Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου και του θεάτρου. Υπήρξε ένας από τους πιο εμβληματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, αλλά και ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα όλων των εποχών εξαιτίας της θυελλώδους  σχέσης του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Παρά την τεράστια επιτυχία του όμως δεν κατάφερε ποτέ να απαλλαγεί από τους προσωπικούς του δαίμονες και τους εθισμούς, οι οποίοι τελικά έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον πρόωρο θάνατο του.

O γνωστός ηθοποιός προτάθηκε για επτά Όσκαρ (έξι πρώτου κι ένα δεύτερου ανδρικού ρόλου), αλλά δεν ευτύχησε να κάνει δικό του το επίχρυσο αγαλματάκι.

Ποιος ήταν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον

Ο Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1925 στο Ποντρίντιφεν της Ουαλίας. Ήταν γιος ανθρακωρύχου και το δωδέκατο από δεκατρία παιδιά της οικογένειας. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Φίλιπ Μπάρτον, τον δάσκαλό του στην υποκριτική που τον βοήθησε να πάρει υποτροφία για την Οξφόρδη, άρχισε να χρησιμοποιεί ως επαγγελματικό όνομα το Μπάρτον.

Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1943, η θητεία του όμως ως αεροναυτίλος στην Πολεμική Αεροπορία της Βρετανίας (RAF) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέκοψε την καριέρα του. Το 1948 όχι μόνο ξανάρχισε τις θεατρικές παραστάσεις, αλλά έπαιξε και τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στην ταινία του Έμλιν Γουίλιαμς «The Last Days of Dolwyn». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με το θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Φράι «Η κυρία δεν είναι για κάψιμο» («The Lady is Not for Burning»), που ανέβηκε στο Λονδίνο και την επόμενη χρονιά στο Μπρόντγουεϊ.

Οι θεατρικές του επιτυχίες του άνοιξαν τον δρόμο για το Χόλιγουντ. O πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στην ταινία του Χένρι Κόστερ «Η εξαδέλφη μου Ραχήλ» («My Cousin Rachel», 1952) και συνοδεύτηκε από την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘50, ο Μπάρτον ειδικεύτηκε σε ιστορικούς ρόλους στον κινηματογράφο, με ταινίες όπως ο βιβλικός «Χιτών» («The Robe», 1953), η πρώτη σινεμασκόπ παραγωγή σε σκηνοθεσία Χένρι Κόστερ, και «Ο Μέγας Αλέξανδρος» («Alexander The Great», 1955) που σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Ρόσεν.

Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους ως Μάρκος Αντώνιος στο ιστορικό δράμα «Κλεοπάτρα» («Cleopatra», 1963), που σκηνοθέτησε ο Τζόζεφ Μάνκεβιτς και ήταν η πιο ακριβή ταινία που είχε γυριστεί μέχρι τότε. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ερωτεύτηκε σφοδρά την συμπρωταγωνίστριά του Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι, γεγονός που πυροδότησε καταιγισμό δημοσιευμάτων στον διεθνή Τύπο. Και οι δύο χώρισαν τους συζύγους τους και παντρεύτηκαν δύο φορές (1964-1974, 1975-1966), προτού χωρίσουν οριστικά.

Μια παθασμένη και δύσκολη σχέση

Τα ιδιωτικά ημερολόγια του Μπάρτον, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 2012, αποκάλυψαν ότι το 1969 ο γάμος τους ήταν γεμάτος παθιασμένο σεξ, εκρηκτικούς τσακωμούς, ζηλοτυπίες και ανησυχητικές ποσότητες ποτού.

Τα κείμενα αποκάλυψαν ότι τόσο ο Μπάρτον όσο και η Τέιλορ κατανάλωναν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, γεγονός που τους οδηγούσε σε όλο και πιο εκρηκτικές αντιπαραθέσεις.

Ο ηθοποιός είπε ότι οι έντονοι τσακωμοί συνεχίστηκαν για 15 μήνες καθώς το ζευγάρι άρχισε να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από το ποτό.

Μέχρι το 1972, τόσο ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, όσο και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, είχαν πολλές σχέσεις και έβαλαν τέλος στο γάμο τους τον Ιούνιο του 1974.

Ωστόσο, το διαζύγιο δεν κράτησε πολύ. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να μείνει μακριά ο ένας από τον άλλο. Ο χωρισμός διήρκεσε για λιγότερο από ένα χρόνο, πριν συμφιλιωθούν και παντρευτούν για δεύτερη φορά στη Μποτσουάνα το 1975.

Ο Μπάρτον, είπε αργότερα για τον δεύτερο γάμο: «Ήθελε να παντρευτεί ξανά. Εγώ δεν το ήθελα. Αλλά την παντρεύτηκα πάλι. Αυτό που θέλει η Λιζ, αυτό παίρνει… Είχα σταματήσει να πίνω τότε, οπότε θα έπρεπε να είμαι αρκετά νηφάλιος για να ξέρω τι έκανα, αλλά δεν ήμουν».

Το ζευγάρι γύρισε μαζί 11 ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν δύο θεατρικές διασκευές: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» («Who’s afraid of Virginia Woolf», 1966) του Μάικ Νίκολς, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Έντουαρντ Άλμπι και η σαιξπηρική κωμωδία «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» («The Taming of the Shrew», 1967) του Φράνκο Τζεφιρέλι.

Μετά την «Κλεοπάτρα», ο Μπάρτον ήταν πλέον ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς του Χόλιγουντ κι ένας από τους πρώτους ηθοποιούς που μπορούσε να απαιτήσει ένα εκατομμύριο δολάρια ή και περισσότερα για μία και μοναδική ταινία.


Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Ερρίκος Η’ στην ταινία «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (1969) Ήταν ακόμη τέσσερις φορές υποψήφιος για Όσκαρ στις ταινίες «Μπέκετ» («Becket», 1964) του Πiτερ Γκλένβιλ, όπου υποδύθηκε τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» («The Spy who came in from the Cold», 1965) του Μάρτιν Ριτ, βασισμένη στο ομώνυμο κατασκοπικό δράμα του Τζον Λε Καρέ με ήρωα ένα κυνικό άγγλο πράκτορα, «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» («Anne of the Thousand Days», 1969), όπου υποδύθηκε τον Ερρίκο Η’ και «Έκβους» («Equus», 1977) του Σίντνεϊ Λούμετ, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Πίτερ Σάφερ.

Από τις υπόλοιπες ταινίες του ξεχωρίζουν «Οι Νύχτες της Ιγκουάνα» («Τhe Night of the Iguana», 1964) του Τζον Χιούστον, «Η δολοφονία του Τρότσκι» (1972) του Τζόζεφ Λόουζι, «Όπου τολμούν οι αετοί» («Where Eagles Dare», 1968), «Επιχείρηση: Άγριες Χήνες» («The Wild Geese», 1978) και «1984» (1984) του Μάικλ Ράντφορντ, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Τζορτζ Όργουελ που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.

Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έπαιξε περιστασιακά και στην τηλεόραση, υποδυόμενος ιστορικά πρόσωπα, όπως τον Γουίνστον Τσόρτσιλ στην τηλεταινία «The Gathering Storm» (1974) και τον Ρίχαρντ Βάγκνερ στη μίνι σειρά «Wagner».

Επίσης, ο Μπάρτον απέσπασε τους επαίνους της κριτικής για τις θεατρικές του παραστάσεις. Έκανε περιοδείες στην Αγγλία και στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του’50 και του ‘60, με σαιξπηρικές παραγωγές, έδωσε μία αξέχαστη ερμηνεία του βασιλιά Αρθούρου στο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «Κάμελοτ» (1960 και 1980) και συμπρωταγωνίστησε με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο θεατρικό έργο του Νόελ Κάουαρντ «Ιδιωτικές ζωές» (1983).

Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον εκτός από τους δύο γάμους του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ παντρεύτηκε άλλες τρεις φορές και απέκτησε συνολικά τρία παιδιά. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών από εγκεφαλική αιμορραγία στο Σελινί της Ελβετίας. Πριν το θάνατό του είχε πει : «Δεν έχεις ζήσει, αν δεν έχεις συναντήσει την Ελίζαμπεθ Τέιλορ».