταση γάμου τρεις φορές, πριν δεχτεί τελικά. Όταν, επιτέλους, ο γάμος κανονίστηκε το 1926, εκείνη δεν εμφανίστηκε στην τελετή. Αφού η σχέση είχε τελειώσει και η καριέρα του Γκίλμπερτ είχε καταρρεύσει, η Γκάρμπο του έδειξε μεγάλη αφοσίωση και επέμενε να παίξει μαζί της στη Βασίλισσα Χριστίνα το 1933, παρ´όλες τις αντιρρήσεις του επικεφαλής του στούντιο της MGM, Λούις Μπ. Μάγερ.
Γκάρμπο και Μερσέντες ντε Ακόστα
Φήμες λένε πως η Γκάρμπο ήταν αμφιφυλόφιλη, έχοντας απολαύσει σχέσεις με άντρες αλλά και γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, το 1931, η Γκάρμπο έγινε ερωμένη με τη συγγραφέα και κοσμική κυρία Μερσέντες ντε Ακόστα. Εντέλει, το ζευγάρι ξεκίνησε μια σποραδική και άστατη σχέση, που διακοπτόταν από μακρές περιόδους, κατά τις οποίες η Γκάρμπο την αγνοούσε και περιφρονούσε τα πολλά ερωτικά γράμματά της. Μέχρι το 1960, ο δεσμός είχε τελειώσει -ιδίως μετά την έκθεση, από την de Acosta-, των προσωπικών τους συναντήσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας γυμνόστηθης φωτογραφίας της Γκάρμπο, στην επίμαχη αυτοβιογραφία της, «Εδώ Βρίσκεται η Καρδιά».
Επιπλέον, η Γκάρμπο είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με τη χορεύτρια, μοντέλο και ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, Λουΐζ Μπρουκς, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στα απομνημονεύματά της. Περιέγραψε τη Γκάρμπο ως αρρενωπή, αλλά γοητευτική και τρυφερή ερωμένη.
Τέλος, πιθανότατα, είχε σύντομες σχέσεις με τον ηθοποιό Τζορτζ Μπρεντ, τον μαέστρο Λεοπόλδο Στοκόφσκι, τον διαιτολόγο Γκάγελορντ Χάουσερ και τον παντρεμένο μάνατζέρ της, Τζόρτζ Σλη.
Το 1941, σε ηλικία μόλις 36 ετών, εγκατέλειψε τον χώρο του θεάματος. Αν και διάσημοι άνδρες μπαινόβγαιναν στη ζωή της, κανένας δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα της μοναξιάς, που τη συντρόφευε ως τα βαθιά της γεράματα. Στις 15 Απριλίου 1990 πέθανε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 84 ετών.
Η Γκρέτα Γκάρμπο διέθετε, κατά την άποψη των σκηνοθετών της (Στίλερ, Παμπστ, Κιούκορ), αλλά και των κριτικών, το τέλειο ένστικτο του να κάνει τη σωστή κίνηση πάντα όποτε έπρεπε μπροστά στην κάμερα. Το ταλέντο της, η εντυπωσιακή ομορφιά της και η αδιαφορία της για την κοινή γνώμη έκαναν την καριέρα της μοναδική στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το στυλ της περιείχε μυστήριο και απροσδιόριστο μαγνητισμό, πράγματα που αντιπροσώπευαν ό,τι ακριβώς ζητούσε το κοινό της εποχής της. Το πρόσωπό της ενέπνευσε χιλιάδες απομιμήσεις. Το ειδικότερο ταλέντο της, να ενσαρκώνει τη μοιραία ηρωίδα που τα θυσιάζει στο τέλος όλα για τον έρωτα, βρήκε άμεση απήχηση στο κοινό.