Από τις πιο περίεργες περιπτώσεις του αμερικάνικου σινεμά, ο Κουέντιν Ταραντίνο, μέσα σε τρεις δεκαετίες που βρίσκεται στο προσκήνιο και τις μόλις εννέα ταινίες του, έχει καταφέρει να φτιάξει ένα δικό του – προσωρινό – κεφάλαιο στον κινηματογράφο, αφού πλέον θεωρείται δόκιμο να χαρακτηρίζεται μία ταινία άλλου σκηνοθέτη «ταραντινική» αν διαθέτει την ωμή στυλιζαρισμένη βία, το σαρδόνιο χιούμορ, τους «βρόμικους» διαλόγους, τη λοξή ματιά στο σενάριο. Χαρακτηριστικά που τον έκαναν διάσημο, με φανατικούς θαυμαστές σε όλο τον κόσμο, ακόμη και έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, υπερεκτιμώντας η κριτική και το κοινό, τα χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν ως έμβλημα της ποπ αμερικάνικης κουλτούρας.
Ο Ταραντίνο, που έχει δηλώσει ότι θα εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία μόλις γυρίσει δέκα ταινίες, μία δέσμευση που δεν έχει γραφεί «πάνω σε μάρμαρο», αλλά μάλλον θα τηρήσει τη δέσμευσή του, όχι μόνο ως μία ιδιοτροπία ή να αποφύγει να μπει σε μία «γεροντική» καλλιτεχνική φάση, αλλά κυρίως γιατί πλέον δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών. Το σχεδόν ολοκληρωτικό πέρασμα στην ψηφιακή τεχνολογία τον θλίβει, ενώ μάλλον δεν θεωρεί κινηματογράφο τις ταινίες που προβάλλουν οι πλατφόρμες, όπως και άλλοι σημαντικοί συνάδελφοί του.
Συμπληρώνοντας τα 60 του χρόνια, ο Ταραντίνο δηλώνει ότι δεν βιάζεται για την τελευταία του δέκατη ταινία. Είναι όμως μια ευκαιρία να δούμε πώς αυτό το «βλήμα» του σινεμά, εκτοξεύτηκε ως Νο 1 κινηματογραφιστής τις προηγούμενες δεκαετίες, πώς μπήκε στο Χόλιγουντ, χωρίς καμία εκπαίδευση ή εμπειρία και μας γέμισε με τους κλώνους του αλλά και μας χάρισε μερικά από τα καλύτερα σάουντρακ.
Τσερόκι
Ο Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1963, στο Νόξβιλ του Τενεσί, μοναχοπαίδι της Κόνι και του επίδοξου ηθοποιού Τόνι Ταραντίνο, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του πριν γεννηθεί ο γιος του. Έχει ιρλανδική καταγωγή μέσω της μητέρας του, αν και ισχυρίζεται – ίσως και να ήθελε – ότι είναι και μισός Τσερόκι, ενώ ο «εξαφανισμένος» πατέρας είχε ιταλικές ρίζες. Το 1966, θα εγκατασταθεί μόνιμα στο Λος Άντζελες, μαζί με τη μητέρα του, η οποία θα παντρευτεί τον μουσικό Κέρτις Ζαστούπιλ. Ο γάμος της μητέρας του μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά ο πατριός του θα του δώσει την ώθηση για να γίνει ένας μανιώδης σινεφίλ.
Βιντεοκασέτες
Με το που ενηλικιώθηκε, ο Ταραντίνο θα περάσει από πολλές δουλειές, μέχρι να πιάσει δουλειά σε βίντεο κλαμπ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όπου θα καθίσει για πέντε χρόνια. Τι άλλο ήθελε; Έβλεπε δεκάδες ταινίες την εβδομάδα. Αυτό τον έκανε γνωστό στην περιοχή, για τις γνώσεις του στο σινεμά. Ο ίδιος θυμάται ότι όταν τον ρωτούσαν αν πήγε σε κινηματογραφική σχολή, εκείνος απαντούσε «όχι, πήγα στον κινηματογράφο». Έτσι, χωρίς καμία εκπαίδευση, αλλά πολύ γνώση και αγάπη για το σινεμά, θα βρει την πρώτη του δουλειά στο Χόλιγουντ, ως βοηθός παραγωγής στο βίντεο άσκησης του Ντολφ Λούντγκρεν.
Έλβις
Το 1987 θα σκηνοθετήσει το πρώτο του ερασιτεχνικό φιλμ το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, ενώ την επόμενη χρονιά θα υποδυθεί τον Έλβις στην τηλεοπτική σειρά «Τα Χρυσά Κορίτσια», με την αμοιβή του οποίου θα χρηματοδοτήσει την πρώτη του ταινία, το περίφημο πλέον «Reservoir Dogs» του 1992. Αυτό ήταν. Ο Ταραντίνο μέσα σε λίγες ώρες έγινε ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους σκηνοθέτες της Αμερικής. Μία από τις καλύτερες ταινίες του, που αμέσως χαρακτηρίστηκε καλτ, για την πρωτότυπη αφήγησή της, το αξέχαστο σάουντρακ, το αίμα που έρεε και φυσικά για τις ερμηνείες των Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μάικλ Μάντσεν, Τιμ Ροθ και Στιβ Μπουσέμι.
Τραβόλτα
Η συνέχεια θα είναι ακόμη καλύτερη, καθώς ακολουθεί μετά δύο χρόνια, το εμβληματικό «Pulp Fiction», μια βίαιη περιπέτεια, γεμάτη παράδοξα και ακόμη πιο περίεργους χαρακτήρες. Ένας εξ αυτών θα είναι και του Τζον Τραβόλτα (ο Ταραντίνο τον λάτρεψε στο εξαιρετικό «Μπλόου Άουτ» του Ντε Πάλμα), τον οποίο αναγέννησε, έπειτα από την κατηφόρα που είχε πάρει η καριέρα του. Μαζί του η αγαπημένη του Ούμα Θέρμαν, ο Σάμιουελ Τζάκσον, ο Τιμ Ροθ, ο Μπρους Γουίλις και ο Κρίστοφερ Γουόκεν. Και πάλι υπέροχα τραγούδια πλημμυρίζουν την αιματοβαμμένη οθόνη, ενώ υπάρχει και μία από τις εντυπωσιακότερες χορογραφίες της εποχής, με τον Τραβόλτα να κάνει τα δικά του.
Το 1997 θα μας παρουσιάσει μία από τις πιο σοβαρές και συγκροτημένες ταινίες του, το «Τζάκι Μπράουν», όπου θα έχει για πρώτη φορά για πρωταγωνίστρια μία μαύρη ηθοποιό, τη θαυμάσια Παμ Γκριρ. Δίπλα της, οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Σάμιουελ Τζάκσον, Μάικλ Κίτον και Μπρίτζετ Φόντα να φτιάχνουν μία υπέροχη πινακοθήκη χαρακτήρων, ακολουθώντας πιστά το δυνατό σενάριο και τους ευφάνταστους διαλόγους.
Εκδίκηση
Θα ακολουθήσει ακόμη μία εμβληματική ταινία, το «Kill Bill: Volume», το οποίο θα σπάσει σε δυο ταινίες που θα βγουν η πρώτη το 2003 και η δεύτερη τον επόμενο χρόνο. Η απόλυτη ιστορία εκδίκησης, με ανατολίτικες σκηνές μάχης, ποτάμια αίματος και διαστροφής, με την Ούμα Θέρμαν να γίνεται σύμβολο. Ένα ιδιότυπο νεο-γουέστερν που δίνει την εντύπωση ότι τα φαντάσματα των Σαμ Πέκινπα και Σέρτζιο Λεόνε (αγαπημένων σκηνοθετών του Ταραντίνο) βγήκαν παγανιά.
Σαδισμός
Το 2007 θα έρθει το σχετικά άνισο, αλλά πάντα διασκεδαστικό, «Death Proof» που μπορεί να διαθέτει ένταση και αγωνία, αλλά μοιάζει «μικρό» στη μέχρι εκείνη στιγμή της πορείας του. Δύο χρόνια μετά θα κάνει και την πρώτη του ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βάζοντας στο στόχαστρο τους ναζιστές, τον Χίτλερ και τα απολειφάδια του. Με το «Άδωξοι Μπάσταρδη» θα στριφογυρίσει το μαχαίρι στο ναζιστικό σώμα και θα απαντήσει στη φρίκη με σαδιστικό πνεύμα. Έξοχος ο Κρίστοφ Βαλτς και ικανοποιητικοί οι Ντιάνε Κρούγκερ, Μέλανι Λοράν, άχρωμος ο Μπραντ Πιτ.
Django
Έπειτα από πέντε χρόνια απουσίας, θα γυρίσει το επικό «Django, Ο τιμωρός», επιστρέφοντας στη μεγάλη του αγάπη, το σπαγγέτι γουέστερν. Σίγουρα, η πιο ολοκληρωμένη και καλογυρισμένη ταινία του, για την ιστορία ενός σκλάβου που απελευθερώνεται και παίρνει εκδίκηση για όσα είχαν τραβήξει οι μαύροι στα χέρια των λευκών Αμερικάνων. Δεν είναι τυχαίο ότι το σενάριο θέλει έναν Γερμανό κυνηγό κεφαλών να είναι ο πιο «πολιτισμένος» απ’ τους χαρακτήρες του και ο πιο γοητευτικός, μετά τον Τζάνγκο. Αξέχαστο σάουντρακ και υπέροχες ερμηνείες από Κρίστοφ Βαλτς, Τζέιμι Φοξ, Λεονάρντο ντι Κάπριο, ενώ ένα μικρό ρόλο κρατά και το πρωτότυπο του Τζάνγκο, ο αξεπέραστος Φράνκο Νέρο.
Χόλιγουντ
Κολλητά, τρόπος του λέγειν, θα έρθει ακόμη ένα γουέστερν, ακόμη ένας φόρος τιμής στο σπαγγέτι γουέστερν, το ενδιαφέρον αλλά εγκλωβισμένο σε μία κουραστική θεατρικότητα, «Οι Μισητοί Οχτώ», με τους Σάμιουελ Τζάκσον και Κερτ Ράσελ, ενώ το 2019 θα παραδώσει το σινεφιλικό του «Κάποτε στο…Χόλιγουντ», αποδεικνύοντας την απεριόριστη αγάπη του για το παλιό Χόλιγουντ και την αποστροφή του προς τα νέα ήθη που επικράτησαν στην κινηματογραφική Μέκκα. Οι κεφάτοι Μπραντ Πιτ και Λεονάρντο ντι Κάπριο συνθέτουν ένα αξιολάτρευτο πρωταγωνιστικό δίδυμο.
Εκκεντρικός
Παρότι ο Ταραντίνο ενεπλάκη στην υπόθεση του Χάρβεϊ Γουαϊστίν, κατηγορήθηκε για πολλά, πολλές φορές αδίκως, υπερασπίστηκε τον Ρομάν Πολάνσκι και τσακώθηκε με πολλούς του χώρου του, είχε μία σχετικά ήσυχη προσωπική ζωή. Είναι άγνωστο τι θα κάνει στο μέλλον και αν θα τηρήσει την υπόσχεσή του ότι με τη δέκατη ταινία του θα αποσυρθεί, αλλά, επίσης, είναι άγνωστο αν οι ταινίες του, απ’ τις οποίες καμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αριστούργημα, θα έχουν την ίδια αποδοχή και μετά από τριάντα χρόνια. Αν το κεφάλαιο του ταραντινικού σινεμά περιοριστεί σε δυο-τρεις παραγράφους, ενός εκκεντρικού καλτ σκηνοθέτη.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ