Οι απίστευτες μεταμορφώσεις του και η υποκριτική του δεινότητα, τον έχουν καταστήσει έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς εν ζωή. Άνθρωπος που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια – τα «αλήτικα» χρόνια της νιότης του δεν τον άφησαν ποτέ -και αφήνοντας πίσω του τη μεγάλη βρετανική σχολή, για να αντλήσει υποκριτική έμπνευση από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, έγραψε το δικό του κεφάλαιο στη μεγάλη οθόνη.

 Ο Γκάρι Όλντμαν, που συμπληρώνει τα 65 του χρόνια (21 Μαρτίου 1958) δήλωσε προσφάτως ότι η διαδρομή του στον κινηματογράφο φτάνει προς το τέλος της, ακολουθώντας τον άλλο μεγάλο της γενιάς του, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις που αποχώρησε από το σινεμά και το θέατρο πριν από μερικά χρόνια κι ενώ βρισκόταν στην κορυφή. Όπως είπε, «οι καριέρες φθίνουν και έχω και άλλα πράγματα που με ενδιαφέρουν στη ζωή μου εκτός της υποκριτικής» και συμπλήρωσε ότι θα ήταν πολύ χαρούμενος να αποσυρθεί ως Τζάκσον Λαμπ, τον ιδιαίτερο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που κρατά στην τηλεοπτική κατασκοπική σειρά «Slow Horses». Βεβαίως, έχει κάποιο χρόνο ακόμη για να ξανασκεφτεί την αποχώρησή του, καθώς η σειρά θα συνεχιστεί και του χρόνου, ενώ συμμετέχει και στο τελευταίο φιλμ του Κρίστοφερ Νόλαν. Μια αυτοβιογραφική ταινία για τον «πατέρα» της ατομικής βόμβας Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, η οποία αναμένεται να κάνει πρεμιέρα τον προσεχή Ιούλιο.

Ο Γκάρι Όλντμαν, αυτός ο «απροσάρμοστος» της κινηματογραφικής υποκριτικής με τη λαϊκή καταγωγή, τα ατίθασα νιάτα, την τρέλα για τη μουσική, τα προβλήματα με το αλκοόλ και τους πέντε γάμους, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους έληξαν επεισοδιακά, κατάφερε να επιβληθεί με τις ερμηνείες του, είτε ως ιδανικός «κακός», κατάσκοπος και φρικιαστικό τέρας, είτε ως εραστής, απατεώνας και πολιτικός. Ένας ηθοποιός, πραγματικός χαμαιλέοντας, που έλυνε τα χέρια των σκηνοθετών στα δύσκολα, αποτελούσε εγγύηση, παρά το πλήθος επιπόλαιων ή άστοχων επιλογών του.

Ο Μπεστ και ο Σαίξπηρ

Γιος του Λέοναρντ, ενός πρώην ναυτικού και εργάτη, που ήταν αλκοολικός και εγκατέλειψε τον μικρό Γκάρι, τη μητέρα του Κάθλιν και τη μεγαλύτερη αδελφή του Μορίν (επίσης, ηθοποιό), το 1965, άφησε το σχολείο στα 16 του χρόνια, για να εργαστεί σε ένα κατάστημα αθλητικών ειδών. Μαζί, άφησε και τις σπουδές του στο πιάνο, που έπαιζε από παιδί, για να ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού, όταν είδε την ερμηνεία του Μάλκομ ΜακΝτάουελ, στην ταινία «Αύριο θα Είναι Πολύ Αργά». Μεγαλώνοντας στο νότιο Λονδίνο θα γίνει οπαδός της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλγουολ, στην οποία είχε παίξει ο πατέρας του, αλλά υποστήριζε και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, επειδή λάτρευε τον Τζορτζ Μπεστ, διάσημο για τον αδάμαστο χαρακτήρα του, το πάθος του για τις γυναίκες και το ποτό. Σπούδασε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο Young People’s Theatre, στο Γκρίνουιτς, ενώ εργαζόταν ως αχθοφόρος σε ένα χειρουργείο και ταυτόχρονα τα Σαββατοκύριακα αποκεφάλιζε γουρούνια σε ένα σφαγείο. Με τα πολλά και αρκετές κλειστές πόρτες, θα λάβει μια υποτροφία για να παρακολουθήσει το Rose Bruford College, απ’ το οποίο αποφοίτησε με πτυχίο υποκριτικής και ήρθε κοντά με το σαιξπηρικό έργο.

Το 1979 θα ανέβει για πρώτη φορά ως πρωταγωνιστής στο σανίδι του York ‘s Theatre Royal. Η συνέχεια θα είναι ικανοποιητική για τον Όλντμαν, ενώ αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό της Γλασκόβης, στην αρχή της δεκαετίας του ’80, κάτι που τον ώθησε να κάνει μία πετυχημένη περιοδεία σε Ευρώπη και Νότια Αμερική. Κάπου εκεί έκανε και τις πρώτες του εμφανίσεις στο σινεμά και στην τηλεόραση. Το 1984 κέρδισε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο δραματικό θέατρο, το οποίο μοιράστηκε με τον μελλοντικό συμπρωταγωνιστή του, Άντονι Χόπκινς.

Το πανκ και το Χόλιγουντ

Το 1986 θα είναι σημαδιακό για τον Όλντμαν, καθώς θα πρωταγωνιστήσει στην καλτ ταινία «Σιντ και Νάνσι» του Άλεξ Κοξ, μία αποθέωση του πνεύματος της πανκ, παρότι είχε απορρίψει το ρόλο του Σιντ δυο φορές, καθώς όπως είχε πει «δεν με ενδιέφερε ο χαρακτήρας και το πανκ κίνημα. Δεν τον είχα ακολουθήσει ποτέ». Θεωρούσε το σενάριο κοινότυπο, χαμηλού επιπέδου, μπροστά στα θεατρικά έργα που έπαιζε. Η επιμονή του ατζέντη του και η αμοιβή τον έκαμψαν τελικά, για να πάρει το ρόλο που θα τον κάνει γνωστό και στο Χόλιγουντ.

Γοητευτικός Δράκουλας

Η δεκαετία του ’90 θα μπει θριαμβευτικά για τον Όλντμαν, καθώς θα πρωταγωνιστήσει στο δυνατό «Τεντώστε τα Αυτιά σας» του Στίβεν Φρίαρς, ενώ δύο χρόνια μετά θα απογειωθεί το όνομά του υποδυόμενος τον «Δράκουλα» στο ομώνυμο φιλμ του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ένας ρόλος, που έκανε να ξεχαστούν όλοι οι Δράκουλες του παρελθόντος. Ο Όλντμαν, καθοδηγούμενος από τον Κόπολα σε μια νέα προσέγγιση του περίφημου ρόλου, θα προκαλέσει έναν απαράμιλλο τρόμο και μαζί τη συμπάθεια του κοινού, ως ένα καταραμένο αλλά και κατατρεγμένο γοητευτικό πλάσμα.

Το επεισοδιακό διαζύγιο

Από τα Καρπάθια θα κατέβει θριαμβευτής και πλέον θα μπορεί να διαλέξει όποιον ρόλο θέλει. Αυτό, όμως, δεν ήταν και τόσο χρήσιμο για την πορεία του Όλντμαν, καθώς θα κάνει αρκετές λάθος επιλογές, για αδιάφορους ρόλους. Πάντως, τα χρήματα ήταν αρκετά και πολύτιμα, για να πληρώνει τις διατροφές των διαζυγίων του. Ειδικά για τον τρίτο του γάμο, μετά τον χωρισμό του από την Ούμα Θέρμαν, έπειτα από δύο χρόνια έγγαμου βίου, με το μοντέλο Ντόνα Φιορεντίνο, με την οποία απέκτησε δύο γιους, έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες, αφού τον κατηγόρησε για ενδοοικογενειακή βία και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ο Όλντμαν τελικά θα απαλλαχθεί από τις κατηγορίες και θα δικαιωθεί για τα δημοσιεύματα που τον παρουσίαζαν ως ένα τέρας.

Οι ερμηνείες της ζωής του

Έτσι, η πορεία του ακολούθησε ένα σκοτσέζικο ντουζ, καθώς τη μία χάριζε σημαντικές ερμηνείες σε ταινίες όπως «Ο Σκοτεινός Ιππότης» και «JFK: Η Ιστορία που Χαράχτηκε στη Μνήμη μας» και απ’ την άλλη ακολουθούσε τη μανιέρα του γραφικού κακού σε φιλμάκια όπως «Air Force One» και «Αγέννητος». Ωστόσο, ήρθαν και τρεις ερμηνείες που δικαιολόγησαν τον χαρακτηρισμό του κορυφαίου ηθοποιού. Η πρώτη ήταν το εξαίσιο και πεσιμιστικό κατασκοπικό θρίλερ «Ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι», του Τόμας Άλφρεντσον, ένα ατμοσφαιρικό χαμηλότονο και σκοτεινό φιλμ. Υποδυόμενος έναν υψηλόβαθμο πράκτορα της Μ16, ο Όλντμαν θα παραδώσει μια μεγαλειώδη ερμηνεία, που θα τον φέρει για πρώτη φορά κοντά στα Όσκαρ. Ένα Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, που δεν θα του ξεφύγει ως μεταμορφωμένος σε Ουίνστον Τσόρτσιλ, στην ιστορική ταινία «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» του Τζο Ράιτ. Όπως είχε πει και ο συνυποψήφιός του Ντάνιελ Ντέι Λιούις «αυτή τη χρονιά θα καθίσω να χειροκροτήσω τον Γκάρι», κάτι που επανέλαβαν όρθιοι όλοι οι παραβρισκόμενοι στην τελετή των Όσκαρ το 2017. Τέλος, θα έρθει ακόμη μία σπουδαία ερμηνεία στο αμφιλεγόμενο «Μανκ» του Ντέιβιντ Φίντσερ το 2020, όταν θα υποδυθεί συγκλονιστικά τον αλκοολικό Χέρμαν Μάνκιεβιτς και θα του χαρίσει ακόμη μία υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

 Έχοντας περάσει μία τρικυμιώδη ζωή, όχι μόνο μέσα από πελάγη αλκοόλ, το οποίο έκοψε το 1997, ο Γκάρι Όλντμαν είναι κοντά στο τέλος μίας διαδρομής, να ξεκόψει από τα κινηματογραφικά πλατό και το τοξικό σύμπαν του Χόλιγουντ. Μάλλον είναι έτοιμος κι αυτός, όπως ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, να βρει το απάνεμο λιμάνι του, να ξαναπιάσει τη μουσική του, να χαρεί τα παιδιά και τα εγγόνια του, τη ζωή που του απομένει…