Ο Φρανκ Κάπρα, δεν είναι απλώς ένας ξεχωριστός μάστορας της σκηνοθεσίας, που διέπρεψε στο Χόλιγουντ, ειδικά τις δεκαετίες του ‘30 και ‘40. Ήταν ένας ιδιοφυής κινηματογραφιστής, που γύρισε ορισμένες από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ανάμεσά τους και τις φημισμένες “Μια Υπέροχη Ζωή”, “Ο κ. Σμιθ Πάει στην Ουάσινγκτον” και “Δεν θα τα Πάρεις Μαζί σου”. Το έργο του θα αποτελέσει ένα από τα βασικότερα μαθήματα σκηνοθεσίας για τους νεότερους σημαντικούς δημιουργούς, θα τιμηθεί με τρία Όσκαρ -θα μπορούσε να είχε πάρει ομολογουμένως περισσότερα- και θα χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της σκρούμπολ κωμωδίας. Ενός κινηματογραφικού είδους που συνδυάζει την κομεντί με την πνευματώδη κωμωδία, τους εύστροφους σπιρτόζικους διαλόγους, σε ξέφρενους ανατρεπτικούς ρυθμούς, που τίμησαν και άλλοι σπουδαίοι κινηματογραφιστές της εποχής του.

Σήμερα, ο Κάπρα, για λόγους που δεν είναι της ώρας να εξηγηθούν, δεν έχει την αναγνώριση που του πρέπει -ειδικά στους νεότερους- και οι ταινίες του μπορεί να είναι γνωστές σε πάρα πολλούς, είναι, όμως, οι ταινίες των πρωταγωνιστών τους, καθώς είχε καταφέρει να αναδείξει και το ταλέντο ηθοποιών, όπως των Τζέιμς Στιούαρτ, Γκάρι Κούπερ, Κλαρκ Γκέιμπλ, Κλοντέτ Κολμπέρ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Τζιν Άρθουρ.

Με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του (3 Σεπτεμβρίου 1991), είναι ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα ποιος ήταν τελικά αυτός ο Φρανκ Κάπρα, γιατί οι ταινίες του ακόμη και σήμερα αποτελούν σημείο αναφοράς στον κινηματογράφο, πώς ένα παιδί φτωχών μεταναστών από το Παλέρμο τα κατάφερε, αλλά και πώς ένας συντηρητικός ρεπουμπλικάνος έκανε ταινίες που στην εποχή τους χαρακτηρίστηκαν “ κομμουνιστικές”.

Μια «τεράστια κυρία» και το αμερικάνικο όνειρο

Ο Φρανκ Κάπρα, όταν έφτασε το 1903, μετά από ένα δύσκολο πολυήμερο ταξίδι με το πλοίο, στη Νέα Υόρκη, μαζί με τους γονείς του, εγκαταλείποντας το Παλέρμο στο οποίο είχε γεννηθεί πριν έξι χρόνια (18 Μαΐου 1897), θα μείνει εντυπωσιασμένος από την έκπληξη του πατέρα του όταν είδε το άγαλμα της «τεράστιας κυρίας» -το σύμβολο της ελευθερίας. Κάτι που τον επηρέασε καθοριστικά στη ζωή του και στην τέχνη του, ένιωσε την υποχρέωση να πιστέψει στο «αμερικάνικο όνειρο», αλλά και να παλέψει με το έργο του για να μην εξελιχθεί σε αυτό που τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει, δηλαδή να μεταβληθεί σε εφιάλτη για εκατομμύρια ανθρώπους. Άλλωστε, πρόλαβε να ζήσει τους δύο Μεγάλους Πολέμους το κραχ του 1929 και τον Ψυχρό Πόλεμο…

Η φτώχεια και το πόκερ

Έζησε, όμως, και τη φτώχεια, καθώς τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο ανατολικό Λος Άντζελες, εκεί που τώρα είναι η Τσάιναταουν, ένα ιταλικό γκέτο, που του άφησε τραυματικές εμπειρίες. Η φτώχεια δεν του επέτρεπε να πάει σχολείο, αλλά αυτός μοιράζοντας εφημερίδες, κατάφερε να βγάλει το γυμνάσιο και στη συνέχεια, κόντρα στους γονείς του, να σπουδάσει κάνοντας διάφορες δουλειές, όχι όμως και του πατέρα του, που δούλευε σε αγροτικές εργασίες. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, βρέθηκε ανάμεσα σε χιλιάδες άνεργους διπλωματούχους. Απογοητεύτηκε και άρχισε να περιπλανιέται σε όλη την Αμερική, ταξιδεύοντας λαθραία, κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή παίζοντας πόκερ.

Γκάγκμαν

Το 1921, έναν αιώνα πριν, ο Κάπρα, τελείως άφραγκος, γνωρίζει τον σαιξπηρικό ηθοποιό Γουόλτερ Μόνταγκιου, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα από κινηματογράφο. Ο Κάπρα τον έπεισε να γυρίσουν μία μικρού μήκους ταινία, που θα καταπλήξει τους κριτικούς. Αυτό ήταν. Το είχε πάρει απόφαση ότι θα ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Η πρώτη του δουλειά στο Χόλιγουντ ήταν αυτή του γκάγκμαν, του ανθρώπου που έβρισκε τα αστεία της ταινίας.

Από σύμπτωση θα βρεθεί στην Κολούμπια, μια ασήμαντη εταιρεία παραγωγής εκείνη την εποχή, που διεύθυνε, ένας μισάνθρωπος, ο Χάρι Κον. Στο γύρισμα της εποχής, δηλαδή από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, οι σπουδές του στη μηχανική και η φήμη που απέκτησε ότι μπορούσε να λύσει πολλά τεχνικά προβλήματα τον έκαναν περιζήτητο από τα μεγαλύτερα στούντιο.

Συνέβη Μια Νύχτα

Το 1933, ο Κάπρα παρουσίασε στον Χάρι Κον το σενάριο του κλασικού «Συνέβη Μια Νύχτα», αλλά κανένας γνωστός ηθοποιός δεν δέχθηκε να το παίξει. Μία συγκυρία, όμως, θα φέρει τον Κλαρκ Γκέιμπλ, που ήταν σε προστριβές με τον Μάγιερ της MGM και την Κλοντέτ Κολμπέρ στο πιάτο του Κάπρα για πρωταγωνιστές. Έτσι, μέσα σε ένα μήνα, το χρονικό περιθώριο που του είχαν δώσει, γύρισε την ταινία και τον επόμενο χρόνο κέρδισε τα πέντε βασικά Όσκαρ (ανάμεσά τους και αυτά της σκηνοθεσίας και σεναρίου), κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή. Ένας θρίαμβος, που όχι μόνο θα αλλάξει την πορεία του Κάπρα και της Κολούμπια, η οποία θα ενταχθεί στα μεγάλα στούντιο, αλλά και όλη την κινηματογραφική ιστορία, καθώς έχουμε το πρώτο δείγμα της σοφιστικέ (σκρούμπολ) κωμωδίας και την εδραίωσή της ως ένα αγαπημένο κινηματογραφικό είδος, αλλά τόσο απαιτητικό που με το πέρασμα του χρόνου σχεδόν εξαφανίστηκε.

Όσκαρ, αριστουργήματα και Παλιά Δαντέλα

Από κει και πέρα, η πορεία του ήταν γεμάτη τεράστιες καλλιτεχνικές επιτυχίες. Πρωτοπόρος, ρηξικέλευθος, υπηρετώντας τις ηθικές αρχές του, με το χάρισμα της μοναδικής αφήγησης, την απλότητα και το ευφυές σκηνοθετικό του ταλέντο, θα γυρίσει γνήσια λαϊκές ταινίες, που θα αγαπηθούν από το κοινό, την κριτική και κυρίως μεγάλους σκηνοθέτες -από Ντέιβιντ Λιν και Τζον Φορντ έως Κασσαβέτη και Σπίλμπεργκ. Μερικές απ’ τις σημαντικότερες δημιουργίες του είναι “Ο Πρίγκιπας των Δολαρίων” (1936 και δεύτερο Όσκαρ σκηνοθεσίας) με Γκάρι Κούπερ και Τζιν Άρθουρ, “Χαμένος Ορίζοντας” (1937), “Δεν θα τα Πάρεις Μαζί σου” (1938 και το τρίτο Όσκαρ), με Τζίμι Στιούαρτ και Τζιν Άρθουρ, “Ο Λαός Προστάζει” (1941), με Γκάρι Κούπερ και Μπάρμπαρα Στάνγουικ, “ Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα” (1943) με Κάρι Γκραντ…

Στη μάχη

Ο Κάπρα, αν και βρισκόταν στην ακμή του, θα τα παρατήσει όλα για να πάει να πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι στρατηγοί θα προτιμήσουν να τον χρησιμοποιήσουν σε αυτό που ήξερε καλύτερα. Να γυρίσει μια σειρά ντοκιμαντέρ “ Γιατί Πολεμάμε”, αλλά και το εξαιρετικό ηρωικό πολεμικό δράμα “Η Μάχη της Ρωσίας” στο οποίο συνεργάστηκε με τον Ανατόλ Λίτβακ.

Μια Υπέροχη Ζωή

Αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου, θα γυρίσει την πιο γνωστή του ταινία την αριστουργηματική “Μια Υπέροχη Ζωή”, που μάλλον δύσκολα θα βρεις κάποιον να μην την έχει δει. Μια ταινία που στην εποχή της υποτιμήθηκε, δεν κέρδισε ούτε ένα από τα πέντε Όσκαρ που προτάθηκε, κατηγορήθηκε για “κομμουνιστική”, καθώς έβαζε στο στόχαστρό της τον καπιταλισμό και τη νέα θρησκεία του χρήματος, (με έναν εκπληκτικό Μπάριμορ στον ρόλο του απάνθρωπου τραπεζίτη), ενώ πρότεινε ως μοναδική λύση, τον αγώνα, την αλληλεγγύη, τη συμπόνια, την ανθρωπιά. Και βεβαίως χάρισε στον φίλο του Τζίμι Στιούαρτ έναν από τους τέσσερις πέντε ρόλους της ζωής του. Ένα ασύλληπτης έμπνευσης φιλμ, γεμάτη με σκηνές για ανθολόγιο, απίστευτους διαλόγους κι ένα αφηγηματικό μεγαλείο.

Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη και παρά τη δημιουργία ορισμένων εξαιρετικών ταινιών (“ Η Κόμισσα και ο Γκάνγκστερ” με την Μπέτι Ντέιβις) θα βρεθεί στο περιθώριο, θα εναντιωθεί στον πόλεμο του Βιετνάμ, ξεπερνώντας προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις και θα μείνει με τις μνήμες θριάμβου, αλλά και τον σεβασμό των νεότερων συναδέλφων του.

Ο Φρανκ Κάπρα θα πεθάνει από έμφραγμα, σε βαθύ γήρας, θα αφήσει πίσω του ένα αξεπέραστο έργο, ένα μεγαλείο λαϊκού πολιτισμού και απλότητας- αλλά και μιας Αμερικής που είχε μόνο στο μυαλό του. Και όπως πολύ σωστά είχε πει και ο μελετητής του έργου του Τζον Κασσαβέτης: «Ίσως δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά η Αμερική, ήταν μόνο ο Φρανκ Κάπρα»…

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ