Ο Τζον Ντίλιγκερ, ο πιο διαβόητος ληστής τραπεζών όλων των εποχών, o οποίος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 22 Ιουλίου του 1934, κατάφερε να γίνει μια εμβληματική φιγούρα κακοποιού, ένας νέος Ρομπέν των Δασών κατά μερικούς, ενώ κατά άλλους ένας αδίστακτος ληστής τραπεζών που ενέπνευσε το σινεμά.
Η ταινίες «Ο Ντίλιγκερ είναι νεκρός» του Μάρκο Φερέρι και «Δημόσιος Κίνδυνος» του Μάικλ Μαν πραγματεύονται την ιστορία του κακού που γίνεται «ήρωας» και συναρπάζει μέχρι και σήμερα τους φίλους του σινεμά.
Δείτε το τρέιλερ:
Ο διάσημος κακοποιός, στα 31 του χρόνια πέφτει νεκρός μπροστά σε θέατρο στο Σικάγο από τον πράκτορα του FBI, Μέλβιν Πάρβις.
Έως τότε είχε καταφέρει να κηρυχτεί ο «Υπ’ αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος», να αποδράσει δύο φορές και να κλέψει πάνω από 20 τράπεζες. Για τους Αμερικανούς που έχασαν τα σπίτια τους ήταν ο λαϊκός ήρωας, ο σύγχρονος Ρομπέν των Δασών. Αντίθετα, για την αστυνομία ήταν το «καθίκι» που τους ξέφευγε συνέχεια….
Ο γνωστός ληστής τραπεζών, γεννήθηκε στην Ινδιανάπολη (ΗΠΑ) στις 22 Ιουνίου 1903.
Σε ηλικία τριών ετών έχασε τη μητέρα του. Ο Τζον ήταν συντετριμμένος, αλλά και αναγκασμένος να μεγαλώσει με τον δεσποτικό πατέρα του. Ο πατέρας του είχε δικό του παντοπωλείο, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και δεν ανεχόταν καμία παρέκκλιση από τους κανόνες που είχε θέσει. Από μικρή ηλικία όμως, ο Ντίλινγκερ ήταν ατίθασος και ανήσυχος και συχνά αντιμετώπιζε τη σκληρή τιμωρία από τον πατέρα του. Αν και στη συνέχεια ο πατέρας του προσπαθούσε να επανορθώσει με όμορφα λόγια και δώρα, η πικρία και οι ψυχολογικές συνέπειες δεν άλλαζαν.
Όταν η μεγαλύτερη αδερφή του παντρεύτηκε, τον πήρε μαζί της στο νέο της σπίτι. Γρήγορα όμως κι εκεί ο Τζον κατάλαβε ότι δεν ταίριαζε. Το καλό ήταν ότι δεν είχε να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα του γονιού του που ξαναπαντρεύτηκε, όταν ο Τζον ήταν έφηβος. Ο Ντίλινγκερ επέστρεψε στο πατρικό του. Χωρίς να έχει ξεπεράσει τον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας, θεώρησε ότι η μητριά του θα ήταν κι εκείνη σκληρή, όπως ο πατέρας του. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Στη μητριά του βρήκε στοργή και μητρική αγάπη. Την αγάπησε σαν να ήταν η αληθινή του μάνα. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έμαθε μέσα από τη φυλακή ότι πέθανε, ήταν τόσο άσχημα ψυχολογικά που… που δεν είχε τη δύναμη να πάει στην κηδεία της.
Από παιδί ακόμα, ο Τζον Ντίλιγκερ υπήρξε μέλος διάφορων συμμοριών. Είχε την πρώτη συνάντησή του με τον νόμο στα δέκα του χρόνια, όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, επειδή έκλεψε κάρβουνα με τη συμμορία του, τη «βρόμικη δωδεκάδα».
Το 1923 κατατάχθηκε στο αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Μπέριλ Χόβιους. Παρότι προσπάθησε να νοικοκυρευτεί, δεν μπορούσε να κρατήσει καμία δουλειά και ο γάμος του σύντομα διαλύθηκε.
Ένα βράδυ του 1923 μέθυσε με έναν φίλο του, τον Έντγκαρ Σίγκλετον, και λήστεψαν μαζί ένα παντοπωλείο.
Ο Σίγκλετον κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο Ντίλιγκερ συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Οι περισσότεροι συγκρατούμενοί του ήταν διαβόητοι ληστές τραπεζών. Έτσι, κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων που έμεινε έγκλειστος, μετατράπηκε σ’ έναν στυγνό εγκληματία.
Όταν αποφυλακίστηκε, το 1933, άρχισε αμέσως τις ληστείες τραπεζών. Μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 11 τράπεζες, αφήνοντας πίσω του 15 νεκρούς και 17 τραυματίες αστυνομικούς και πολίτες, ενώ σκοτώθηκαν και 11 μέλη της συμμορίας του.
Αξιοσημείωτη ήταν δε, και η συμπεριφορά του Ντίλινγκερ ο οποίος γοήτευε τους ταμίες των τραπεζών έχοντας έναν ξεχωριστό και ευγενικό τρόπο να τους ζητεί τα… χρήματα!
Υπολογίζεται ότι από τις δεκάδες ληστείες είχε αποκομίσει περίπου 300.000 δολάρια. Το ποσό ήταν αστρονομικό για την εποχή εκείνη αν λάβουμε υπ΄ όψιν ότι οι οικονομικές πληγές που είχαν προκληθεί από το κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (1929) δεν είχαν ακόμη επουλωθεί.
Τον Ιανουάριο του 1934 ο Ντίλιγκερ και οι σύντροφοί του συνελήφθησαν. Τρεις μήνες αργότερα κατάφεραν να αποδράσουν και ξανάρχισαν αμέσως τις ληστείες. Το FBI τον χαρακτήρισε ως τον «Υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο», ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης τον επικήρυξε με 10.000 δολάρια.
Σε μία προσπάθεια να μπερδέψει τις αρχές, ο Ντίλιγκερ υποβλήθηκε σε μια σειρά πλαστικών επεμβάσεων, αλλάζοντας το πρόσωπο και τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Στις 22 Ιουλίου του 1934 η αστυνομία του έστησε ενέδρα έξω από ένα θέατρο του Σικάγου και κατά την
ανταλλαγή πυροβολισμών ο Ντίλιγκερ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το αν ο άντρας που σκοτώθηκε ήταν όντως ο Τζον Ντίλιγκερ, καθώς λόγω των πλαστικών επεμβάσεων δεν κατέστη δυνατή η αναγνώρισή του με απόλυτη βεβαιότητα.