Υπήρξε ένας από τους πιο ταλαντούχους και ακούραστους εργάτες του ελληνικού κινηματογράφου, ένας μαχητικός ιδεολόγος, ένας δύσκολος και συνάμα γλυκός άνθρωπος, που ποτέ κυνήγησε την αναγνώριση ή τις δάφνες της δόξας, αλλά και που ποτέ δεν του αναγνωρίστηκε η τεράστια συμβολή του στο ελληνικό σινεμά.
Ο Ντίνος Κατσουρίδης, ένα σωστό πολυεργαλείο του σινεμά, δούλεψε ως βοηθός οπερατέρ, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας, σεναριογράφος, παραγωγός και φυσικά σκηνοθέτης, υπογράφοντας, μάλιστα, ορισμένες από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Η συμβολή του τεράστια σε αυτό που ονομάζουμε παλιός ελληνικός κινηματογράφος, καθώς χωρίς αυτόν, μαζί με τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Ντίνο Δημόπουλο, άντε και δύο τρεις ακόμη, το παλιό ελληνικό σινεμά θα περιοριζόταν στις κωμωδίες του Φίνου, που μπορεί να ήταν τις περισσότερες φορές χαριτωμένες, αλλά και σχεδόν πάντα ανούσιες.
Μέχρι τα γεράματά του, ήταν πάντα δραστήριος, μένοντας όμως στην αφάνεια, μπλεγμένος στα καλώδια, στους φακούς και στις λάμπες φωτισμού, κάνοντας θαύματα με την ελάχιστη τεχνική υποδομή και τα λιγοστά χρήματα της ελληνικής παραγωγής, ξεπερνώντας προβλήματα ως πολυμήχανος κινηματογραφιστής.
Συμπληρώνοντας δέκα χρόνια από τον θάνατό του (28 Νοεμβρίου 2011) είναι μία μοναδική ευκαιρία να θυμηθούμε το σπουδαίο έργο του στο ελληνικό σινεμά, τον ανυπότακτο χαρακτήρα του, τη γενναιοδωρία του.
Από τη Λευκωσία στη Σχολή Σταυράκου
Ο Ντίνος Κατσουρίδης γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1926 στη Λευκωσία και από παιδί έδειξε τον ακέραιο χαρακτήρα του, την ευστροφία του, την αγάπη του για γνώση. Έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή, αλλά λόγω «κοινωνικών φρονημάτων» θα βρεθεί στη νεοϊδρυθείσα Σχολή Σταυράκου απ’ όπου αποφοίτησε το 1951, για να μπει άμεσα στα κινηματογραφικά πλατό.
Η αναγνώριση στο «Μικρό Χόλιγουντ»
Θα βρεθεί δίπλα στον Γρηγόρη Γρηγορίου για την πρώτη ίσως απόπειρα νεορεαλιστικού δράματος στην Ελλάδα, το «Πικρό Ψωμί», ως βοηθός σκηνοθέτης. Για τα επόμενα οχτώ χρόνια θα εργαστεί στη Φίνος Φιλμ ως οπερατέρ και φωτογράφος πλατό, σε 21 συνολικά ταινίες που γύρισαν, μεταξύ άλλων, ο Τζαβέλλας και ο Σακελλάριος. Η δουλειά που κάνει ορισμένες φορές στη φωτογραφία είναι και αυτό που τις ξεχωρίζει απ’ τις υπόλοιπες ταινίες. Μελετημένα πλάνα και εξαντλητική λεπτομέρεια στους φωτισμούς. Γνώση, ταλέντο και ευστροφία θα τον κάνει περιζήτητο στη μικρή πιάτσα του «Μικρού Χολιγουντ», όπως έλεγαν την περιοχή στην πλατεία Κάνιγγος επειδή εκεί ήταν οι περισσότερες κινηματογραφικές εταιρείες παραγωγής και διανομής.
Φιλμ νουάρ
Το 1960 θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία. Πρόκειται για το ιστορικό δράμα «Είμαι Αθώος», μεταφέροντας το ομώνυμο θεατρικό έργο, βασισμένο στην υπόθεση Ντρέιφους, του Μανώλη Σκουλούδη στη μεγάλη οθόνη. Αν και το στομφώδες σενάριο δεν βοηθά, η δουλειά που θα κάνει ο Κατσουρίδης είναι εμφανής και θα βοηθήσει τους Αλεξανδράκη και Μυράτ να καταγράψουν δύο καλές ερμηνείες. Τον επόμενο χρόνο θα ακολουθήσει το «Έγκλημα στα Παρασκήνια», ένα από τα πρώτα και αξιοπρόσεκτα φιλμ νουάρ στην Ελλάδα, σε σενάριο Γιάννη Μαρή, που θα χαρίσει το βραβείο Φωτογραφίας στον, επίσης, εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, αλλά και το βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου στην υπέροχη Ζωρζ Σαρή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το επίτευγμα του Ζήκου
Το 1963 θα γυρίσει την συμπαθέστατη κωμωδία με τον Κώστα Χατζηχρήστο «Ο Κύριος Πτέραρχος», ενώ αμέσως μετά θα μεταφέρει από το θέατρο την τεράστια επιτυχία «Της Κακομοίρας», σίγουρα μία από τις καλύτερες και ντελιριακές κωμωδίες του ελληνικού σινεμά. Εδώ θα σταθούμε. Και αυτό γιατί η συμβολή του Κατσουρίδη είναι καθοριστική στην αθάνατη ερμηνεία του Χατζηχρήστου. Ο Κατσουρίδης όχι μόνο θα βάλει σε τάξη το σενάριο, θα κόψει ότι δεν κολλάει με το σινεμά, θα περιορίσει τη θεατρικότητα και τους αυτοσχεδιασμούς του δημοφιλή πρωταγωνιστή (όσο μπορεί να είναι δυνατόν κάτι τέτοιο), αλλά θα κάνει και κάτι που δύσκολα θα βρεις στο παγκόσμιο σινεμά. Θα περιορίσει στο ελάχιστο κάθε σκηνοθετικό εύρημα ή κάτι που θα τον αναγνώριζε ως σκηνοθέτη, αφήνοντας τον θεατή να κάνει αυτό που λάτρευε: Να ξεκοκαλίσει κάθε κουβέντα, κάθε ατάκα, κάθε κίνηση του Χατζηχρήστου, στη μεγαλειώδη αυτή ερμηνεία του. Και μαζί να χαρίσει την καλύτερη ερμηνεία στον Κώστα Δούκα (στον ρόλο του μεγαλομπακάλη), αλλά και να αναδείξει το ταλέντο, πέρα από τη μανιέρα, των Νίκου Ρίζου, Μαρίκας Νέζερ, Νίκου Φέρμα και των δύο κοριτσόπουλων, της Νέλλης Παππά και Ντίνας Τριάντη.
Το χέρι του Κατσουρίδη
Το 1965 θα γυρίσει το σκληρό για την εποχή, δράμα «Οι Αδίστακτοι» χαρίζοντας το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον Νίκο Κούρκουλο, Ταυτόχρονα, όμως, θα συνεχίσει να δουλεύει ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ. Δεν είναι λίγες οι ταινίες που ξεχωρίζουν από τον σωρό μόνο και μόνο επειδή ο Κατσουρίδης έχει βάλει το χέρι του. Αν πρέπει να θυμηθούμε μία ταινία απ’ αυτές είναι η περίφημη «Καφετζού» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Μίμη Φωτόπουλο, όπου ο Κατσουρίδης θα κάνει θαύματα τόσο ως μοντέρ όσο και ως διευθυντής φωτογραφίας, με άψογη τεχνική και αρτιότατο ρακόρ και δίνοντας το κλίμα της εποχής, το μελαγχολικό αλλά και κωμικό στοιχείο της ταινίας.
Κολλώντας με τον Θου Βου
Κι εκεί που ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πάρει τη μεγάλη κατηφόρα, επηρεασμένος και από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, ο Κατσουρίδης θα συναντηθεί με τον Θανάση Βέγγο, κάνοντας τη φωτογραφία στο ξεκαρδιστικό «Θου Βου Φαλακρός Πράκτωρ: Επιχείρησις Γης Μαδιάμ». Οι δυο τους θα κολλήσουν με τη μία και θα γυρίσουν μαζί εννέα ταινίες. Ειδικά ο Κατσουρίδης θα σταθεί στον αγαπημένο πρωταγωνιστή ακόμη και όταν όλοι του γύρισαν την πλάτη, όταν χρεοκόπησε και αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα.
Αντιφασίστας
Τη διετία 1971-1972 θα γυρίσουν μαζί δύο σπουδαίες ταινίες. Η πρώτη, ίσως η καλύτερη ταινία του ελληνικού σινεμά, θα είναι η εμβληματική αντιφασιστική δραματική κωμωδία «Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση», μία ταινία ορόσημο για τον Θανάση Βέγγο, μία ανάσα για έναν λαό που πλέον έπαιρνε κουράγιο για να πετάξει από πάνω του τον γύψο, να δώσει τη μάχη, όπως και ο ήρωας της ταινίας, που από έναν φοβισμένο απλό ανθρωπάκο, μετατρέπεται σε έναν αγωνιστή, που είναι έτοιμος να θυσιαστεί για την ελευθερία. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, η ταινία διαθέτει ορισμένες αξέχαστες υποβλητικές σκηνές, με τον Βέγγο να γνωρίζει την αποθέωση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και υπέροχες ατάκες, σε ένα πραγματικά καλογραμμένο σενάριο που υπέγραψαν ο Κατσουρίδης με τον Γιαλαμά.
Ύμνος στους κατατρεγμένους
Το επόμενο σημαδιακό βήμα και των δύο ήταν το, ακόμη πιο πολιτικό, φιλμ «Θανάση Πάρε το Όπλο σου», για τη ζωή των κατατρεγμένων σε μια αφιλόξενη χώρα την οποία λυμαίνονται οι παρακρατικοί, οι πρώην μαυραγορίτες και όλοι αυτοί που βρίσκονται, ώ του θαύματος, σχεδόν πάντα στα πράγματα. Δίπλα στον συγκλονιστικό Θανάση Βέγγο, η σοφά μετρημένη και χαμηλόφωνη Έφη Ροδίτη, ενώ υπέροχος στον ρόλο του ανθρώπου που θα είναι πάντα στα πράγματα, ο Βάσος Ανδρονίδης.
Μπροστάρης και στο νέο ελληνικό σινεμά
Ο πάντα ανοιχτός στις προκλήσεις, Ντίνος Κατσουρίδης, θα αναλάβει την παραγωγή της πρώτης και εμβληματικής ταινίας, του νέου ελληνικού κινηματογράφου, «Το Προξενιό της Άννας», που γύρισε το 1972 ο Παντελής Βούλγαρης, ενώ έκανε και το μοντάζ. Ως καλός “κινηματογραφικός πατέρας” του νεαρού ταλαντούχου τότε σκηνοθέτη, νωρίτερα είχε χρηματοδοτήσει και το φιλμ μικρού μήκους “Κλέφτης και Τζίμης ο Τίγρης” στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τις δεκαετίες του ’70 και ’80, εκτός από τις ταινίες με τον αγαπημένο του φίλο Θανάση Βέγγο, θα δουλέψει ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ σε φιλμ νέων συναδέλφων του, ενώ διετέλεσε και μαχητικός πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών.
Σαν σήμερα το 2011 τον χάσαμε από κοντά μας. Το ελληνικό σινεμά έχασε έναν πολύτιμο εργάτη, έναν αγωνιστή, έναν γλυκό άνθρωπο, που προσέφερε τα μέγιστα και θα τον θυμόμαστε πάντα με απεριόριστο σεβασμό για το έργο του, αλλά και γιατί έδωσε την ευκαιρία στους αλησμόνητους Θανάση Βέγγο και Κώστα Χατζηχρήστο να ερμηνεύσουν ρόλους που ξέφυγαν από την, εκ των πραγμάτων, φτώχεια του ελληνικού σινεμά.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ