Αν και διστάζει να δίνει συνεντεύξεις, ο Bong Joon Ho δέχθηκε να μιλήσει στο Dazed, μιας και πριν λίγες μέρες άρχισε η προβολή στις βρετανικές αίθουσες της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας διεθνώς «Παράσιτα». Ο σκηνοθέτης μίλησε και για τη δημιουργία της ταινίας και για το νόημά της.
Τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, ο Bong παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα σε μέλη μιας σικ οικογένειας της Σεούλ και, όπως και ο κινηματογραφικός ήρωάς του, ο Ki-woo, παρατηρούσε το πλούσιο σπίτι τους λες και ήταν ένα άλλο σύμπαν. Πάνω στους δυο μήνες, τον απέλυσαν. «Έχασα κάθε επαφή μαζί τους» λέει ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός. «Το αγοράκι στο οποίο έκανα μαθήματα μάλλον θα έχει πλέον σαρανταρίσει. Μπορεί να μην με θυμηθεί, ακόμη κι αν δει τα “Παράσιτα” ή τις συνεντεύξεις μου».
Αρχικά, ο Bong συνέλαβε την ιστορία ως θεατρικό έργο. Και αυτό εξηγεί το ότι μεγάλο μέρος εκτυλίσσεται κάτω από τη στέγη του σπιτιού των Park. «Αν ήταν μια θεατρική παραγωγή, το πλούσιο σπίτι και το φτωχό σπίτι θα ήταν τοποθετημένα πάνω σε μια περιστρεφόμενη σκηνή» διευκρινίζει. «Καθώς θα όδευε η ιστορία προς το τέλος, και τα δύο σπίτια θα ανυψώνονταν και θα άφηναν το μπούνκερ, το καταφύγιο, από κάτω. Το κόστος θα ήταν μεγάλο» κρυφογελά.
Σε παλαιότερες συνεντεύξεις του είχε υπαινιχθεί ότι η συγγραφή του δεύτερου μέρους της ιστορίας καθυστέρησε. Αλλά, αυτή τη φορά ερωτήθηκε για το ποιο ήταν το τέλος της αρχικής εκδοχής. Και απάντησε: «Η συγγραφή του σεναρίου μου πήρε τέσσερις μήνες και γύρω στα τέσσερα χρόνια η εξέλιξη και η επεξεργασία της ιδέας. Το πρώτο μισό ήταν πάντα το ίδιο -η διαδικασία διείσδυσης αυτής της οικογένειας στο πλούσιο σπίτι. Αλλά σε μια εκδοχή του τέλους αυτή η πλούσια οικογένεια, ένας-ένας, επιστρέφοντας σπίτι τους, θα σκοτωνόταν. Και η φτωχή οικογένεια θα καταλάμβανε πλήρως το σπίτι. Θα κλειδώνονταν μέσα όπως οι hikikomori -αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν οι Ιάπωνες για όσους δεν εγκαταλείπουν ούτε στιγμή το σπίτι τους. Και τότε θα κατέφθαναν οι συγγενείς της πλούσιας οικογένειας. Ήταν ένα παράδοξο και σουρεαλιστικό τέλος».
«Η φτωχή οικογένεια γίνεται μια ομάδα hikikomori μέσα στο μεγάλο, πλούσιο σπίτι. Περνάνε υπέροχα εκεί. Έχουν φαγητό και τα πάντα. Και τότε, το βράδυ με την καταρρακτώδη βροχή, σκάβουν στον κήπο και θάβουν τα τέσσερα μέλη της πλούσιας οικογένειας εκεί. Είναι πολύ σουρεαλιστικό» προσθέτει. Και συγκρίνει το αρχικό τέλος της ταινίας με την ταινία του 1962 του Λουίς Μπουνιουέλ «Άγγελος Εξολοθρευτής», στην οποία σε ένα βραδινό δείπνο σε σπίτι μεγαλοαστών οι επισκέπτες, ψυχολογικά, δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι. «Το θυμικό είναι ακριβώς σαν και αυτό. Άρα, σ’ αυτή την εναλλακτική εκδοχή δεν υπήρχε άνθρωπος στο μπούνκερ, η οικονόμος του σπιτιού δεν επέστρεψε ποτέ. Ήταν πιο απλό και ακραίο» υπογραμμίζει.
Παρά το ότι η ταινία αφορά τη Σεούλ, τα «Παράσιτα» έχουν καθηλώσει τους θεατές σε κινηματογραφικές αίθουσες σε όλον τον κόσμο. Η εξήγηση που δίνει ο Bong είναι ότι όλοι ζούμε σε έναν κόσμο που ακούει στο όνομα «καπιταλισμός» και ότι τα θέματα της ανισότητας είναι αρκετά ισχυρά ώστε να έχουν απήχηση σε κάθε χώρα. Είπε, μάλιστα, ότι «αν ένας Βρετανός συγγραφέας σεναρίων ή σκηνοθέτης ζητήσει να κάνει ριμέικ της ταινίας με Βρετανούς ηθοποιούς, στα σίγουρα θα έλεγα “ναι”, διότι όσον αφορά τον σχολιασμό του σύγχρονου καπιταλισμού η Βρετανία έχει σκηνοθέτες σαν τον Κεν Λόουτς και το Μάικ Λι που δίνουν τόσο πλούσια υφή. Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς τα “Παράσιτα” με σκηνικό το Λονδίνο».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ