Τα «Μαγνητικά Πεδία», ένα από τα πιο υποσχόμενα ελληνικά κινηματογραφικά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, που έκλεψε τις εντυπώσεις και την καρδιά των θεατών στο 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βγήκε την Πέμπτη (19/5) στα θερινά σε διανομή Cinobo. Μετά το βραβευμένο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Χειροπαλαιστής», ο διακεκριμένος κομίστας Γιώργος Γούσης σκηνοθετεί ένα τρυφερό και ατμοσφαιρικό road movie με πρωταγωνιστές την Έλενα Τοπαλίδου και τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Η ταινία απέσπασε 6 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον Χρυσό Αλέξανδρο, και τώρα είναι υποψήφια για 7 Ίρις στα βραβεία της Ελληνικής
Μετά την τυχαία συνάντησή τους καθ’ οδόν σε ένα νησί, μια γυναίκα και ένας άνδρας αποφασίζουν να περιπλανηθούν μαζί σε αναζήτηση του κατάλληλου μέρους για να θάψουν ένα μεταλλικό κουτί με.. μυστηριώδες περιεχόμενο. «Τα Μαγνητικά Πεδία είναι ένα road movie για τη δύναμη της συντροφιάς. Δεν ξέρω πόσο καθοριστική για τις ζωές τους μπορεί να υπήρξε η γνωριμία των δύο ηρώων. Η ταινία δεν έχει να κάνει τόσο με το πώς ήταν πριν και πώς θα είναι μετά τη συνάντησή τους οι δύο χαρακτήρες, αλλά περισσότερο με τη συνύπαρξή τους. Καθώς συνειδητοποιούν ότι μέσα από αυτήν τα βάρη που κουβαλούν, μπορούν να γίνουν κάπως πιο υποφερτά. Γι’ αυτό και η ταινία αρχίζει με κίνηση και τελειώνει με κίνηση. Οι δύο ήρωες συνταξιδεύουν παράλληλα για όσο πάει» αναφέρει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιώργος Γούσης.
«Τα Μαγνητικά Πεδία», όπως επισημαίνει στο σκηνοθετικό του σημείωμα, θα μείνουν στην ανάμνησή του σαν «ένα ταξίδι και μια ιστορία αγάπης μεταξύ των ανθρώπων που την φτιάξαμε». «Το ερώτημα όμως είναι αν το συναίσθημα που νιώσαμε εμείς όσο την φτιάχναμε, πέρασε και στην ταινία. Την ταινία που ανακαλύψαμε κι εμείς στην Κεφαλονιά, την ταινία που μας επέτρεψαν και μας υπέδειξαν ο καιρός, οι αναποδιές, το ρίσκο, η επιμονή, η υπομονή, η απογοήτευση, η τύχη και η ατυχία μας να κάνουμε. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και η Έλενα Τοπαλίδου, αυτοσχεδιάζοντας, κατέθεσαν την ψυχή και τη φαντασία τους κι εμείς προσπαθήσαμε να τα κινηματογραφήσουμε, όσο πιο απλά μπορούσαμε, σαν να ήμασταν απλώς εκεί και να τους βλέπουμε».
Πώς προέκυψε ο τίτλος της ταινίας;
Η ιδέα για τον τίτλο μου ήρθε την πέμπτη μέρα των γυρισμάτων, όταν γυρίζαμε τις σκηνές στα ραντάρ πάνω στο βουνό, όπου χάσαμε μια ολόκληρη μέρα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες επειδή η κασέτα της mini dv κάμερας, εντελώς ανεξήγητα, δεν έγραψε απολύτως τίποτα και το καταλάβαμε όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Διαπιστώσαμε πως σε όλη την κασέτα η εικόνα ήταν μπλε. Τότε έπεσε μια αμήχανη σιωπή, διότι κανείς δεν έφταιγε και κανείς δεν ήξερε τι πήγε λάθος. Εκείνη τη στιγμή χάθηκε και η εμπιστοσύνη μας στην κάμερα οπότε μετά έπρεπε να τσεκάρουμε σε κάθε λήψη ότι υπάρχει το υλικό που τραβάμε. Αυτή ήταν μία κομβική μέρα για όλους μας γιατί κάπως δέθηκε όλη η ομάδα. Ο αρχικός τίτλος δεν ήταν καλός, αλλά νομίζω ήταν αυτός που καθόρισε το συναίσθημα της ταινίας. Σε ένα βιβλίο του Κερτ Βόνεγκατ κάπου είναι γραμμένη η φράση «τα απρόσμενα ταξίδια είναι θεόσταλτα μαθήματα χορού». Σκεφτόμουν λοιπόν να έχει τίτλο η ταινία «Θεόσταλτα μαθήματα χορού». Μετά μου φάνηκε πολύ βαρύγδουπο και όταν χάθηκε το υλικό εκείνη τη μέρα στα ραντάρ, κάποιος είπε ότι μπορεί να ευθύνονται τα μαγνητικά πεδία των ραντάρ για τον απομαγνητισμό της κασέτας. Κάτι το οποίο δεν ίσχυε φυσικά γιατί τα ραντάρ δεν λειτουργούσαν. Ωστόσο το βρήκα κάπως αστείο που μπορεί τα μαγνητικά πεδία να αποφασίζουν ποια εικόνα της ταινίας θα καταστρέψουν και ποια θα κρατήσουν και κάπως αυτή η αδιόρατη δύναμη που κάνει αντίθετα φορτία να έλκονται άρχισε να μου κλειδώνει σε πάρα πολλά κομμάτια της ιστορίας. Οι ήρωες της ταινίας, ο Αντώνης και η Έλενα είναι δυο άνθρωποι σε κίνηση, που κουβαλάνε ο καθένας από ένα φορτίο και απλώς μαγνητίζονται ο ένας από τον άλλον. Αλλά και το νησί είναι ένα μαγνητικό πεδίο γι’ αυτούς. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή η φράση είναι η ταινία.
Ήξερες πριν γραφτεί το σενάριο ότι ήθελες να συνεργαστείς με την Έλενα Τοπαλίδου και τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο;
Αυτό που σκεφτόμουν αρχικά ήταν ότι ήθελα να κάνω κάτι με την Έλενα. Την είχα γνωρίσει σε ένα βίντεο κλιπ που είχαμε κάνει για το Παιδί Τραύμα, αγαπηθήκαμε και είπαμε πως έπρεπε να συνεργαστούμε ξανά. Τότε είχαμε δοκιμάσει και την κάμερα αυτή πρώτη φορά. Και συνειδητοποιήσαμε ότι μας έδινε μια αίσθηση ταξιδιού, περιπλάνησης. Λίγο καιρό μετά πήγαμε διακοπές με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη(διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας) στην Κεφαλονιά και εντυπωσιαστήκαμε με το τοπίο. Οδηγήσαμε αρκετά και συνειδητοποιήσαμε τις αλλαγές που μας δίνει μέσα σε μόλις ένα κάδρο. Έτσι σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε εύκολα εκεί ένα road film χωρίς να μετακινούμαστε πάρα πολύ. Και μετά ξεκίνησε να χτίζεται σιγά σιγά η ιστορία. Μίλησα με τον Αντώνη που ήμασταν φίλοι επειδή ήθελα και έναν άλλο χαρακτήρα στην ταινία και αρχίσαμε να συζητάμε την πλοκή. Όμως η ιδέα ήταν αυτή- ότι θα κάνουμε ένα road movie που θα έχει ως βάση μία ιστορία αλλά θα είναι όλο αυτοσχεδιαστικό. Γι’ αυτό και οι δυο χαρακτήρες είναι κοντά στους ανθρώπους που παίζουν. Και η Έλενα στην ταινία όπως και στην πραγματικότητα είναι χορεύτρια. Ήθελα και οι δυο ηθοποιοί να αισθάνονται ασφάλεια, να μιλήσουν για κάτι που ξέρουν. Γιατί δεν υπήρχε γραμμένο σενάριο. Υπήρχε μόνο μία σύνοψη όπου κάθε παράγραφος περιέγραφε μία σκηνή περίπου, ποια θα είναι η ροή της ιστορίας. Δεν είχαμε storyboard, όλοι οι διάλογοι ήταν αυτοσχεδιαστικοί. Πηγαίναμε στη σκηνή και αποφασίζαμε εκείνη την ώρα τι θα κάνουμε.
Η επιλογή της συγκεκριμένης κάμερας έγινε λόγω έλλειψης μπάτζετ;
Ο πρώτος λόγος ήταν αυτός. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε την επιλογή μιας άλλης κάμερας. Αλλά όταν την δοκιμάσαμε, το αποτέλεσμα που μας έδινε μας εξυπηρετούσε απόλυτα αισθητικά. Ήταν μία λύση ανάγκης, την οποία όμως υιοθετήσαμε πλήρως. Δεν είχαμε στο μυαλό μας ότι «ας βγει και βλακεία η ταινία, αφού δεν έχουμε λεφτά δεν πειράζει». Αν ήταν βλακεία, σύμφωνα πάντα με το δικό μας κριτήριο- γιατί και τώρα μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι είναι- μπορεί να μην την βγάζαμε καν την ταινία. Οι μεγάλες κάμερες εκτός του ότι είναι πολύ ακριβές για να τις νοικιάσεις, είναι και απαιτητικές στη χρήση τους. Είναι δυσκίνητες, χρειάζονται τρία άτομα να τις χειριστούν. Με αυτήν είχαμε ένα μικρό εργαλείο όπου κάναμε δουλειά για πέντε άτομα, οπότε γινόταν πιο γρήγορα και συνεπώς πιο φτηνά το γύρισμα.
Την ιστορία πώς την εμπνεύστηκες;
Ήξερα σίγουρα ότι θα είναι μία ιστορία για μία γυναίκα που φεύγει. Γιατί είδε τον εαυτό της σε μια αντανάκλαση και δεν τον αναγνώρισε. Αυτό είναι το βασικό background της ηρωίδας. Και αυτό είναι κάτι που μου είχε πει και η Ελενα στο παρελθόν. Δικό της. Και είχα θεωρήσει ότι αυτό είναι αρκετός λόγος για να φύγει κάποιος. Μετά δουλέψαμε με τον Αντώνη την πλοκή. Η Έλενα είχε έναν αδιόρατο ψυχολογικό λόγο, έτσι αυτός έπρεπε να έχει μία πιο «απτή» αποστολή που θα τον ανάγκαζε να κάνει αυτό το ταξίδι. Και όταν ανέφερε σε μια φίλη του ότι τα γυρίσματα θα γίνουν στην Κεφαλονιά, εκείνη του είπε ότι έχει πάει μια φορά για να θάψει τα κόκκαλα του παππού της. Τότε καταλάβαμε αμέσως πως είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε. Μετά σκεφτήκαμε τη θεία- της οποίας κουβαλάει τη στάχτη μέσα στο κουτί- ότι ήταν καλύτερο να μην την ξέρει καθόλου. Ώστε μία κίνηση που θα μπορούσε για κάποιον να έχει μεγάλη συναισθηματική αξία, γι’ αυτόν να μην έχει καμία. Να είναι κάτι πρακτικό, που το αντιμετωπίζει σαν αγγαρεία. Αλλά με το που οι δύο ήρωες έρθουν κοντά, γι’ αυτόν ν’ αρχίζει να αποκτά μία υπόσταση. Σαν να είναι η δικιά τους σχέση κλεισμένη μέσα στο κουτί. Μία σχέση που πάνε να την θάψουνε. Μία σχέση που θα μπορούσε να υπάρχει αλλά δεν θα υπάρξει ποτέ.
Η ταινία πήρε έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τώρα είναι υποψήφια για 7 βραβεία Ίρις. Σημαίνουν κάτι για σένα;
Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα. Τα βραβεία έχουν μια αντικειμενική σημασία που είναι ότι η ταινία έχει σε κάτι πετύχει και ότι έχει καταφέρει να συνομιλήσει με έναν τρόπο με το κοινό της. Για μένα σημαίνουν ότι ίσως έχω ακόμα μια ευκαιρία να κάνω άλλη μία ταινία. Γιατί θα μπορέσω να ξαναπάρω τους φίλους μου και να μπούμε πάλι σε μία δημιουργική περιπέτεια.
Έχεις ασχοληθεί και με τη μυθοπλασία και με το ντοκιμαντέρ. Ανάμεσα στα δύο είδη ποιο προτιμάς;
Για μένα δεν υπάρχει διαφορά στη δουλειά μου είτε είναι ντοκιμαντέρ, είτε road movie, είτε ταινία τρόμου. Είναι κάποιες ιστορίες που έχουν μεγαλύτερη δύναμη ως ντοκιμαντέρ και κάποιες άλλες μπορεί να λειτουργούν καλύτερα ως μυθοπλασία. Επειδή εγώ ξεκίνησα με ντοκιμαντέρ, έχει ενδιαφέρον ότι οι πρώτες μου εμπειρίες σε ένα γύρισμα σαν σκηνοθέτης και μετά στο μοντάζ έχουν την αίσθηση της ανημποριάς. Γιατί στο ντοκιμαντέρ δεν μπορείς να παρέμβεις πάρα πολύ. Έχεις μόνο δύο επιλογές: το πού θα κοιτάει η κάμερα και πότε θα πατήσεις το Rec και για πόση ώρα. Και είναι αρκετές. Εκείνη την ώρα δεν μπορείς να το σκηνοθετήσεις. Σίγουρα δεν μπορείς να διακόψεις ανθρώπους, θα χαλάσεις τη ροή. Ένας ηθοποιός μπορεί να τα ξαναπεί, ίσως και καλύτερα τη δεύτερη φορά, ένας μη επαγγελματίας μπορεί να μην το κάνει αυτό. Οπότε αισθάνεσαι ανήμπορος με έναν τρόπο, ότι δεν μπορείς να παρέμβεις στην πραγματικότητα. Και αυτό ήταν ένα ωραίο στοιχείο που κράτησα και στη μυθοπλασία μετά. Άρχισα να φτιάχνω καταστάσεις και να αφήνω τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν, περιμένοντας να ψαρέψω αυτά που θέλω. Και οι δύο διαδικασίες μου χρησίμεψαν η μία στην άλλη. Γενικά προσπαθώ όταν κάνω μια ταινία να συμπεριφέρομαι σαν να μην κινηματογραφώ το σενάριο που έγραψα και δεν μοντάρω την ταινία που τράβηξα. Γιατί νομίζω πως πρέπει αυτά τα δυο πράγματα, το σενάριο και το υλικό που κινηματογραφείται να τα αντιμετωπίζω σαν να είναι κάποιου άλλου, χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή και πάω να με γοητεύσει η ταινία σαν θεατής πια από το μηδέν.
Πόσο εύκολο ήταν να κάνεις μια ταινία με τόσο μικρό μπάτζετ;
Είχα κερδίσει μια υποτροφία 8.000 ευρώ από το Artworks του Ιδρύματος Νιάρχος και αποφάσισα επειδή ήταν χρήματα που μου ήρθαν από το πουθενά να κάνω αυτή την ταινία. Εντέλει κόστισε 6.500 ευρώ. Η απόφαση ήταν να κάνουμε μια ταινία με πολύ μικρό συνεργείο, εμείς και εμείς. Ήμασταν εφτά άτομα, ζούσαμε μαζί, κοιμόμασταν μαζί, ταξιδεύαμε, τρώγαμε μαζί. Και η ιδέα ήταν ότι θα πάμε να το διασκεδάσουμε. Δεν ξέραμε καν αν θα είναι μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μήκους ταινία, το συνειδητοποιήσαμε αργότερα όσο βλέπαμε το υλικό ότι πιθανότατα να αντέχει η αφήγησή της για μια μεγάλου μήκους. Ξέραμε τι θέλαμε να πετύχουμε με έναν τρόπο, τον πυρήνα της ιστορίας, αλλά όλα τα άλλα ήταν ελεύθερα. Η αλήθεια είναι ότι επειδή για εμάς τα γυρίσματα ήταν ένα ταξίδι, μία διέξοδος από την καραντίνα και το ζήσαμε πολύ έντονα, λέγαμε ότι αν αυτό που βιώνουμε συναισθηματικά έχει περάσει έστω και λίγο μέσα στην ταινία δεν μπορεί, θα είναι καλό.
Είσαι ένας από τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς κόμικς της γενιάς σου, γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με το σινεμά;
Αυτοί οι δύο κόσμοι συνδέονται γιατί κατά βάση ο πυρήνας τους είναι ο ίδιος: η αφήγηση μιας ιστορίας συνδυάζοντας εικόνες και λέξεις. Νομίζω ότι έχει να κάνει κυρίως με μια πιο εσωτερική ανάγκη αλλαγής δικής μου. Είχα κουραστεί και ήθελα να γίνω πιο δραστήριος σωματικά και επικοινωνιακά από το να είμαι κλεισμένος μόνος μου στο σχεδιαστήριο και να έχω τον έλεγχο στα πάντα. Προτιμούσα να είμαι έξω σε μία περιπέτεια με άλλους και να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Πιθανότατα αν δεν είχα την ικανότητα να σχεδιάζω να είχα ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία νωρίτερα. Κάπως κάλυπτα την ανάγκη του να αφηγούμαι ιστορίες μέσα από τα κόμικς και απλώς τώρα άλλαξα τον τρόπο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ