Το θάρρος ζωής μιας Ιρανής μουσουλμάνας που φτάνει από την Τεχεράνη στην Αθήνα αναζητώντας τον γιο της, αποκαλύπτει η δραματική περιπέτεια «Παρί» που βγαίνει στα θερινά σινεμά σήμερα.

Γυρισμένη εξολοκλήρου στην Αθήνα από τον Ιρανό, Έλληνα υπήκοο, Σιαμάκ Ετεμάντι, που ζει και εργάζεται χρόνια στην Ελλάδα, η ταινία έκανε πρεμιέρα στο 70ο Φεστιβάλ Βερολίνου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένα μεσοαστικό ζευγάρι Ιρανών φτάνει από την Τεχεράνη στην Αθήνα κι όταν ο φοιτητής γιος τους δεν εμφανίζεται στο αεροδρόμιο να τους υποδεχθεί, η μητέρα του, Παρί, θα ξεκινήσει μια αγωνιώδη προσπάθεια να τον βρει. Σηκώνοντας το βλέμμα της μέσα από το τσαντόρ, με λιγοστές γνώσεις Αγγλικών, στο πρώτο της ταξίδι εκτός Ιράν η Παρί χάνει τα στοιχεία που την καθορίζουν, καθώς θα βρεθεί να τριγυρνά μόνη, σε μια Αθήνα σκοτεινή όση και η κατάδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Δείτε το τρέιλερ:

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ακολουθεί η συνέντευξη του Σιαμάκ Ετεμάντι στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η «Παρί» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας. Έχει να κάνει με προσωπική σας ιστορία;

Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε όταν περίμενα τη μητέρα μου στο αεροδρόμιο της Αθήνας και σκέφτηκα ότι αν είχα πάθει κάποιο ατύχημα και δεν μπορούσα να την ενημερώσω τι θα έκανε αυτή η γυναίκα; Μια ευγενής ηλικιωμένη γυναίκα από την Τεχεράνη, που μιλά λίγα αγγλικά. Κι όταν κάποτε τη ρώτησα «τι θα έκανες αν δεν ερχόμουν;» μου απάντησε: «Θα γύριζα τον κόσμο ανάποδα και θα σ’ έβρισκα». Παρί είναι το όνομα της μητέρας μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ηρωίδα της ταινίας (την υποδύεται η Γερμανο-Ιρανή βραβευμένη ηθοποιός Μελίκα Φορουτάν) κινείται ατρόμητα σε ακραίες καταστάσεις, σαν εκστασιασμένη, ανακαλύπτοντας παράλληλα στίχους του Ρουμί. Ελπίζει στη δική της αναγέννηση;

Αυτό που την κινητοποιεί είναι η λαχτάρα της μάνας για το παδί της. Τίποτα δεν τη σταματά να βουτήξει και στα πιο σκοτεινά μονοπάτια, προκειμένου να το βρει. Το δεύτερο είναι η κλασική περσική ποίηση, βαθιά ριζωμένη στην περσική κουλτούρα. Στο Ιράν ή στο Αφγανιστάν μπορεί να μη ξέρουν να διαβάζουν αλλά γνωρίζουν απ’ έξω εκατοντάδες στίχους. Η λέξη έκσταση που χρησιμοποιούν οι Σούφι ποιητές σημαίνει λαχτάρα να βρεις τον αγαπημένο. Είναι κίνητρο που δεν σ’ αφήνει να μείνεις εκεί που ήσουν. Σε βάζει σε μια κίνηση, σε μια περιπέτεια στο τέλος της οποίας θα βγεις αναγεννημένος.

Η διαχείριση της ελευθερίας είναι πιο δύσκολη από την τήρηση των θρησκευτικών κανόνων; Ποια είναι η γνώμη σας;

Στις επιλογές μας δεν υπάρχει καλό ή κακό. Ακόμα και σε μια έννοια απόλυτη, όπως η ελευθερία, πάντα υπάρχει κόστος. Θεωρώ ότι οι παραδοσιακοί άνθρωποι που βασίζονται αποκλειστικά στη θρησκεία αισθάνονται μεγαλύτερη σιγουριά, επειδή για εκείνους λειτουργεί σαν εγχειρίδιο συμπεριφοράς στη ζωή. Άνθρωποι που σπάνε αυτήν τη δομή και ψάχνουν μόνοι τους αναγκαστικά θα βρεθούν σε όχι τόσο σαφείς καταστάσεις. Η ελευθερία τούς δίνει βέβαια την δύναμη και το κουράγιο να συνεχίζουν, αλλά είναι πιο δύσκολο. Επειδή η ελευθερία είναι αχαρτογράφητα νερά.

Δείχνετε μια εκδοχή φιξιόν της Αθήνας, λαβυρινθώδη και απειλητική.

 Αγαπώ πολύ την Αθήνα, ήρθα το 1995 σε ηλικία 23 ετών για σπουδές κινηματογράφου κι από τότε ζω κι εργάζομαι εδώ. Στην ταινία προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα σασπένς, η πόλη να συνομιλεί με τους χαρακτήρες, να αντανακλά τον εσωτερικό κόσμο της Παρί. Η Αθήνα έχει μια μοναδική ενέργεια. Από τη μια πλευρά έχει μικρές εκκλησίες, κρυμμένα σημεία, απ’ την άλλη μεγάλες αναταραχές και τα επεισόδια που γίνονται ευλαβικά κάθε χρόνο. Όλα αυτά τα στοιχεία πρόσφεραν τη σωστή ισορροπία και τις αντιθέσεις της ιστορίας. Το μοντέρνο και το αρχαίο. Το ιερό και το επαναστατικό, η ζωντάνια κι η παρακμή. Ο τόπος παίζει καθοριστική σημασία στην ταινία, αλλά δεν είναι ντοκιμαντέρ.

Από τη δεκαετία του 90 που εγκατασταθήκατε έως σήμερα η Αθήνα έχει γίνει πιο φιλική για τους μετανάστες;

Στη δική μου περίπτωση αισθάνθηκα εξαρχής ότι βρίσκομαι σ’ έναν χώρο οικείο. Είχα βέβαια την τύχη να συναντήσω και τους σωστούς ανθρώπους, βρέθηκα στο σωστό περιβάλλον. Σπούδασα κινηματογράφο, δούλεψα βοηθός σκηνοθέτη, τεχνικός, ηθοποιός, γύρισα ταινία μικρού μήκους (Cavo d’ Oro). Ο κόσμος με αποδέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά, από τότε ακόμα που δεν μιλούσα ελληνικά. Γενικότερα μιλώντας θεωρώ ότι η Ελλάδα, ειδικότερα η Αθήνα που γνωρίζω, έχει βαθιές πολιτισμικές ρίζες κι εύκολα μπορεί να ενσωματώσει ανθρώπους από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες, χωρίς να απειλείται ο πολιτισμός της.

Για τους σημερινούς πρόσφυγες η δυσκολία της κατάστασης έχει να κάνει και με τον αριθμό, τις συνθήκες στις οποίες έρχονται. Σίγουρα υπάρχει ένταση. Αλλά αυτή η συζήτηση υπήρχε και τη δεκαετία του 90 με τους Αλβανούς μετανάστες. Βλέπουμε όμως μετά από μια εικοσαετία πώς ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα.

Μιλήστε μας για τους ηθοποιούς, τη συνεργασία σας.

 Η Μελίκα (Φορουτάν) είναι γεννημένη στο Ιράν, έφυγε μικρή και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στη Γερμανία. Ο Σάχμπαζ Νοσίρ, ο συμπρωταγωνιστής, είναι Ιρανός ζει στη Γερμανία. Η εμπειρία και των δύο από τη μετανάστευση ήταν χρήσιμη για τις ερμηνείες των ρόλων στην ταινία μου. Οι Έλληνες της ταινίας Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Αργύρης Πανταζάρας, Δημήτρης Ξανθόπουλος είναι πολύ γνωστοί και φίλοι μου. Ελπίζω να απόλαυσαν τη συμμετοχή τους στην ταινία μου όπως εγώ.

Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης