Ο κινηματογράφος, το λαϊκότερο θέαμα του 20ού αιώνα, με το έμπα του 21ου αιώνα δείχνει έντονα σημάδια κόπωσης. Κακά τα ψέματα. Τα σημάδια αυτά έχουν εμφανιστεί εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, καταδεικνύοντας ένα τεράστιο πρόβλημα που αγγίζει όλους τους συντελεστές. Από την ανυπαρξία παραγωγών που ξέρουν και αγαπούν το σινεμά, την έλλειψη εμπνευσμένων σκηνοθετών και σεναριογράφων, την πτώση των κινηματογραφικών ειδώλων, βαφτίζοντας σταρ μετριότητες και ατάλαντους ηθοποιούς, που έχουν όμως ικανότατους ατζέντηδες και μια δεξαμενή θεατών που εθίζεται στο ασήμαντο. Και αυτά παρότι υπάρχουν τα κεφάλαια, η τεχνική γνώση και αυτές οι περιβόητες τεχνολογικές ευκολίες που θέλουν να υποκαταστήσουν, χωρίς αναστολές και σεβασμό στην ιστορία, το ταλέντο, το μεράκι, την έμπνευση.
Νάιλον χαρακτήρες και μπαγιάτικες κατασκευές
Ειδικά όμως για την κατηγορία των σκηνοθετών, αν εξαιρέσεις ορισμένες ελάχιστες περιπτώσεις και βεβαίως τους γενναίους και τις γενναίες των χωρών του λεγόμενου «κινηματογραφικού Τρίτου Κόσμου», τα πράγματα είναι αποκαρδιωτικά. Δίχως ιδεολογικό υπόβαθρο, χωρίς αξίες και ιδανικά, τη μαχητικότητα των παλαιών «συναδέλφων» τους για την υπεράσπιση των ιδεών τους (ο κομφορμισμός δίνει και παίρνει), με ταλέντο που εξαντλείται σε τεχνικό επίπεδο.
Η κατάσταση στο σενάριο είναι ακόμη χειρότερη, ενώ ειδικά στο Χόλιγουντ είναι τραγική. Δεν είναι τυχαίο ότι μας κατακλύζουν φιλμ με υπερήρωες, νάιλον χαρακτήρες, συνταγές, μπαγιάτικα κατασκευάσματα. Έτσι, την τελευταία δεκαετία τα στούντιο έχουν ως μοναδική λύση τα ριμέικ, τα σίκουελ, τα πρίκουελ, την αναγέννηση παλαιοτέρων ταινιών. Και συνήθως πολύ κατώτερα από τα πρωτότυπα φιλμ. Και όλα αυτά με τα εισιτήρια να πέφτουν συνεχώς και να κάνουν τις προκάτ δικαιολογίες, για πλατφόρμες, κανάλια, διαδίκτυο, να μοιάζουν με σενάριο του «Ράμπο 13»…
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020 είχαμε αξιόλογες ταινίες που μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού από το Χόλιγουντ, ενώ τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα από τις ευρωπαϊκές κινηματογραφίες- και έτσι το ενδιαφέρον περιορίζεται από χώρες και σκηνοθέτες που δεν έχουν το όνομα -και το χρήμα- αλλά σίγουρα έχουν τη χάρη. Εφέτος θα χαρακτηρίζαμε πάνω από «καλές» τις ταινίες «1917» του Σαμ Μέντες, «Μικρές Κυρίες» της Γκρέτα Γκέργουικ, «Μια Κρυφή Ζωή» του βετεράνου Τέρενς Μάλικ, «Κατηγορώ» του 87χρονου πια Ρομάν Πολάνσκι, «Το Βαμμένο Πουλί» του Βάτσλαβ Μαρχούλ…
Η σύγκριση της θλίψης
Τώρα, αν πάμε μισό αιώνα πίσω, στο 1970, οι ταινίες που ακόμη και σήμερα απολαμβάνουμε ή θα ζήλευαν οι επαγγελματίες του κινηματογράφου είναι δεκάδες. Τι να πρωτοθυμηθείς; Την ταινία θρύλο του Αντονιόνι, που παραμένει πάντα επίκαιρη, «Ο Κονφορμίστας», με τον ανεπανάληπτο Τρεντινιάν, την ανατρεπτική αντιπολεμική κωμωδία «MASH» του Όλντμαν, το «Μεγάλο Ανθρωπάκι» του Άρθουρ Πεν, το αριστουργηματικό «Η Γειτονιά των Καταφρονημένων» του Κουροσάβα, την «Κόρη του Ράιαν» του Ντέιβιντ Λιν, το απολαυστικό γουέστερν «Οι Γύπες Πετούν Χαμηλά» του Σίγκελ, με Ίστγουντ και Σίρλεϊ ΜακΛέιν, το οσκαρικό «Πάτον» του Σάφνερ, σε σενάριο Κόπολα, το ελπιδοφόρο «Γεια Σου Μαμά Αμερική» του Ντε Πάλμα, με Ντε Νίρο, το γκανγκστερικό «Ο Κόκκινος Κύκλος» του Μελβίλ, με Ντελόν, Βολοντέ, Μοντάν, την «Τριστάνα» του Μπουνιουέλ, το εμβληματικό «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» του Έλιο Πέτρι, το αντιμιλιταριστικό «Ήρωες με Βρόμικα Χέρια», του Χάτον, το «Ζαμπρίνσκι Πόιντ» του Αντονιόνι, το «Ένα Αγρίμι στην Πόλη» του Τρυφώ;
Υπάρχουν βεβαίως και άλλες αξιόλογες ταινίες, ενώ είναι αντιληπτό ακόμη και σε έναν αδαή ότι υπάρχει μια πληθώρα σκηνοθετών και ηθοποιών που δικαίως σήμερα τους αναπολούμε. Φανταστείτε ότι την προηγούμενη χρονιά, το 2019, όταν το κινηματογραφικό σύστημα πανηγύριζε για τον «Joker» και τα «Παράσιτα», το 1969 είχαν βγει το συγκλονιστικό κοινωνικό δράμα «Ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου» του Σλέσιντζερ, με έναν ανεπανάληπτο Ντάστιν Χόφμαν, ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών «Η Άγρια Συμμορία» του αξέχαστου Σαμ Πέκινπα, το αθάνατο δράμα «Σκοτώνουν τα Άλογα Όταν Γεράσουν», του Σίντνεϊ Πόλακ.
Επίσης, «Οι Δύο Ληστές» του Τζορτζ Ρόι Χιλ, με Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το τρισχαριτωμένο μιούζικαλ «Γλυκιά Τσάριτι» του Μπομπ Φος με την ΜακΛέιν, «Οι Καταραμένοι» του Βισκόντι, το «Σατυρικόν» του Φελίνι, το «Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία» με το οποίο ντεπουτάρει ο Γούντι Άλεν…
Στους Κακόφημους Δρόμους
Εννοείται ότι υπάρχουν κι άλλες σημαντικές ταινίες, αλλά και μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου, όπως ο Κόπολα, που μετά από λίγους μήνες ξεκινά το γκανγκστερικό έπος του, «Ο Νονός», ο Σκορσέζε που θα γυρίσει σε λίγα χρόνια τους «Κακόφημους Δρόμους», ο Σπίλμπεργκ που θα κάνει το μπαμ με τη «Μονομαχία» ενώ είναι ζωντανή και ακμαία η μεγάλη μεταπολεμική γενιά σκηνοθετών της Ιταλίας, η Βρετανία γεννάει τους Μόντι Πάιθονς, η νουβέλ βαγκ κρατά ακόμη και φυσικά η τότε Ανατολική Ευρώπη που έκανε τα δικά της θαυμαστά έργα.
Όπως είναι αντιληπτό οι συγκρίσεις είναι συντριπτικές. Και το κακό είναι ότι όσο πάμε πιο πίσω τόσο ακόμη χειροτερεύει το σκορ για τη σημερινή κινηματογραφική εποχή. Και κάνει ακόμη πιο δυσοίωνες της προβλέψεις για το άμεσο μέλλον, καθώς δεν υπάρχουν έστω τα ελάχιστα σημάδια που θα φανερώσουν την ανάκαμψη του κινηματογράφου, εκτός από τις κινηματογραφίες που είχαν περιφρονηθεί αδίκως, προς χάριν της χολιγουντιανής βιομηχανίας και τώρα είναι έτοιμες να πάρουν τη ρεβάνς, προς χάριν των κινηματογραφόφιλων. Πάντως, μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι μπορεί να ξημερώσει μία καλύτερη μέρα. Όπως η Σκάρλετ στο φινάλε του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος»…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ