«Επειδή αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν τόσο πολύ να είναι αόρατοι, δεν ξέραμε στ’ αλήθεια τι είναι οι γκιουλενιστές». Η Μαριάννα Κακαουνάκη, δημοσιογράφος και σκηνοθέτρια της ταινίας «Αόρατοι» που θα προβληθεί στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Newcomers, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον τρόπο που προσπάθησε, μέσα από την ταινία, ν’ αναδείξει τις διώξεις των ανθρώπων που κατηγορούνται στην Τουρκία ότι υποστηρίζουν τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 ως ισλαμιστής ιεροκήρυκας εν μέσω μιας συνταγματικά κοσμικής Τουρκίας και οι υποστηρικτές του τον αποκαλούν γκουρού ενός μετριοπαθούς Ισλάμ, εμποτισμένου με ανθρωπιστικές αρχές.
«Ήθελε να είναι αόρατοι»
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κερδίσει η σκηνοθέτρια την εμπιστοσύνη αυτών των ανθρώπων. Όταν τους πρωτογνώρισε το 2017 και για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, ήταν αρνητικοί ακόμη και στην ιδέα να γίνει ένα ρεπορτάζ. Αυτό την πείσμωσε. Κράτησε επαφή και σιγά σιγά, περνώντας χρόνο μαζί τους, άρχισαν να της ανοίγονται. «Είδαν ότι με ενδιαφέρει πραγματικά πώς ζουν, πώς εξελίσσεται η ιστορία τους, η ζωή τους στην Ελλάδα, αλλά και παράλληλα τι συμβαίνει στην Τουρκία», λέει.
Είχε πλέον πειστεί ότι έπρεπε να γίνει ταινία. Κάποια στιγμή πείστηκαν να γραφτεί ένα άρθρο. Η μεγάλη καθυστέρηση στο να πουν το ναι για την ταινία, εκτιμά ότι δεν ήταν λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, όσο φόβου. «Ένιωσα ότι με το να ζουν στο σκοτάδι και να μη μιλάνε για το τι τους έχει συμβεί, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν την ατζέντα αυτού που τους έχει εκδιώξει. Ήθελε να είναι αόρατοι. Όταν ήρθε η στιγμή που ένιωσαν έτοιμοι να πουν την ιστορία τους ήμουν τυχερή γιατί ήδη με γνώριζαν και με εμπιστευόντουσαν».
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2019 και από τότε μαζί με τον Απόστολο Νικολαΐδη, έγιναν η «σκιά» αυτών των ανθρώπων. Στη μεταξύ τους σχέση δεν είχαν μεταφραστή, παρά μια εφαρμογή μετάφρασης στο κινητό. «Στο γύρισμα εξαρχής είχαμε συμφωνήσει ότι θα είμαστε εκεί χωρίς να παρεμβαίνουμε. Αόρατοι… Από τη μία ήταν δύσκολο να τραβάς πλάνα χωρίς να ξέρεις τι λένε. Από την άλλη ίσως και για εκείνους, το γεγονός ότι δεν καταλαβαίναμε τι λένε ίσως του βοήθησε να «λυθούν» πιο γρήγορα.
Η μεγάλη δυσκολία ήρθε όταν έπρεπε να γράψει το σενάριο με ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων στα τούρκικα. Στα γενικά βρήκε βοήθεια από την κοινότητα, ενώ στα κομμάτια που επέλεξε, υπήρξε επαγγελματίας μεταφραστής. «Το αστείο είναι ότι μετά από τόσους μήνες αρχίζεις να καταλαβαίνεις κάποιες λέξεις και κάποια στιγμή με ρώτησε κάποιος μήπως μιλάω τούρκικα και δεν τους το έχω πει», αναφέρει.
Πόνος κρυμμένος που βγαίνει με ορμή
Αν και το ζευγάρι των πρωταγωνιστών έχει βιώσει μια τραγωδία που τους έχει σημαδέψει και η οποία σιγά σιγά αποκαλύπτεται στην ταινία, αν δεν το γνωρίζει ο θεατής από πριν, δεν θα διακρίνει τον βαθμό του πόνου και της δυστυχίας που θα φανταζόταν ο καθένας μας ότι περνάνε. Οι λόγοι είναι δύο: από τη μία είχαν μπει οι ίδιοι σε έναν αγώνα επιβίωσης, με ξεκάθαρο στόχο να πάνε μπροστά, από την άλλη η σκηνοθέτρια επέλεξε να μην επικεντρώσει σε αυτό. «Στην αρχή κι εμένα μου έκανε εντύπωση που δεν φαινόταν να τους αγγίζουν ούτε οι δυσκολίες στην Ελλάδα, αλλά ούτε η τραγωδία που πέρασαν. Ήταν προφανώς μια άμυνα». Τώρα, που έχουν περάσει δυο χρόνια και βρίσκονται εκεί που ήθελαν (σε ευρωπαϊκή χώρα που για ευνόητους λόγους η σκηνοθέτρια δε θέλει να αποκαλύψει), καλούνται να διαχειριστούν όλο αυτό το τραύμα που έχει βγει πλέον στην επιφάνεια και ευτυχώς έχουν ψυχολόγο που τους βοηθάει. Ενώ έφτασαν εκεί που ήθελαν, οι αναμνήσεις και τα τραύματα που άφησε η τραγωδία που έζησαν βγήκε με ορμή και πρέπει να τα διαχειριστούν.
Στο παιχνίδι πάντα κάποιος πέφτει στη θάλασσα…
«Έπρεπε και σεναριακά να δω πώς θα το χειριστώ. Ο λόγος που δεν αποκαλύπτω από την αρχή τα πάντα για τις ιστορίες των προσώπων και για την τραγωδία που βίωσαν είναι γιατί ήθελα να έχει πλοκή, σαν να παρακολουθείς μια ταινία. Αλλά πέρα απ’ αυτό, ήθελα να δείξω το πόσο δυνατοί ήταν. Καταλαβαίνεις βέβαια ότι έχουν πολύ βαθύ πόνο», τονίζει η Μαριάννα Κακαουνάκη. Πόνος που βγαίνει όταν κάποια στιγμή ακούγεται ότι ο γιος τους, στα παιχνίδια που παίζει, πάντα κάποιος πέφτει στη θάλασσα και ζητά βοήθεια. «Τους είχε προβληματίσει για καιρό ότι το παιδί δεν συζητούσε καθόλου για την Τουρκία. Ξαφνικά άρχισε να βγάζει στο παιχνίδι κάποια από αυτά που έζησε. Γενικότερα είναι ένα τεράστιο θέμα όλα αυτά τα παιδιά τι έχουν ζήσει σε τόσο μικρή ηλικία και πως θα τους διαμορφώσει μεγαλώνοντας. Είναι ένα τεράστιο στοίχημα να μπορέσουμε να βοηθήσουμε και όσα μένουν εδώ», επισημαίνει.
Μακριά από την Τουρκία
Για πολλούς, το να φύγουν από την Ελλάδα έχει να κάνει με τον φόβο να μην βρίσκονται τόσο κοντά στην Τουρκία. «Η συγκεκριμένη οικογένεια δεν μπορούσε να διανοηθεί να μείνουν εδώ, καθώς όλα τους θύμιζαν αυτό που πέρασαν. Επίσης, πολύ πρακτικά, σε άλλες χώρες έχουν άλλες παροχές. Εδώ, σε κάποιες περιπτώσεις, έπρεπε να περιμένουν έξι χρόνια για να πάρουν το άσυλο», σημειώνει η δημοσιογράφος και σκηνοθέτρια.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι, που ενώ οι οικογένειές τους βρίσκονται σε χώρες με περισσότερες παροχές, όπως οι Σκανδιναβικές, τους ταίριαξε η Ελλάδα, η αίσθηση της γειτονιάς, το φαγητό, το κλίμα και θέλησαν να μείνουν.
Από την άλλη, στην πατρίδα τους, την Τουρκία -τουλάχιστον μέχρι να αλλάξουν πολιτικά τα πράγματα- δεν τίθεται θέμα επιστροφής. «Τους έχει πληγώσει συνολικά η Τουρκία και όχι μόνο το καθεστώς. Κάπως νιώθουν ότι κανένας δεν μιλάει για ό,τι συμβαίνει. Σίγουρα τους λείπει. Όμως η ζωή που είχαν χάθηκε και αυτό είναι πολύ σκληρό. Ενώ συνεχίζεται εκεί η ζωή, αυτούς τους έχουν αναγκάσει στην πραγματικότητα να φύγουν», λέει η Μαριάννα Κακαουνάκη.
Δεν είχαν περιθώριο επιλογής
«Η συγκεκριμένη οικογένεια σίγουρα θα έκανε τα πάντα να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να πάρει διαφορετικές αποφάσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, η απόφαση να φύγουν για τους περισσότερους απ’ αυτούς είναι μονόδρομος. Βρίσκονται αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες χωρίς στοιχεία. Ξέρουν ότι δεν θα έχουν μια δίκαιη δίκη και παράλληλα χάνουν τα πάντα. Τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, παγώνουν οι λογαριασμοί τους και ξέρουν ότι το πιο πιθανό είναι να μπουν στη φυλακή», επισημαίνει.
Στόχος της Μαριάννας Κακαουνάκη είναι η ταινία να τους κάνει ορατούς αυτούς τους ανθρώπους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. «Όποιος τη δει θα καταλάβει νομίζω ξεκάθαρα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν γίνεται να είναι τρομοκράτες. Δεν μπορεί ένα εκατομμύριο άνθρωποι να έχουν ανακριθεί για τρομοκρατία ή ανάμειξη σ’ ένα πραξικόπημα».
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο επίσημο πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Κοπεγχάγης και εκεί την περιέγραψαν ως μία «κατεξοχήν πολιτική ταινία με ανθρώπινη καρδιά». Όπως εξηγεί η Μαριάννα Κακαουνάκη «χάρηκα γι’ αυτήν την περιγραφή, γιατί αυτή η ισορροπία μεταξύ του πολιτικού και του ανθρώπινου με παίδεψε πολύ». Εκεί, λόγω πανδημίας προβλήθηκε διαδικτυακά και η σκηνοθέτρια έχει «μεγάλη λαχτάρα», όπως λέει που στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης θα παίξει σε αίθουσα και θα δει τις αντιδράσεις των θεατών.
Οι «Αόρατοι» υποστηρίχθηκαν από το μη κερδοσκοπικό δημοσιογραφικό οργανισμό iMEdD (incubator for media education and development), ενώ η δημιουργός ήδη δουλεύει την ιδέα, ένα άλλο ρεπορτάζ να οδηγήσει σε μια νέα ταινία.
Ημέρα προβολής της ταινίας «Αόρατοι»: 1 Ιουλίου, στις 21:15, στον θερινό κινηματογράφο John Cassavetes Open Air στο Λιμάνι.
Η ταινία θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ την επόμενη μέρα από τις 10:00 και έως το τέλος του Φεστιβάλ ή την εξάντληση των 500 θεάσεων.