Μετά την επίσημη πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Σάντανς τον περασμένο χειμώνα, και ακολουθώντας μια εντυπωσιακή φεστιβαλική διαδρομή ανά τον κόσμο, ο «Οίκτος», η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Μπάμπη Μακρίδη μετά το «L» προσγειώνεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, όπου θα προβάλλεται έως τις 7 Οκτωβρίου, ξεκινώντας από εκεί την πορεία της στις ελληνικές αίθουσες.
H βραβευμένη ταινία του Μπάμπη Μακρίδη μιλά για το κυνήγι της δυστυχίας που γίνεται αυτοσκοπός στη ζωή ενός άνδρα (Γιάννης Δρακόπουλος) σ’ έναν κόσμο που δεν είναι αρκετά σκληρός γι’ αυτόν. Ο σκηνοθέτης που συνυπογράφει το σενάριο με τον Ευθύμη Φιλίππου, χαρακτηρίζει τον «Οίκτο» ως μια τραγική κωμωδία, την ίδια στιγμή που οι διεθνείς κριτικές κάνουν λόγο για «μια ελληνική στο έπακρο μαύρη κωμωδία» (Variety) και «ένα παράλληλο με την πραγματικότητα σύμπαν, αλλά πιο ζοφερό και αστείο» (Cineuropa).
Ο Μπάμπης Μακρίδης μίλησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη νέα του ταινία, μία σπουδή στη λύπη με φόντο την αθηναϊκή ριβιέρα.
Πώς θα περιγράφατε τον «Οίκτο» σε κάποιον που δεν έχει ιδέα για το τι είναι; Ως μια δραματική κωμωδία ή ένα κωμικό δράμα; Τι θα λέγατε ότι υπερισχύει;
Όταν ξεκινήσαμε τόσο τη συγγραφή όσο και το γύρισμα, μιλούσαμε για μια μαύρη κωμωδία γνωρίζοντας ότι στο μοντάζ όλα αυτά μπορεί να παγώσουν και να μείνουν ψήγματα της κωμωδίας. Δεν πιστεύω στο υπερβολικό δράμα. Πιο δραματική είναι μια ταινία όταν είναι αστεία. Από εκεί και πέρα, εξαρτάται από την κρίση του θεατή. Στις προβολές στην Αμερική το κοινό ήταν πιο ανοιχτό και γελούσε από τον πρώτο μεσότιτλο, ενώ στο Ρότερνταμ όλη η αίθουσα ήταν παγωμένη. Το ιδανικό πάντως για μένα είναι ν’ ακούω τον κόσμο να γελάει μέσα στην αίθουσα.
Αυτή είναι η δεύτερη ταινία σας που υπογράφετε το σενάριο μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου. Πώς δουλεύετε μαζί;
Μετά το «L», πέρασε πολύς καιρός μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε και στο τραπέζι έπεσε η ιδέα του «Οίκτου». Συνήθως ο Ευθύμης γράφει, έρχεται μ’ ένα draft, το συζητάμε, μετά από δέκα μέρες ξανασυναντιόμαστε και κάπως έτσι προχωράει. Κάποιες σκηνές μπορεί να τις γράψω και εγώ αλλά ο λόγος του Ευθύμη είναι αυτός που υπερισχύει ουσιαστικά. Όλο αυτό διήρκησε 3-4 χρόνια. Εγώ ήμουν ο δύσκολος που ζητούσα συνεχώς αλλαγές. Μπορεί να τον κούρασα και λίγο τον Ευθύμη. Στο «L» το σενάριο ήταν πολύ πιο αυτοσχεδιαστικό, φτιαχνόταν στο γύρισμα. Αν δεν λειτουργούσε μία σκηνή την αλλάζαμε το ίδιο βράδυ. Ο Ευθύμης ήταν με ένα στυλό δίπλα στην κάμερα και έγραφε τις πρόζες επί τόπου. Εδώ ήταν πολύ πιο αυστηρό το πλαίσιο, δεν άλλαξε τίποτα από το αρχικό σενάριο.
Οι ηθοποιοί σας παίζουν με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο, ειδικά ο Γιάννης Δρακόπουλος μοιάζει σαν μοντέρνος Μπάστερ Κίτον. Ποια ήταν η κατεύθυνση που τους δώσατε;
Το μόνο που κάναμε είναι ότι διαβάσαμε δύο φορές το σενάριο, τους εξήγησα ότι πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία ώστε να το έχουν βαθιά στο μυαλό τους και μετά όλα τα υπόλοιπα τα βρήκαμε στο γύρισμα. Δεν κάναμε πρόβες, ούτε έκατσα να εξηγήσω στον καθένα ξεχωριστά ποιος είναι, από πού έρχεται και πού πάει. Τα θεωρώ λίγο περιττά όλα αυτά. Είναι καλύτερα να ζει τη στιγμή ο ηθοποιός και να μην πολυξέρει τι γίνεται. Εμένα μ’ ενδιέφεραν τα βλέμματα και κυρίως του Γιάννη το οποίο καταφέραμε να έχει μία κλιμάκωση: η ανάγκη που έχει στην αρχή να γίνει απόγνωση στο τέλος. Ο Μπάστερ Κίτον ήταν μια αναφορά όπως και ο Καουρισμάκι επίσης. Αυτό που προσέξαμε ήταν να μην υπάρχει υπερβολή στην ερμηνεία. Κρατήσαμε μόνο τις πιο μίνιμαλ εκφάνσεις του ρόλου.
Η επιλογή του Γιάννη Δρακόπουλου η οποία εξελίχθηκε σε ένα από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας, μοιάζει κάπως παράτολμη μιας και είναι ένας ηθοποιός που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε καθαρά κωμικούς ρόλους και ειδικά στην τηλεόραση.
Βλέπαμε ηθοποιούς από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να γράφουμε το σενάριο. Ψάχναμε δύο χρόνια τον κατάλληλο και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των οντισιόν ήταν που κατάλαβα κι εγώ την κατεύθυνση που ήθελα να έχει ο χαρακτήρας. Ο Γιάννης βρέθηκε ύστερα από πρόταση του γραφείου κάστινγκ τρεις μήνες πριν το γύρισμα. Ήρθε στο γραφείο μου και τον έβαλα να διαβάσει μια πρόζα. Μου άρεσε πάρα πολύ η φωνή του, μου έδωσε αμέσως τη διάθεση του ήρωα. Την άλλη μέρα τον πήρα και του είπα να προχωρήσουμε μαζί.
Και σε αυτήν την ταινία, όπως και στο «L», έχουμε να κάνουμε με έναν άντρα ο οποίος είναι ασύμβατος με τον κόσμο στον οποίον ζει. Ταυτίζεστε με αυτούς τους ήρωες;
Πάντα με γοητεύουν οι άνθρωποι που προσπαθούν να αποδράσουν από κάτι, όπως ο Χουντίνι που λυνόταν και δραπέτευε από τις δεξαμενές που ήταν δεμένος. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις (και στο «L» και στον «Οίκτο») οι ήρωες μου δεν το πολυκαταφέρνουν. Και στη μικρού μήκους ταινία μου «Ο Τελευταίος Φακίρης» πάλι ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να ξεφύγει από τον περίγυρο του. Μάλλον είναι ένα θέμα που με απασχολεί. Μπορεί να μην έχω καταφέρει εγώ ο ίδιος να το κάνω και το προσπαθώ μέσω των ηρώων μου.
Και οι δύο μεγάλου μήκους ταινίες σας έκαναν πρεμιέρα στο Σάντανς. Πιστεύετε πως είναι το φεστιβάλ που σας ταιριάζει;
Με το «L» ήταν ενθουσιασμένοι από ένα δεκάλεπτο demo που είχαμε δείξει στο Κάρλοβι Βάρι και μας ζήτησαν να δουν την ταινία μόλις ολοκληρωθεί. Για να είμαι ειλικρινής τον «Οίκτο» δεν ήμουν σίγουρος ότι θα τον πάρουν, αλλά είδα επίσης ενθουσιασμό. Μου ερχόντουσαν mail, που μου έγραφαν «Μπάμπη, θέλουμε την ταινία σαν τρελοί». Και τώρα έχει αναπτυχθεί μια σχέση μεταξύ μας, δεν πάω σαν ξένος όπως είχα πάει την πρώτη φορά. Αυτό που κερδίζεις από αυτά τα φεστιβάλ είναι ο σεβασμός, με έναν τρόπο που δεν υπάρχει αλλού. Διατηρούν τη φιλοσοφία του «filmmaker» και είναι ωραίο. Ξέρουν τι έχεις περάσει για να ολοκληρώσεις μια ταινία και φεύγεις από εκεί με ανανεωμένη διάθεση να γυρίσεις την επόμενη. Επίσης πάρα πολύ ωραία είναι τα φεστιβάλ που μπορεί να διοργανώσει μια παρέα σε μια μικρή πόλη, όπου οι θεατές είναι 30- 40 σινεφίλ και πας εκεί και περνάς σούπερ. Αυτά θα έλεγα πως μου ταιριάζουν περισσότερο, δεν μου αρέσει ο μαξιμαλισμός.
Η μουσική του «Οίκτου» είναι κυρίως κλασική, τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Η μουσική ήταν ένα πολύ δύσκολο κεφάλαιο γιατί έπρεπε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε την ψυχοσύνθεση του ήρωα. Στο πρώτο μέρος της ταινίας που ο ήρωας είναι δυστυχισμένος, άρα οξύμωρα χαρούμενος, η μουσική που ακούγεται είναι η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν. Στο δεύτερο μέρος, όταν υποτίθεται ότι αυτός είναι καλά, δηλαδή είναι δυστυχισμένος γιατί είναι χαρούμενος, η μουσική που παίζει τον κυρίαρχο ρόλο είναι το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ.
Ενδιαφέρον έχει και το σπίτι του ήρωα που είναι τοποθετημένο δίπλα στη θάλασσα και λούζεται από τον μεσογειακό ήλιο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα συναισθήματα του.
Θέλαμε το περιβάλλον να έρχεται σε κόντρα με τη μαύρη ψυχολογία του ήρωα. Ακριβώς επειδή αυτός νιώθει έτσι, έπρεπε όλα δίπλα του να είναι φωτεινά και πανέμορφα. Το πιο εύκολο θα ήταν να κάνω μία ασπρόμαυρη ταινία, με τον ήρωα να κοιτάζει μελαγχολικά τις σταγόνες της βροχής να κυλούν έξω από το τζάμι. Από την αρχή αποφασίσαμε να πάμε στην αθηναϊκή ριβιέρα. Μάλιστα, είχαμε σκεφτεί και ο τίτλος της ταινίας να είναι «Black Riviera», αλλά επειδή δεν θέλαμε να αφήσουμε περιθώριο για ερμηνείες την είπαμε «Οίκτος» για να καταλαβαίνουν όλοι για τι μιλάμε. Αγαπώ πολύ το ρεπεράζ και την ταινία αρχίζω να τη σκέφτομαι αφού βρω τον χώρο. Μου αρέσει να εντάσσω τον ήρωα στο περιβάλλον και να φαντάζομαι την ιστορία του, παρά το αντίστροφο. Μικρός, ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας αλλά δεν τα κατάφερα, οπότε μάλλον μου βγαίνει ένα απωθημένο. Παίρνω το μηχανάκι και κάνω βόλτες μόνος μου ψάχνοντας για χώρους. Πάω σε μια περιοχή και κάθομαι απλώς για να νιώσω την ατμόσφαιρα της.
Το tagline της ταινίας είναι «Stay sad». Η πρώτη αντίδραση είναι να χαμογελάσεις με την ειρωνεία του, αλλά μήπως είναι και κυριολεκτικό; Πιστεύετε πως η μελαγχολία είναι μια πρόταση; Μια στάση ζωής;
Το «Stay sad» βγήκε στο γύρισμα, με αφορμή το σκυλάκι που παίζει στην ταινία. Έλεγα στην εκπαιδεύτρια πως το σκυλάκι πρέπει να είναι θλιμμένο, ακίνητο και να μην είναι πολύ ενεργητικό και εκείνη του έλεγε «stay» -με παύση- «sad» και το σκυλί κοκάλωνε και αποκτούσε θλιμμένο βλέμμα. Μόλις το άκουσα αυτό, είπα αμέσως: «Εδώ έχουμε ολόκληρη την ταινία». Ναι, δηλώνει μια στάση ζωής αλλά με λίγο χιούμορ. Η μελαγχολία είναι γλυκιά, αλλά δεν την προτείνω σαν στάση ζωής. Με τίποτα. Η ζωή είναι ωραία. Νομίζω ότι και η ταινία αυτό λέει κατά βάση, όποιος το καταλάβει στο τέλος.
Στην ταινία κρατά έναν μικρό ρόλο και ο Νίκος Καραθάνος με τον οποίο συνεργαστήκατε ξανά τώρα με την κινηματογράφηση της παράστασης του «Όρνιθες» από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη.
Η Στέγη είναι συμπαραγωγός στον «Οίκτο» και μου πρότειναν να κάνω ένα making of της παράστασης του Νίκου. Μου φάνηκε πολύ απλό και τους είπα να κάνουμε κάτι γι’ αυτό που πρεσβεύει το ίδιο το έργο. Τράβηξα τα παιδιά εδώ στις πρόβες και μετά τους ακολούθησα στην Αμερική, έγινα μέλος του θιάσου κατά κάποιον τρόπο μαζί με το συνεργείο μου. Και ύστερα άρχισα να βάζω κομμάτια fiction, έβγαλα τους ηθοποιούς στο δρόμο, πήγαμε σε νεκροταφεία, τους έκανα ερωτήσεις σαν να είμαι δημοσιογράφος.. Ακόμα είναι πολύ ανοιχτό. Είναι ωραία διαδικασία, δεν το έχω ξανακάνει και νομίζω θα βγει κάτι πρωτότυπο που θα έχει σχέση τα πουλιά μ’ έναν πιο ποιητικό τρόπο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ